ΤτΕ: Τα καμπανάκια για τα κόκκινα δάνεια

ΤτΕ: Τα καμπανάκια για τα κόκκινα δάνεια
62 / 100

Δημοσιοποιήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές τον χρόνο. Σύμφωνα με την ΤτΕ οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές. Ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Η περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, ενώ μια απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.

Άλλα βασικά σημεία της έκθεσης

Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα είναι κυρίως εξωγενείς, όπως οι αυξημένοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία και διατήρησαν σε ικανοποιητικό επίπεδο τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές, ωστόσο οι ενέργειες για την οριστική εκκαθάριση του εναπομείναντος αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων πρέπει να συνεχιστούν, ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η απρόσκοπτη λειτουργία των υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς, το πρώτο εξάμηνο του 2024, επέδρασε θετικά στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
22.10.2024 Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – Οκτώβριος 2024

Οι ελληνικές τράπεζες

Σύμφωνα με την ΤτΕ ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.

H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%. Οι δείκτες αυτοί εξακολουθούν όμως να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (δείκτες CET1: 15,8% και TCR: 19,9% τον Ιούνιο του 2024). Επίσης, οι συνθήκες ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμειναν ικανοποιητικές το πρώτο εξάμηνο του 2024.

Επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το εν λόγω χρονικό διάστημα επιδεινώθηκε ελαφρώς, εξαιτίας της ενσωμάτωσης συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μετά από εποπτική απαίτηση. Επισημαίνεται ότι ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα (Ιούνιος 2024: 6,9%) εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%).

Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές. Ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Η περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, ενώ μια απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης
Συμπερασματικά, η εξασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περαιτέρω θωράκιση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η σημασία της προώθησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων με στόχο την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο ΕΕ.

Το μακροοικονομικό περιβάλλον και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι επηρεάζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Κατά τη διάρκεια του 2024 η σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ και η ανάκαμψη της οικονομίας, αν και ασθενέστερη της αρχικά αναμενόμενης, συνέβαλαν στην υποχώρηση των κινδύνων. Ωστόσο, οι υφιστάμενες υψηλές αποτιμήσεις στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων εντείνουν τον κίνδυνο απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, ο υψηλός βαθμός διασύνδεσης του κρατικού, εταιρικού και του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο προκαλεί ανησυχία.

Η σύντομη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές τον Αύγουστο του 2024 με αφορμή κυρίως την αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ανέδειξε με εμφατικό τρόπο τον εν λόγω κίνδυνο, αλλά και την αυξανόμενη σημασία του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπρόσθετα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σε συνδυασμό με τις πρόσφατες πολεμικές συρράξεις στη Μέση Ανατολή δύνανται να επηρεάσουν δυσμενώς το παγκόσμιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας αποτελώντας ένα εξωγενή παράγοντα κινδύνου και για τον τραπεζικό τομέα.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε την αναπτυξιακή της δυναμική.

Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε 2,2%, κυρίως χάρη στην ιδιωτική κατανάλωση, ενώ ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας είχε συνολικά αρνητική συμβολή.

Περαιτέρω βελτίωση σημείωσε και η αγορά εργασίας με τη μείωση του ποσοστού ανεργίας στο 10,9% το πρώτο εξάμηνο του 2024 (από 11,5% το πρώτο εξάμηνο του 2023). 2 Ο πληθωρισμός, μετρούμενος με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), αποκλιμακώνεται σταδιακά καθώς το εννεάμηνο του 2024 διαμορφώθηκε στο 3,0%, έναντι 4,4% την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Ωστόσο, ο γενικός δείκτης τιμών χωρίς την ενέργεια κατέγραψε υψηλότερους ρυθμούς αύξησης, λόγω των ανοδικών πιέσεων τόσο στα διατροφικά αγαθά όσο και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τις υπηρεσίες, επηρεάζοντας το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Θετική εξέλιξη αποτελεί η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2024, με το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε ταμειακή βάση το 2024 να εκτιμάται σε πλεόνασμα 3,0% του ΑΕΠ, έναντι 2,4% του ΑΕΠ το 2023.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα διατηρήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω, η ρευστότητά τους παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο, ενώ η κεφαλαιακή τους επάρκεια παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες διένειμαν μέρισμα για πρώτη φορά μετά από μία δεκαπενταετία, εφαρμόζοντας ωστόσο συνετή μερισματική πολιτική. Επιπρόσθετα, στη διάρκεια του 2024 συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης των τραπεζών από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης4 καθώς και η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών.

Η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο.

Το υπόλοιπο των καταθέσεων στην Ελλάδα από κατοίκους εσωτερικού τον Αύγουστο του 2024 ανήλθε σε 201,9 δισεκ. ευρώ, οριακά αυξημένο σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023, ενώ οι δείκτες ρευστότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από τις εποπτικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (Liquidity Coverage Ratio – LCR) διαμορφώθηκε σε 209,3% τον Ιούνιο του 2024, από 220,7% το Δεκέμβριο του 2023, ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (Net Stable Funding Ratio – NSFR) διαμορφώθηκε σε 133,8% τον Ιούνιο του 2024, από 135,2% το Δεκέμβριο του 2023, και ο Δείκτης Επιβάρυνσης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Encumbrance Ratio – AER) βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς μειώθηκε στο 8,5% τον Ιούνιο του 2024, από 13,2% το Δεκέμβριο του 2023.

Επιπρόσθετα οι τράπεζες έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL) έως το τέλος του 2025. Την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024, οι σημαντικές τράπεζες προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ονομαστικής αξίας 3.750 εκατ. ευρώ, ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ονομαστικής αξίας 2.450 εκατ. ευρώ και πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων της Κατηγορίας 1 ονομαστικής αξίας 300 εκατ. ευρώ.

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων επιδεινώθηκε οριακά εξαιτίας μη οργανικών παραγόντων.

Ειδικότερα, το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμορφώθηκε σε 10,4 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 με στοιχεία σε ατομική βάση, εντός ισολογισμού.6 Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην περίμετρο των ΜΕΔ, μετά από εποπτική απαίτηση, συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, καθώς η πιστωτική επέκταση μετρίασε την αρνητική επίδραση από την αύξηση των ΜΕΔ. Συνεπώς, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%7 ) και οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν.

Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 36,4% τον Ιούνιο του 2024. Σημειώνεται ότι μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται σημαντική αποκλιμάκωση του εν λόγω δείκτη για τις λιγότερο σημαντικές τράπεζες με την ένταξη ΜΕΔ του νέου σχήματος που προέκυψε από τη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας στο πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής”.

Οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι ενίσχυσαν σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία.

Το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα των υψηλών βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η μείωση των προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο. Αναλυτικότερα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων αυξήθηκαν κατά 10,8% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2023.

Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 11,4% καθώς ευνοήθηκαν από τη σημαντική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως το Σεπτέμβριο του 2023, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Τα έσοδα από προμήθειες

Αντίστοιχα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 15,9%, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες (δηλαδή τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες) αυξήθηκαν κατά 12,2%.

Αυξημένα ήταν και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις το πρώτο εξάμηνο του 2024, χάρη στα κέρδη από συναλλαγές σε ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου και τα κέρδη από παράγωγα και προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου.

Αντίθετα, τα λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα μειώθηκαν, καθώς επιβαρύνθηκαν από μη επαναλαμβανόμενα έξοδα το πρώτο εξάμηνο του 2024. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk)8 μειώθηκε σημαντικά το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε 0,7% των δανείων μετά από προβλέψεις.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες και οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (Return on Assets – RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,5% και 13,8% αντίστοιχα.

H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.

ΠΗΓΗ