“Ζητείται εργατοτεχνίτης για εξωπραγματική βελτιστοποίηση παραγωγικότητας μέσω Βιομηχανίας 4.0”

Στην εποχή της “αλόγιστης” τεχνολογικής προόδου, οι βιομηχανίες παγκοσμίως αντιμετωπίζουν τη βίαιη διαρθρωτική προσαρμογή της Βιομηχανίας 4.0. Με επίκεντρο τη συγχώνευση των φυσικών και ψηφιακών τεχνολογιών—όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI), το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (IoT) και η προηγμένη ρομποτική—η Βιομηχανία 4.0 αναδιαμορφώνει το τοπίο της παραγωγής και των υπηρεσιών. Σύμφωνα με έκθεση της PwC, η ψηφιακή μεταμόρφωση αναμένεται να προσθέσει 1,25 τρισεκατομμύρια € στη βιομηχανία της Ευρώπης μέχρι το 2025. Ωστόσο, εν μέσω αυτής της εξέλιξης, αναδύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορούν οι βιομηχανίες να εξοπλίσουν αποτελεσματικά το εργατικό τους δυναμικό με τις απαραίτητες δεξιότητες για να ευδοκιμήσουν σε αυτή τη νέα εποχή; Ή εναλλακτικά, πώς μπορούν οι βιομηχανίες να ενσωματώσουν τη νέα γνώση, ώστε να δρέψουν τους καρπούς που υπόσχεται αυτή η χειμαρρώδης νέα τάξη πραγμάτων;
Μια πειστική απάντηση πιθανώς βρίσκεται στο γερμανικό δυικό σύστημα κατάρτισης, ένα μοντέλο που συνδυάζει με μαεστρία τη θεωρητική εκπαίδευση με την πρακτική εμπειρία. Αυτό το σύστημα όχι μόνο προετοιμάζει τους εργαζόμενους για τις άμεσες απαιτήσεις των ρόλων τους, αλλά προωθεί μια κουλτούρα συνεχούς μάθησης και προσαρμοστικότητας—ουσιώδη χαρακτηριστικά σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο τεχνολογικό περιβάλλον.
Το Γερμανικό Διττό Σύστημα Κατάρτισης (dual training)
Το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (VET) της Γερμανίας επαινείται παγκοσμίως για την αποτελεσματικότητά του. Περίπου 52% των νέων Γερμανών συμμετέχουν σε διττά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (BIBB). Αυτή η προσέγγιση έχει συμβάλει στο χαμηλό ποσοστό ανεργίας των νέων στη Γερμανία, που ανήλθε σε 5,7% το 2022, σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι 16,8%.
Με το πάντρεμα της εναλλάξ διδασκαλίας στην τάξη και της πρακτικής εκπαίδευση στον χώρο εργασίας (με συνήθη χρονική αναλογία 30/70), το σύστημα εξασφαλίζει ότι οι εκπαιδευόμενοι αποκτούν τόσο τις θεωρητικές βάσεις όσο και τις πρακτικές δεξιότητες που απαιτούνται στα επαγγέλματά τους. Οι εργοδότες επωφελούνται από μια δεξαμενή εξειδικευμένων εργαζομένων που είναι άμεσα παραγωγικοί, μειώνοντας τους χρόνους και το κόστος ένταξης. Επιπλέον, η συνεργατική φύση του συστήματος ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ βιομηχανίας και εκπαίδευσης, προωθώντας την καινοτομία και την ευθυγράμμιση με τις τρέχουσες τεχνολογικές τάσεις.
Η Επιτακτική Ανάγκη της Ελληνικής Βιομηχανίας για Κατάρτιση και Αναβάθμιση Δεξιοτήτων
Επανερχόμενοι στα του οίκου μας, η ανάγκη για αποτελεσματικά προγράμματα κατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων γίνεται ακόμη πιο έντονη. Η ελληνική οικονομία, αναδυόμενη από μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης, διψά για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, μία από τις προκλήσεις που εμποδίζουν αυτή την πρόοδο είναι το χαοτικό χάσμα δεξιοτήτων (Skills Gap) στο εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα η ανεργία των νέων έως 24 ετών υπερβαίνει το 30%. Επιπλέον, ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) κατατάσσει την Ελλάδα χαμηλά όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Ταυτόχρονα, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) υπογραμμίζει ότι η ευθυγράμμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τη Βιομηχανία 4.0 είναι κρίσιμη για να ενισχύσει η Ελλάδα την βιομηχανική της παραγωγή και το ΑΕΠ, συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνει και πρόσφατη έρευνα της Deloitte.
Για να εκμεταλλευτούν οι ελληνικές βιομηχανίες τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Βιομηχανία 4.0, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επενδύσουν σε ολοκληρωμένα προγράμματα μάθησης και ανάπτυξης (Learning & Development). Υιοθετώντας στοιχεία του γερμανικού δυικού συστήματος κατάρτισης, οι ελληνικές εταιρείες μπορούν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη δεξιοτήτων, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη, διασφαλίζοντας ότι ο σχεδιασμός γίνεται με επίκεντρο το επιθυμητό αποτέλεσμα, ήτοι τις καταγεγραμμένες ανάγκες τους (και όχι λογαριάζοντας χωρίς τον “ξενοδόχο”, όπως συμβαίνει με τα προγράμματα κατάρτισης γενικού σχεδιασμού).
Ενσωμάτωση της Βιομηχανίας 4.0 στη Μάθηση και Ανάπτυξη
Η υιοθέτηση της Βιομηχανίας 4.0 στα προγράμματα μάθησης και ανάπτυξης συνεπάγεται κάτι περισσότερο από την ενημέρωση των προγραμμάτων σπουδών. Απαιτεί ένα μετασχηματισμό στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και παρέχουμε την κατάρτιση. Η ενσωμάτωση τεχνολογιών όπως η εικονική πραγματικότητα (VR) και η επαυξημένη πραγματικότητα (AR) μπορεί να δημιουργήσει καθηλωτικές μαθησιακές εμπειρίες που ενισχύουν την κατανόηση και την απομνημόνευση. Επί παραδείγματι, η χρήση VR από τη Siemens για την εκπαίδευση τεχνικών σε σύνθετες εργασίες συναρμολόγησης, μειώνει τον χρόνο εκπαίδευσης έως και 50%. Επιπλέον, η ανάλυση δεδομένων μπορεί να εξατομικεύσει τις μαθησιακές διαδρομές, ανταποκρινόμενη στα ατομικά δυνατά σημεία και αδυναμίες.
Αξιοποίηση των Προγραμμάτων Μάθησης και Ανάπτυξης (ως περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης)
Η μετατροπή των προγραμμάτων μάθησης και ανάπτυξης σε περιουσιακά στοιχεία που δημιουργούν έσοδα είναι μια έξυπνη στρατηγική κίνηση που προσφέρει πολλαπλά οφέλη, με κεντρικό επιχείρημα την αυτό – απόσβεση της επένδυσης. Ενδεικτικά:
Κατάρτιση ως Υπηρεσία (TaaS): Προσφέροντας εξειδικευμένα προγράμματα κατάρτισης σε άλλους οργανισμούς, οι εταιρείες μπορούν να εισέλθουν σε νέες αγορές.
Εκπαιδευτικές Συνεργασίες: Συνεργαζόμενες με πανεπιστήμια και κέντρα δια βίου μάθησης, οι επιχειρήσεις μπορούν να συμμετάσχουν σε προγράμματα που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2021-2027, ή άλλα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και δράσεις (ενδεικτικά ερευνώ – καινοτομώ, διαρθρωτική προσαρμογή επιχειρήσεων, κέντρα ικανοτήτων κλπ).
Προγράμματα Πιστοποίησης: Η καθιέρωση εξειδικευμένων, διαπιστευμένων προγραμμάτων πιστοποίησης με το brand της εταιρείας ενισχύει τη φήμη και προσελκύει ταλέντα.
Αξιοποίηση Δεδομένων: Οι πληροφορίες που αποκτώνται από τα προγράμματα κατάρτισης μπορεί να είναι πολύτιμες. Ανωνυμοποιημένα δεδομένα σχετικά με τις τάσεις ανάπτυξης δεξιοτήτων μπορούν να αξιοποιηθούν από φορείς learning & development για να καταγράψουν τάσεις και ειδικές ανάγκες.
Κέντρα Ικανοτήτων (Competency Centers): Συγκεντρώνοντας τεχνογνωσία και εξειδίκευση γύρω από ένα αντικείμενο δημιουργείται η κρίσιμη μάζα για διαθεσιμότητα πόρων και υπηρεσιών, την ώρα που η αγορά μπορεί να αντιμετωπίζει ένα κενό δεξιοτήτων. Η διαθεσιμότητα αυτή μπορεί να αποτελέσει έσοδο είτε ως υπηρεσία, είτε ως παροχή συμβουλών, είτε ως outsourcing
Οφέλη και συμπεράσματα
Η επένδυση σε προηγμένα προγράμματα μάθησης και ανάπτυξης έχει βαθύ αντίκτυπο στην προσαρμοστικότητα και στις σχέσεις διαρκείας με τους εργαζομένους, οι οποίοι απολαμβάνουν βελτιωμένες δεξιότητες και κατά συνέπεια εργασιακή ασφάλεια, επαγγελματική εξέλιξη και ικανοποίηση.
Για τις βιομηχανίες, τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν αυξημένη καινοτομία, βελτιωμένη λειτουργική αποτελεσματικότητα και ισχυρότερη ανταγωνιστική θέση στην παγκόσμια αγορά. Στην Ελλάδα, η οποία δεν έχει να επιδείξει ανταγωνιστικό κόστος λειτουργίας ή οικονομίες κλίμακας, ο ανθρώπινος παράγων πρέπει να προτεραιοποιηθεί.
Στην οικονομία της γνώσης που διανύουμε, η ενσωμάτωση ενός τεκμηριωμένου learning & development plan στη στρατηγική της επιχείρησης μπορεί να αποτελέσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με ξεκάθαρα και ποσοτικοποιημένα αναμενόμενα αποτελέσματα.
*Ο Κωνσταντίνος Μανωλίτσης είναι Μηχανολόγος Μηχανικός με ειδίκευση στα Συστήματα Παραγωγής και Διοίκησης. Είναι συνιδρυτής της MASTER ΑΕ και συμμετέχει στις εκλογές του ΕΒΕΑ ως υποψήφιος στο τμήμα μεταποίησης με το συνδυασμό Άλμα Μπροστά.