Σημάδια δείχνουν ότι οδεύουμε προς μια παγκόσμια σύρραξη!

Παγκόσμιος πόλεμος: Ποια σημάδια δείχνουν παγκόσμια σύρραξη – Τα κράτη που είναι στο κατώφλι του πολέμου
Οι στρατιωτικοί αρχηγοί πιστεύουν ότι οι μάχες στην Ουκρανία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παγκόσμια σύρραξη, καθώς η Βόρεια Κορέα στέλνει στρατεύματα στη Ρωσία για εκπαίδευση.
Μια ευρύτερη σύγκρουση θεωρείτο αδιανόητη, αλλά η αποστολή της Πιονγκγιάνγκ με έως και τέσσερις ταξιαρχίες, που ανέρχονται σε 12.000 στρατιώτες, σηματοδοτεί μια ανησυχητική τάση, κατά μια ανώτερη δυτική κυβερνητική πηγή, την οποία επικαλούνται oi Τάιμς.
Η εν λόγω εξέλιξη υπογραμμίζει την εμφάνιση ενός μπλοκ εξουσίας που αντιτίθεται στη Δύση, ενός μπλοκ που είναι «πρόθυμο να ανταλλάξει ζωές και χρήματα για να σφυρηλατήσει έναν άξονα επιθετικότητας που διακινδυνεύει τα ίδια τα θεμέλια του διεθνούς συστήματος που βασίζεται σε κανόνες», είπε η πηγή, αναφερόμενη σε ένα «θανατηφόρο κουαρτέτο» του Ιράν, της Βόρειας Κορέας, της Ρωσίας και της Κίνας.
Η ίδια πηγή επεσήμανε μια παρόμοια εξέλιξη που είχε προκύψει από τη συνεργασία χωρών που είχαν αυταρχικούς ηγέτες πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εάν τα βορειοκορεατικά στρατεύματα κατευθυνθούν στο μέτωπο για να πολεμήσουν την Ουκρανία, μια τρίτη χώρα θα έχει εισβάλει στο ουκρανικό έδαφος για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου – με το γεγονός να αποτελεί ορόσημο, λένε οι ειδικοί. «Είναι ένα είδος κλιμάκωσης και μας δείχνει μια πολύ σημαντική πτυχή: Οι διεθνείς συγκρούσεις πλησιάζουν πολύ γρήγορα», δήλωσε ο Μπόρις Πιστόριους, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Λονδίνο αυτήν την εβδομάδα.
Η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών του Κιέβου δείχνει ότι η πρώτη παρτίδα των 2.600 πεζικάριων θα μπορούσε να σταλεί για να πολεμήσει την αντεπίθεση της Ουκρανίας στο Κουρσκ το συντομότερο την επόμενη εβδομάδα. Μπορεί η Μόσχα να διαχωρίσει τους Βορειοκορεάτες σε αυτούς που πολεμούν στη Ρωσία για να εκδιώξουν Ουκρανούς και σε εκείνους που πολεμούν στην Ουκρανία. Όποια και αν είναι η περίπτωση, θα πολεμήσουν, και ενδεχομένως θα σκοτώσουν, Ουκρανούς.
Το ερώτημα για τη Νότια Κορέα και τη Δύση είναι τι ακριβώς παρέχει η Ρωσία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας ως αντάλλαγμα.
Η Βόρεια Κορέα στέλνει έως και τέσσερις ταξιαρχίες, μερικές από τις οποίες αποτελούν ειδικές δυνάμεις, για εκπαίδευση στη Ρωσία
Υπάρχουν ανησυχίες ότι η Μόσχα μπορεί να ανταμείψει την Πιονγκγιάνγκ με εξελιγμένες τεχνολογίες όπλων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα πυρηνικά και πυραυλικά της προγράμματα με στόχο τη Νότια Κορέα. Ο Γιουν Σουκ-γέολ, πρόεδρος της Νότιας Κορέας, υποσχέθηκε ότι «δεν θα μείνει αδρανής» σχετικά με την εν λόγω εξέλιξη, την οποία περιέγραψε ως «πρόκληση που απειλεί την παγκόσμια ασφάλεια πέρα από την κορεατική χερσόνησο και την Ευρώπη».
Εάν ο Κιμ Γιονγκ Ουν θέλει να τοποθετήσει βαλλιστικούς πυραύλους στη Ρωσία, θα έλεγε όχι ο Πρόεδρος Πούτιν; Η Νότια Κορέα εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής επιθετικών όπλων στην Ουκρανία, σπάζοντας μια μακροχρόνια πολιτική μη αποστολής θανατηφόρων όπλων σε χώρες που εμπλέκονται σε ενεργές συγκρούσεις.
Παρόλο που μια ουκρανική στρατιωτική πηγή υποβάθμισε την αποτελεσματικότητα των βορειοκορεατικών στρατευμάτων στο πεδίο της μάχης -δεν έχουν εμπειρία μάχης και γνώση του ουκρανικού εδάφους- οι νοτιοκορεατικές μυστικές υπηρεσίες επεσήμαναν πως οι συγκεκριμένες αναπτυσσόμενες μονάδες αποτελούν ειδικές δυνάμεις. Προφανώς ανήκουν στο Σώμα XI της Βόρειας Κορέας, μια αιχμή του δόρατος 18 ταξιαρχιών 200.000 ατόμων του βορειοκορεατικού στρατού που είναι καλά εξοπλισμένη, καλά εκπαιδευμένη, πνευματικά ατσαλωμένη και ειδική σε επιχειρήσεις διείσδυσης σε ξένο έδαφος.
Ο Πούτιν γνωρίζει ότι το ΝΑΤΟ είναι απίθανο να απαντήσει στέλνοντας δικά του στρατεύματα για να πολεμήσουν στην Ουκρανία. Η Βρετανία δεν κατάφερε να πείσει τον Πρόεδρο Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να εκτοξεύσει πυραύλους Storm Shadow εντός της ρωσικής επικράτειας – καθώς φοβάται μια κλιμάκωση.
Με έναν νέο πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το επόμενο έτος, τα αργά αλλά σταθερά κέρδη του Πούτιν στην περιοχή του Ντονμπάς θα μπορούσαν να ισοδυναμούν με μια ουσιαστική νίκη για τη Ρωσία. «Θα μπορούσε να πει κανείς [σε εκείνο το σημείο] ότι η Δύση απέτυχε, και άρα τι σημαίνει αυτό για την Κίνα ή το Ιράν;» είπε στρατιωτική πηγή.
Η Κίνα, έχοντας αντλήσει θάρρος από την αποτυχία της Δύσης να προστατεύσει την Ουκρανία και ούσα πρόθυμη να εκμεταλλευτεί την υπερέκταση του αμερικανικού στρατού, που εμπλέκεται στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να αδράξει την ευκαιρία για να εισβάλει στην Ταϊβάν. Οι ΗΠΑ -και οι Βρετανοί σύμμαχοί τους- θα απαντούσαν.
«Η άποψή μου είναι ότι, σε αντίθεση με οποιοδήποτε στάδιο από την κρίση των πυραύλων της Κούβας πριν από έξι δεκαετίες, η υπόθεση της Ταϊβάν παρουσιάζει πιο πολύ από ποτέ μια πραγματική απειλή μιας άμεσης αντιπαράθεσης υπερδύναμης με υπερδύναμη, χωρίς αντιπροσώπους, καθώς και την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου». προειδοποίησε ο Andrew Roberts, ιστορικός και συν-συγγραφέας του Conflict.
Με τις ΗΠΑ να στρέφουν την προσοχή τους στον Ινδο-Ειρηνικό, το Ισραήλ, το οποίο έχει λάβει στρατιωτική υποστήριξη αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων από τους Αμερικανούς, θα μπορούσε να βρεθεί πιο ευάλωτο σε επιθέσεις από το Ιράν και τους αντιπροσώπους του. Το Ιράν, το οποίο έχει ήδη προμηθεύσει τους Ρώσους με βαλλιστικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη (πιθανώς με αντάλλαγμα μυστικές πληροφορίες και τεχνολογία που σχετίζονται με πυρηνικά όπλα), θα μπορούσε να αποφασίσει να συνεργαστεί περαιτέρω με τη Ρωσία.
Ερωτηθείσα για τον κίνδυνο ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, μια αμερικανική στρατιωτική πηγή περιέγραψε το πώς ο αμερικανικός στρατός έπρεπε κάθε μέρα να «δίνει μεγάλη προσοχή στα ερεθίσματα και τα ατυχήματα που θα μπορούσαν να μας ωθήσουν σε έναν ευρύτερο πόλεμο».
Είπε ότι κάθε περιοχή παρουσίασε «τα δικά της διλήμματα και τους τομείς για λανθασμένους υπολογισμούς», αλλά «προχωρούμε με σκοπό να αποφύγουμε την κλιμάκωση με κύρια προτεραιότητα την αποφυγή της μιας τέτοια εξέλιξης».
Η διατήρηση ανοιχτών στρατιωτικών διαύλων επικοινωνίας με τους αντιπάλους ήταν ζωτικής σημασίας, πρόσθεσε, αναφερόμενη στις κλήσεις μεταξύ του Πενταγώνου, της Ρωσίας και της Κίνας.
Ο Matthew Savill, διευθυντής στρατιωτικών επιστημών στο Royal United Services Institute, είπε ότι πράγματι διακρίνει ένα μονοπάτι που οδηγεί σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά «είμαστε λίγο μακριά ακόμα». Δεν πιστεύει ότι ο εν λόγω άξονας δυνάμεων είχε ένα «μυστικό, κακό σχέδιο» για να αντιμετωπίσει πολεμικά τη Δύση, ωστόσο, πράγματι κινείται προς μια κατεύθυνση αποσταθεροποίησης της Δύσης.
«Αν συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι ο αστυνομικός του πλανήτη, τότε τα προβλήματα συσσωρεύονται και συνδέονται μεταξύ τους. Τώρα [οι δυτικοί] οφείλουν να λάβουν σοβαρές αποφάσεις ιεράρχησης προτεραιοτήτων».
……………………………….
Κίνδυνος για νέα αιματηρά μέτωπα στην Ευρώπη
Οι εξελίξεις στη Μολδαβία, κι ακόμη περισσότερο στη Γεωργία, μια χώρα με στρατηγική σημασία στα σύνορα Ευρώπης και Ασίας, δείχνουν ήδη τις σοβαρές παράπλευρες συνέπειες που έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία για την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου, Euro2day.gr
Πρόκειται για δύο φτωχές χώρες που από χρόνια, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, φιλοδοξούσαν να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δύο χώρες στις οποίες, όμως, υπάρχουν «αυτόνομες» περιοχές με ρωσική στρατιωτική παρουσία. Στη Μολδαβία είναι η καθαρά φιλορωσική Υπερδνειστερία (Transnistria), στη Γεωργία η Αμπχαζία και η Νότιος Οσετία.
Στη Μολδαβία, το πρόσφατο δημοψήφισμα για να ενσωματωθεί η ενωσιακή πορεία με την ΕΕ στο τοπικό Σύνταγμα, παρά τις προβλέψεις για άνετη νίκη, συγκέντρωσε ποσοστό μόλις 50,46%. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε με την ψήφο των ομογενών που ζουν στο εξωτερικό και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του γενικού πληθυσμού (σε αυτούς το ποσοστό του «ναι» κυμάνθηκε πάνω από το 75%), καθώς μεταξύ των κατοίκων της χώρας, το αποτέλεσμα ήταν… αντίθετο.
Η φιλοδυτική πρόεδρος της χώρας Μάγια Σάντμπου (που διεκδικεί ξανά την προεδρία την ερχόμενη Κυριακή, έχοντας λάβει 43% στον πρώτο γύρο) δικαιολόγησε το οριακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μιλώντας για «επίθεση κατά της Δημοκρατίας» και εκτεταμένη εξαγορά ψήφων, με ρωσικό χρήμα.
Το δημοψήφισμα μπορεί να επικυρωθεί ή να ακυρωθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο μέσα στο επόμενο διάστημα, ενώ στο μεταξύ διάχυτη είναι η φημολογία ότι μπορεί να υπάρξουν σοβαρά επεισόδια την επόμενη Κυριακή, οπότε και κρίνεται η ανάληψη της προεδρίας της χώρας.
Πολύ πιο εύφλεκτη εμφανίζεται η κατάσταση στη Γεωργία, μετά τις εκλογές της Κυριακής που έδωσαν την πλειοψηφία με 54% στο κυβερνών κόμμα «Georgia Dream». Οι εκλογές αμφισβητούνται από σχεδόν σύσσωμη την αντιπολίτευση αλλά και την πρόεδρο της χώρας, που καλούν τους πολίτες σε κινητοποιήσεις για την ανατροπή του αποτελέσματος.
Η πρόεδρος Σαλομέ Ζουραμπισβίλι και η αντιπολίτευση έχουν έντονα φιλοδυτικές και αντιρωσικές θέσεις, ενώ το κυβερνών κόμμα κατηγορείται πως παρότι ήταν φιλοδυτικό (με την υποστήριξή του άλλωστε είχε εκλεγεί η πρόεδρος) διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο σε φιλορωσικές αντιλήψεις.
Στην πράξη, αυτές οι παραμεθόριες ευρωπαϊκές χώρες έχουν βρεθεί στις συμπληγάδες μιας επιλογής που μοιάζει πλέον εξαιρετικά επικίνδυνη για τις ίδιες. Με τα τρέχοντα γεωπολιτικά δεδομένα, δεν καλούνται απλώς να κάνουν μια επιλογή οικονομικής ένταξης και συνεργασίας. Καλούνται να υιοθετήσουν ξεκάθαρα αντιρωσική στάση, έχοντας παρακολουθήσει τι συνέβη στην Ουκρανία και την τεράστια καταστροφή που έχει υποστεί από τη ρωσική εισβολή.
Αυτή άλλωστε ήταν και η γραμμή με την οποία κέρδισε τις (αμφισβητούμενες) εκλογές η κυβερνητική παράταξη στη Γεωργία, συνεχίζοντας να δηλώνει ότι είναι υπέρ της ένταξης στην ΕΕ: ότι το «διεθνές κόμμα του πολέμου» και η Ουκρανία επιδιώκουν να ανοίξουν δεύτερο μέτωπο κατά της Ρωσίας, στο έδαφος της Γεωργίας, σε συνεργασία με τους φιλοδυτικούς της αντιπολίτευσης.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι σε πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης, οι περισσότερες των οποίων είναι μέλη της ΕΕ, υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που είτε κυβερνούν (Ουγγαρία, Σλοβακία) είτε έχουν ενισχύσει πολύ τις δυνάμεις τους (Αυστρία, Τσεχία) και δεν θέλουν να πάρουν θέση στη σύγκρουση Ανατολής – Δύσης, ενώ αποστασιοποιούνται από την Ουκρανία.
Το ότι η πρόεδρος της Γεωργίας και τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσβλέπουν σε ένα νέο «Euromaidan», ώστε να πέσει η κυβέρνηση, όπως έπεσε στην Ουκρανία το 2014 (με όλα όμως τα επακόλουθα που αυτό είχε και έχει ως σήμερα), είναι προφανές από την άμεση και έντονη αμφισβήτηση των εκλογών.
Η ίδια η Ζουραμπισβίλι μίλησε τη Δευτέρα για «ειδική επιχείρηση» της Ρωσίας, προκειμένου να εμποδίσει την επικράτηση της αντιπολίτευσης, αλλά παραδέχτηκε ότι είναι δύσκολο να παρουσιαστούν στοιχεία για τη νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, επικαλούμενη ότι το ίδιο έχει συμβεί και σε πολύ ισχυρότερα κράτη, όπως οι ΗΠΑ!
Πολλά θα κριθούν από τη στάση της Ευρώπης και των ΗΠΑ το αμέσως επόμενο διάστημα. Εάν δηλαδή θα προχωρήσουν σε ανοικτή αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, στηρίζοντας την αντιπολίτευση και επιβάλλοντας κυρώσεις. Κάτι που δεν έχουν κάνει μέχρι τώρα οι επίσημοι εκπρόσωποί τους, ούτε οι εκλογικοί παρατηρητές της ΕΕ, παρότι καυτηριάζουν τα κρούσματα παρατυπιών και εκλογικών ανισοτήτων.
Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τους εκπροσώπους διαφόρων χωρών από την περιοχή της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία κ.λπ.), οι κυβερνήσεις των οποίων είναι γενικώς υπέρ της κλιμάκωσης στη σύγκρουση με τη Ρωσία. Ήδη από την Κυριακή, ζητούν από τη Δύση να παρέμβει ενάντια στην κυβέρνηση της Γεωργίας.
Είναι ενδεικτικό του κλίματος γεωπολιτικής πόλωσης ότι οι περισσότερες πρώην σοβιετικές χώρες της Βαλτικής, μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών της Πολωνίας Ράντεκ Σικόρσκι (τον άνθρωπο που έγραψε στο Χ «Thank you America» για την ανατίναξη του αγωγού Nord Stream), αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα ανοικτά, λίγες ώρες μετά τις εκλογές, ενώ από την άλλη πλευρά, Ουγγαρία, Αρμενία αλλά και Αζερμπαϊτζάν έσπευσαν να συγχαρούν για τη νίκη του το κυβερνών κόμμα της Γεωργίας.
Εντέλει τη Δευτέρα, 13 από τις 27 χώρες της ΕΕ έβγαλαν μέσω υπουργών τους κοινό ανακοινωθέν που εμμέσως πλην σαφώς στηρίζει την αντιπολίτευση στη Γεωργία. Απείχαν από την κίνηση αυτή 14 χώρες, μεταξύ των οποίων Ελλάδα, Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία και Σλοβενία.
Σε κάθε περίπτωση, το ρήγμα μεγαλώνει και γίνεται ολοένα βαθύτερο, απειλώντας να διχάσει εκ νέου τη Γηραιά Ηπειρο. Μόνο που αυτή τη φορά οι διαχωριστικές γραμμές είναι πιο σύνθετες από το κομμουνισμός-καπιταλισμός του παρελθόντος, ή τη μάχη κατά του ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφορούν διαφορετικές κουλτούρες και πολιτικές αντιλήψεις, συχνά διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες και ιστορικές παραδόσεις.
Ο ρόλος των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ και τα γεράκια της Ευρώπης
Στις ΗΠΑ όλοι ασχολούνται αυτές τις μέρες με την επικείμενη εκλογή προέδρου. Αυτό που δεν συζητείται, παρότι ολοφάνερο ακόμη και στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, είναι η διάβρωση του Δημοκρατικού κόμματος στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής, από τους «νεοσυντηρητικούς» που κάποτε κυριαρχούσαν στις διοικήσεις των ρεπουμπλικανών.
Πρόκειται για μια σειρά από προβεβλημένα πρόσωπα που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην προώθηση της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ, κατά την προεδρία του υιού Μπους το 2003, ένα από μεγαλύτερα λάθη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι ένας και δύο, είναι πολλοί.
Ο ιδεολογικός «ιερέας» του νεοσυντηρητισμού Ρόμπερτ Κέιγκαν (που παραιτήθηκε πρόσφατα από τη Washington Post διότι η εφημερίδα δεν στήριξε επίσημα την Κάμαλα Χάρις) και η σύζυγός του Βικτόρια Νούλαντ, σύμβουλος ασφαλείας του ρεπουμπλικανού αντιπροέδρου Τσέινι το 2003-2005, υφυπουργός Εξωτερικών επί Ομπάμα αλλά και Μπάιντεν και πρόσωπο-κλειδί των εξελίξεων στην Ουκρανία από το 2014 και μετά.
Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, η κόρη του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι, Λιζ, που έφυγε από τους ρεπουμπλικανούς και στηρίζει Χάρις, καθώς και άλλοι λιγότερο γνωστοί στην Ελλάδα, που ως κοινό σημείο πολιτικής έχουν τον «παρεμβατισμό» και την «εξαιρετικότητα» των ΗΠΑ, με αποστολή την προώθηση της φιλοδυτικής δημοκρατίας ανά τον κόσμο, ακόμη και με τα όπλα.
Παρότι το μοντέλο αυτό αποδείχτηκε αποτυχημένο σε μια σειρά από μέτωπα, από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη, οι ίδιοι θεωρούν πως η αποστολή τους πρέπει να συνεχιστεί. Συνοδοιπόροι τους έχουν βρεθεί τα «γεράκια» των Βαλτικών κρατών, αλλά και ιδεολόγοι «πράσινοι», κάποτε φιλειρηνιστές της Ευρώπης, όπως η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ.
Το πρόβλημα για την Ενωμένη Ευρώπη είναι διττό. Αφενός, οι συγκρούσεις (σήμερα μία, αύριο ίσως περισσότερες) αφορούν περιοχές στη δική της ήπειρο, άρα εκείνη υφίσταται τις επιπτώσεις. Κι από την άλλη, η εξάρτησή της από την αμυντική ισχύ των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις θέσεις ορισμένων μελών της όπως οι χώρες πέριξ της Βαλτικής, την καθιστούν παρακολούθημα των διαθέσεων της αμερικανικής πολιτικής.
Πρόκειται για εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, ανεξάρτητα από την έκβαση των εκλογών στις ΗΠΑ. Όπως έχει δείξει η περίπτωση της Ουκρανίας, το ξεκίνημα μιας σύγκρουσης είναι πάντα πολύ πιο εύκολο από τη λήξη της, ενώ οι συνέπειες μπορεί να είναι βαρύτατες. Ακόμη περισσότερο όταν ο βασικός αμυντικός εταίρος σου είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σου μεταβιβάσει το ουσιαστικό βάρος προηγούμενων αποφάσεων, στις οποίες, όμως, εκείνος είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Σε αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι οι δύο σημαντικότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γερμανία και Γαλλία, βρίσκονται με αδύναμες πολιτικές ηγεσίες, αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή πολιτική στα χέρια της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία έδωσε σχεδόν όλα τα κρίσιμα πόστα της Κομισιόν σε πολιτικούς χωρών της Βαλτικής, μπορεί να αποβεί καθοριστικό,
Οι εξελίξεις στη Γεωργία, ενδεχομένως και στη Μολδαβία το επόμενο διάστημα, ίσως αποτελέσουν ένα πρώτο δείγμα των νέων κινδύνων που ελλοχεύουν.
ΥΓ: Οι πληροφορίες για πιθανή εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων της Βορείου Κορέας στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ, στην οποία εισέβαλε προ μηνών η Ουκρανία, αν επιβεβαιωθούν, θα δώσουν νέα, ακόμη πιο διεθνοποιημένη διάσταση στη σύρραξη. Οι αριθμοί στρατιωτών που συζητούνται (περίπου 12.000) είναι περιορισμένοι για να έχουν σοβαρή στρατιωτική επίδραση στη γενικότερη σύγκρουση. Το ότι οι δυνάμεις αυτές θα εμπλακούν αποκλειστικά στο Κουρσκ, δηλαδή σε μέτωπο στο οποίο η Ρωσία αμύνεται εντός του εδάφους της, έχει τυπική σημασία, με βάση τις μεταξύ τους συμμαχικές συμφωνίες άμυνας. Το μήνυμα όμως προς τη Δύση είναι ξεκάθαρο. Και δεν είναι μήνυμα διαθέσεων υποχώρησης.