ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ : ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ !!!
Τι είναι η Λογιστική Πραγματογνωμοσύνη
Η Τεχνική Έκθεση Ανεξάρτητης Λογιστικής Πραγματογνωμοσύνης συντάσσεται επί των πιστωτικών μας συμβάσεων και των αντίστοιχων κινήσεων λογαριασμού, χωρίς προκατάληψη, από ειδικό επιστήμονα, Οικονομολόγο MBA, Λογιστή – Φοροτεχνικό Α’ Τάξεως, Διαχειριστή Αφερεγγυότητας του Υπουργείου Οικονομικών, Διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δικαστικό Πραγματογνώμονα, με βάση τους κανόνες της τέχνης και της λογιστικής, της μαθηματικής και της αναλογιστικής επιστήμης και παρέχει αιτιολογημένες απαντήσεις (άρθρο 198 ΚΠολΔ), που προκύπτουν, σε κάθε περίπτωση, από τον συσχετισμό των εγγράφων της κίνησης λογαριασμού επί των πιστωτικών συμβάσεων που προσκομίζουν και επικαλούνται Τράπεζες, Servicers και Funds, καθώς και με την ρητή επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων μερών. Η Τεχνική Έκθεση Ανεξάρτητης Λογιστικής Πραγματογνωμοσύνης εξετάζει επισταμένως την πιστωτική σύμβαση στην οποία αναφέρεται, για την ύπαρξη καταχρηστικών όρων, καθώς και για το κατά πόσον αυτή είναι σύμφωνη με τους γενικούς όρους των συναλλαγών των τραπεζών, της τραπεζικής δεοντολογίας και το κανονιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφέρει αναλυτικά όλα τα ευρήματά σύμφωνα με τους προαναφερθέντες ελέγχους και αποφαίνεται επί του εκκαθαρισμένου της εκάστοτε φερόμενης ως δήθεν οφειλής του δανειολήπτη, διαχωρίζοντας την ενιαία χρέωση, παρακολούθηση και κίνηση του λογαριασμού εξυπηρέτησης της πιστωτικής σύμβασης, όπως περιγράφεται, απεικονίζεται και αναφέρεται στο ίδιο το έγγραφο της κίνησης λογαριασμού που προσκομίζουν Τράπεζες, Servicers και Funds, παραθέτοντας, στο τέλος, αναλυτικά, ένα προς ένα, όλα τα σχετικά ευρήματα και τα επ’ αυτών συμπεράσματα.
Γιατί είναι απαραίτητη η Λογιστική Πραγματογνωμοσύνη
Προκειμένου, Τράπεζες, Servicers και Funds, να εκδώσουν νόμιμα Διαταγές Πληρωμής, να επισπεύσουν Πλειστηριασμούς, να κάνουν Κατασχέσεις και να καταθέσουν Αιτήσεις Πτώχευσης κατά των Δανειοληπτών, πρέπει να αποδείξουν ότι οι απαιτήσεις τους είναι, μεταξύ άλλων, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΕΣ. Η δε απόδειξη αυτού πρέπει να προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζουν. Δηλαδή, το βάρος της απόδειξης ανήκει σε Τράπεζες, Servicers και Funds και όχι στον Δανειολήπτη. Αντίθετα, όμως, με την ανωτέρω υποχρέωσή τους, που προκύπτει τόσο από την ελληνική, όσο και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά, αντίστοιχα, και από τη νομολογία ΑΠ, ΣτΕ και ΔΕΕ, Τράπεζες, Servicers και Funds, συνεχίζουν να μη συμμορφώνονται και να χρεώνουν οριζόντια, όλους ανεξαιρέτως τους ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ, με τον παράνομο τοκισμό, ανατοκισμό και την κεφαλαιοποίηση της εισφοράς του Ν. 128/1975, με τον παράνομο υπολογισμό των τόκων στη βάση έτους 360 ημερών, επιβαρύονοντας έτσι τις δανειακές συμβάσεις με πρόσθετους τόκους 1,3889% και με τον αυθαίρετο υπολογισμό του συνολικού, ετήσιου επιτοκίου επιβάρυνσης των δανειακών συμβάσεων, αντίθετα με τον μαθηματικό τύπο της Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12) περί Σ.Ε.Π.Ε., καθιστώντας έτσι, αυθαίρετα και παράνομα, τις συνολικές απαιτήσεις τους και τα υπόλοιπα των δανειακών συμβάσεων, μεγαλύτερα των πραγματικών. Έτσι, λοιπόν, σήμερα, όλες ανεξαιρέτως οι απαιτήσεις Τραπεζών, Servicers και Funds, από τα υπόλοιπα των οφειλών των πιστωτικών μας συμβάσεων από δάνεια, αλληλόχρεους λογαριασμούς και πιστωτικές κάρτες, δεν είναι εκκαθαρισμένες, κατ’ άρθρο 916 ΚΠολΔ, και πρέπει να επανακαθοριστούν κατά κεφάλαιο και τόκους, με την απομείωση τους μετά από τον κατά νόμο επανυπολογισμό και την εκκαθάρισή τους.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
https://kinima-ypervasi.blogspot.com/p/blog-page_3.html
Η Τεχνική Έκθεση Ανεξάρτητης Λογιστικής Πραγματογνωμοσύνης, επειδή συντάσσεται χωρίς προκατάληψη, από τρίτο, Ανεξάρτητο Ειδικό Επιστήμονα, Οικονομολόγο MBA, Λογιστή – Φοροτεχνικό Α’ Τάξεως, Διαχειριστή Αφερεγγυότητας του Υπουργείου Οικονομικών, Διαπιστευμένο Διαμεσολαβητή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δικαστικό Πραγματογνώμονα, αποτελεί, τόσο δικαστικά, κατά το στάδιο της ανακοπής στην διαταγή πληρωμής, την κατάσχεση, τον πλειστηριασμό ή/και την κύρια παρέμβαση και την συζήτηση στην εναντίον του Δανειολήπτη αίτηση πτώχευσης, όσο και εξωδικαστικά, κατά το στάδιο της διαμεσολάβησης ή/και της διαπραγμάτευσης, την απαραίτητη απόδειξη όλων των ανωτέρω, με βάση τους κανόνες της τέχνης και της λογιστικής, της μαθηματικής και της αναλογιστικής επιστήμης, καθόσον παρέχει αιτιολογημένες απαντήσεις (άρθρο 198 ΚΠολΔ), που προκύπτουν, σε κάθε περίπτωση, από τον συσχετισμό των εγγράφων της κίνησης λογαριασμού επί των πιστωτικών συμβάσεων που προσκομίζουν και επικαλούνται Τράπεζες, Servicers και Funds. Χωρίς την Λογιστική Πραγματογνωμοσύνη, όλοι οι ισχυρισμοί του Δανειολήπτη περί του ανεκκαθάριστου των απαιτήσεων Τραπεζών, Servicers και Funds, αλλά και της αντικειμενικής αδυναμίας εκκαθάρισής τους, κατά επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, από οποιονδήποτε τρίτο, πλην των ιδίων των τραπεζών που τις διαμόρφωσαν, παραμένουν επιστημονικά αναπόδεικτοι, αφού δεν αρκεί ο Δανειολήπτης απλά να τους επικαλείται, αλλά, παράλληλα, πρέπει και να να τους αποδεικνύει με βάση τους κανόνες της λογιστικής, της μαθηματικής και της αναλογιστικής επιστήμης.
Ποια είναι τα συνήθη ευρήματα όλων των Εκθέσεων Λογιστικών Πραγματογνωμοσυνών
Από την επισκόπηση των εγγράφων που τίθενται στην διάθεση του Ειδικού Επιτήμονα – Πραγματογνώμονα, προκύπτει κατά κανόνα, ότι, όλες ανεξαιρέτως οι τράπεζες, αντίθετα προς τις σχετικές νομοκανονιστικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν υπολογίζουν και δεν χρεώνουν, ως οφείλουν, κατά το υπόδειγμα Η09 ΤτΕ, με διακριτό τρόπο, ήτοι με την καταχώρηση ξεχωριστών άρθρων, διακριτών λογιστικών εγγραφών, στους λογαριασμούς με κωδικό αριθμό 65.00 και 64.20 του ΚΛΣΤ, τα δύο διαφορετικά κατά νομική φύση και τύπο μεγέθη, που επιβαρύνουν το κεφάλαιο της χορηγηθείσας πίστωσης, ήτοι:
(α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και
(β) του φόρου της εισφοράς του Ν.128/1975,
με αποτέλεσμα αυτά να συγχέονται κάθε φορά υπολογιστικά σε μία ενιαία λογιστική εγγραφή, που καταχωρείται αυτοματοποιημένα κάθε μήνα στο μηχανογραφικό τους σύστημα και στα βιβλία τους.
Με την μεθοδολογία, όμως, αυτή, οι Τράπεζες επαυξάνουν το συμβατικό επιτόκιο, το επιτόκιο υπερημερίας και το αντίστοιχο κάθε φορά ποσό του φόρου που προκύπτει από την εκάστοτε ποσοστιαία επιβάρυνσή τους με την εισφορά του Ν.128/1975, επαυξάνοντας αναλόγως και το χρεωστικό κατάλοιπο κάθε πιστωτικής σύμβασης.
Έτσι, αποτυπώνοντας τον αυτοματοποιημένο, μηχανογραφικό υπολογισμό και χρέωση αυτού του φόρου, ως μέρος των τόκων, στην συνέχεια υπολογίζουν και χρεώνουν κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, επί όλων των υπερημεριών των καταβολών, ως μέρος του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας, και ακόμη τον ανατοκίζουν ως δήθεν οφειλόμενο τόκο. Εν συνεχεία, κάθε έξι μήνες που κεφαλαιοποιούνται οι τόκοι υπερημερίας, κατά τον ίδιο ανωτέρω τρόπο και με την ίδια μεθοδολογία, κεφαλαιοποιούν και σε χρέωση εκ νέου επί του νέου κεφαλαίου που εκάστοτε προκύπτει κατά τα ανωτέρω, μετά από έκαστη εξάμηνη κεφαλαιοποίηση, όπως συνάγεται πέραν πάσης αμφιβολίας, από το σύνολο (100%) των αποδεικτικών των απαιτήσεων των επισκοπούμενων εγγράφων. Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα, να αυξάνεται αναιτιολόγητα το ΣΕΠΕ της πιστωτικής σύμβασης, λογαριθμίζοντας και ενσωματώνοντας στον κώδικα του αυτοματοποιημένου μηχανογραφικού συστήματος της Τράπεζας, έναν αλλοιωμένο νέο πολυμεταβλητό σύνθετο μαθηματικό τύπο-φόρμουλα, διαφορετικό από τον αντίστοιχο της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), τον οποίο γνωρίζουν μόνον οι αρμόδιοι υπάλληλοί των Τραπεζών, ήτοι τα πρόσωπα εκείνα που τον λογαριθμίζουν, παραμετροποιώντας μία προς μία όλες τις επί μέρους μεταβλητές του, και στη συνέχεια τον ενσωματώνουν με την ως άνω άγνωστη σε οποιονδήποτε τρίτο παραμετροποίηση, στον κώδικα του λογισμικού του αυτοματοποιημένου μηχανογραφικού τους συστήματος.
Έτσι, η ενιαία χρέωση, παρακολούθηση και κίνηση του ανωτέρω λογαριασμού εξυπηρέτησης των πιστωτικών συμβάσεων, δια ενός παντελώς αγνώστου σε οποιονδήποτε τρίτο, ήτοι ακόμη και στον Πραγματογνώμονα, μηχανογραφικού αλγορίθμου, με τον οποίο οι Τράπεζες επιφέρουν την σύγχυση σε έναν ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων μεγεθών, ήτοι:
(α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και
(β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975,
καθιστά τα συνολικά ποσά, όλων ανεξαιρέτως των απαιτήσεών τους, παντελώς αδύνατο να διαχωριστούν με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, από οποιονδήποτε τρίτο.
Έτσι, η εν λόγω μεθοδολογία έχει ως αποτέλεσμα, το συνολικό ποσό της απαίτησης κάθε τράπεζας να μην μπορεί να εκκαθαριστεί, υπολογίζοντας και αφαιρώντας από το συνολικό ποσό της φερόμενης σήμερα απαίτησης της, όλα τα εκάστοτε επί μέρους ποσά των ανωτέρω χρεώσεων, τα οποία είναι παντελώς άγνωστα και επιστημονικά αδύνατο να οριστούν επακριβώς, και έτσι να καταστούν γνωστά σε οποιονδήποτε τρίτο, καθόσον οι εν λόγω χρεώσεις είναι αδύνατο να εξακριβωθούν ως προς τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκαν και διαμορφώθηκαν δια της ανωτέρω παραμετροποίησης των επί μέρους μεταβλητών τους, ήτοι αφαιρώντας όλα τα επί μέρους ποσά των εκάστοτε χρεώσεων των τοκισμών, ανατοκισμών και κεφαλαιοποιήσεων της εισφοράς του Ν. 128/1975, προκειμένου έτσι να μπορεί να αποκατασταθεί η βασική μαθηματική εξίσωση της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), κατά την οποία η συνολική παρούσα αξία των αναλήψεων πρέπει να ισούται με τη συνολική παρούσα αξία των εξοφλητικών δόσεων και των καταβολών επιβαρύνσεων. Και τούτο, επειδή τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται, όλες ανεξαιρέτως οι Τράπεζες και, ιδιαίτερα, τα έγγραφα των κινήσεων λογαριασμού, δεν παρέχουν ουδεμία πληροφορία, ούτε ακόμη γενικού περιεχομένου, ως προς την παραμετροποίηση των επί μέρους μεταβλητών του πολυμεταβλητού σύνθετου μαθηματικού τύπου-φόρμουλας, που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό κάθε απαίτησης, ούτε ως προς την λογαρίθμηση και την ενσωμάτωσή του στον κώδικα του λογισμικού του αυτοματοποιημένου μηχανογραφικού συστήματος της τράπεζας.
Και επειδή, κάθε φορά που συντρέχουν οι περιπτώσεις:
(α) Η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων είναι μικρότερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ από το εφαρμοζόμενο επιτόκιο είναι θετική και, άρα το κατάλοιπο θα πρέπει να είναι ανώτερο του εφαρμοστέου επιτοκίου,
(β) Η διακύμανση αυτή να είναι μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο να είναι αρνητική και, άρα το κατάλοιπο θα πρέπει να είναι μικρότερο του εφαρμοστέου επιτοκίου και
(γ) Η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων είναι ίση με αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο να είναι μηδενική, και τούτο μόνο στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται σταθερό επιτόκιο για όλη την διάρκεια της αποπληρωμής της χορηγηθείσας πίστωσης.
Και επειδή ακόμη, η αναγωγή των ανωτέρω περιπτώσεων (α), (β) και (γ), στην πρόσθετη μεταβλητή της ενιαίας χρέωσης, παρακολούθησης και κίνησης του λογαριασμού εξυπηρέτησης της πιστωτικής σύμβασης, με την σύγχυση σε έναν ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων, κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο μεγεθών, ήτοι των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και του φόρου της εισφοράς του Ν.128/1975, κατά τρόπο ώστε στην διαμόρφωση του συνολικού επιτοκίου, να περιλαμβάνεται η εισφορά του Ν.128/75 ως σταθερό μέρος και το επιτόκιο ως μεταβλητό μέρος, μεταβάλλει τις παραδοχές των ανωτέρω περιπτώσεων (α), (β) και (γ), ως εξής:
(α1) Η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων, πλέον της εισφοράς του Ν.128/75, να είναι μικρότερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο πλέον της εισφοράς του Ν.128/1975 να είναι θετική, και άρα το κατάλοιπο να είναι ανώτερο του εφαρμοστέου επιτοκίου,
(β1) Η ανωτέρω διακύμανση να είναι μεγαλύτερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο πλέον της εισφοράς του Ν.128/1975 να είναι αρνητική, και άρα το κατάλοιπο να είναι μικρότερο του εφαρμοστέου επιτοκίου και
(γ1) Η διακύμανση αυτή να είναι ίση με την προβλεπόμενη στην σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο πλέον της εισφοράς του Ν.128/1975 να είναι μηδενική, και έτσι μόνο στην περίπτωση αυτή το κατάλοιπο να μπορεί να εκληφθεί ως εκκαθαρισμένο.
Όλα τα ανωτέρω, έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η κατά επιστημονικά αποδεκτό τρόπο εκκαθάριση της επίδικης απαίτησης από οποιονδήποτε τρίτο, διαχωρίζοντας επακριβώς, κατά κεφάλαιο, τόκους, ανατοκισμούς και κεφαλαιοποιήσεις, την ενιαία χρέωση του καταλοίπου κάθε πιστωτικής σύμβασης, κάθε Τράπεζας, στα επιμέρους ποσά των δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων μεγεθών, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν.128/1975.
Έτσι, εν κατακλείδι, όλες ανεξαιρέτως οι απαιτήσεις των πιστωτικών συμβάσεων, δύναται να εκκαθαριστούν μόνον από τις ίδιες τις Τράπεζες, καθόσον μόνον αυτές οι ίδιες διαθέτουν τον υπολογιστικό αλγόριθμο, που διαμόρφωσαν, παραμετροποίησαν και λογαρίθμησαν κατά τα ανωτέρω, οι αρμόδιοι υπάλληλοί τους, με την χρήση μιας νέας, διαφορετικά παραμετροποιημένης ως προς τις επί μέρους μεταβλητές της, και έτσι άγνωστης σε οποιονδήποτε τρίτο, διαφορετικής από αυτή της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), περί ΣΕΠΕ, μαθηματικής σχέσης-φόρμουλας, που είναι εμπιστευτική, εξαιρετικά πολύπλοκη και δυσνόητη, ακόμη και για επαγγελματίες μαθηματικούς και αποτέλεσε την βάση για την κατασκευή του πολυσύνθετου μαθηματικού αλγορίθμου, ο οποίος αφού πρώτα λογαριθμίστηκε, στην συνέχεια, ενσωματώθηκε στο αυτοματοποιημένο μηχανογραφικό σύστημα όλων ανεξαιρέτως των Τραπεζών, στις εφαρμογές και τα λογισμικά που διαθέτουν, προκειμένου, έτσι, οι αρμόδιοι υπάλληλοί τους, να μπορούν να πραγματοποιούν, σε πραγματικό χρόνο, αυτοματοποιημένες, πολυσύνθετες και δυσνόητες, ακόμη και για επαγγελματίες μαθηματικούς, πολυμεταβλητές μαθηματικές πράξεις, με τις οποίες αυξάνουν, αυθαίρετα και παράνομα, το ΣΕΠΕ όλων ανεξαιρέτως των πιστωτικών συμβάσεων, ενσωματώνοντας σε αυτές, με την σύγχυση σε έναν νέο, αγνώστου παραμετροποίησης, ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων, κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο μεγεθών, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975. Με την ανωτέρω πρακτική να καθιστά, έτσι, σε οποιονδήποτε τρίτο, παντελώς αδύνατο να μπορεί σήμερα να διαχωρίσει και έτσι να εκκαθαρίσει επακριβώς, με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, το συνολικό ποσό κάθε απαίτησης, ενώ είναι τοις πάσι γνωστόν ότι ο κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο υπολογισμός του ΣΕΠΕ, πρέπει να γίνεται μόνο με την κάτωθι, τυποποιημένη μαθηματική σχέση-φόρμουλα, η οποία περιλαμβάνει και την εισφορά του Ν.128/1975 και, έτσι, ακόμη και στο πλαίσιο της ενιαίας τήρησης και κίνησης του λογαριασμού εξυπηρέτησης της πιστωτικής σύμβασης, να αποτυπώνονται ή έστω να μπορούν να αποτυπώνονται και να εξάγονται, σε ξεχωριστούς και διακριτούς λογαριασμούς, τόσο το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, όσο και οι λοιπές χρεώσεις της πιστωτικής σύμβασης, όπως εν προκειμένω η εισφορά του Ν.128/7195, αλλά και τα πάσης φύσης έξοδα, οι προμήθειες, τα ασφάλιστρα κλπ., ως εξής:
Επιπροσθέτως στα ανωτέρω, με βάση τα ευρήματα και τις παραδοχές που ενδελεχώς προαναφέρθηκαν, αποκρυσταλλώνουμε την άποψή μας και έχουμε πεισθεί περί της αοριστίας και της μη επαληθευσιμότητας των αριθμητικών δεδομένων και χρεώσεων όλων ανεξαιρέτως των τραπεζών. Καταλήγουμε δε στο συμπέρασμα, ότι, οι τράπεζες προβαίνουν κατά κανόνα σε πλήθος αναιτιολόγητων ενεργειών, ήτοι:
α. Οι τοκοχρεολυτικές χρεώσεις και οι αποπληρωμές αυτών που εμφαίνονται στην ανάλυση του δανείου, είναι εξαιρετικά νεφελώδεις και δεν έχουν γίνει σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους μαθηματικούς και οικονομικούς τύπους.
β. Η ενσωμάτωση των εισφορών στους τόκους και στα δανειακά υπόλοιπα αλλοιώνουν τα κατάλοιπα των λογαριασμών, ώστε εν τέλει το επιτασσόμενο ποσό μαζί με τις προσκομισθείσες δανειακές καρτέλες να καθίστανται αόριστα και ανεκκαθάριστα.
γ. Η χρήση καταχρηστικών ημερών εκτοκισμού (valeur), μη συμβασιακά συμφωνηθεισών από τις τράπεζες, έχει επίσης ως αποτέλεσμα το επιτασσόμενο ποσό να κρίνεται ως αόριστο και ανεκκαθάριστο.
δ. Οι πιστωτικές συμβάσεις αλλά και οι κινήσεις των δανειακών λογαριασμών βρίθουν αοριστιών και μη επαληθεύσιμων υπολογισμών, όπως ενδελεχώς αναλύθηκε ανωτέρω.