Ελλάδα δύο ταχυτήτων στα στεγαστικά δάνεια

Ελλάδα δύο ταχυτήτων στα στεγαστικά δάνεια
62 / 100

Για την «Ελλάδα των 2 ταχυτήτων» κάνουν λόγο οι τραπεζίτες, βλέποντας πώς διαγράφεται το τοπίο τα χρόνια μετά τη πανδημία. Η συνεχής άνοδος των επιτοκίων μέχρι τη σταθεροποίησή της και την έναρξη αντίστροφης πορείας που εγκαινιάστηκε φέτος το καλοκαίρι με την αρχή ενός νέου γύρου αποκλιμάκωσης, πρώτη φορά μετά το 2019, αποτελεί τη βασική αιτία για τη διαμόρφωση αυτής της εικόνας.

Από το powergame.gr

Στην Ελλάδα του σήμερα, οι ταχύτητες είναι δύο, όπως διαπιστώνουν στις τράπεζες τα αρμόδια στελέχη, βλέποντας σε καθημερινή βάση το προφίλ και τη συναλλακτική συμπεριφορά του κοινού, ως προς τις καταθέσεις αλλά και τα δάνειά του. Αν θέλει κάποιος να προσδιορίσει αυτές τις δύο ταχύτητες, όπως σκιαγραφεί σχετικά το τοπίο ανώτατος τραπεζικός παράγοντας, θα χωρίσει το ελληνικό κοινό σε δύο πόλους:

Σε αυτούς που ζουν στη λογική του «τόσο – όσο», που με δυσκολία προσπαθούν να συγκεντρώσουν ένα απόθεμα αποταμίευσης και που έχουν χαμηλώσει τις προσδοκίες αναφορικά με τον δανεισμό τους -με τα δάνεια να αποτελούν μονόδρομο για κάθε ανάγκη πέραν του μηνιαίου οικογενειακού προϋπολογισμού.

Σε αυτούς που ζουν σε καθεστώς άπλετης ρευστότητας και που έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιούν με ίδια κεφάλαια τις ανάγκες τους, στέγασης, επενδυτικές ακόμη και επιχειρηματικές. Είναι η «ομάδα των μετρητών», που σε μια μεγάλη πλειοψηφία αγοράζει ακίνητα απολύτως τοις μετρητοίς. Μια συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό της ζήτησης για δάνεια να βαίνει μειούμενο.

Δύο «παράλληλοι» κόσμοι στα στεγαστικά δάνεια
Ο χώρος της στεγαστικής πίστης είναι αρκετά πρόσφορος για να αποτυπώσει αυτήν την εικόνα. Το ενδιαφέρον για νέα στεγαστικά παραμένει υποτονικό και κυρίως εξαντλείται στο επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου», το οποίο εν τέλει συμπαρασύρει προς τα πάνω και τη συνολική ζήτηση, με αποτέλεσμα να μην απειλούνται οι στόχοι πιστωτικής επέκτασης για φέτος. Το αντίθετο μάλιστα.

Όμως, η καθαρή ζήτηση νέων στεγαστικών προέρχεται από ιδιώτες και οικογένειες που πληρούν τα κριτήρια του «Σπίτι μου» και που βασίζονται σε επιδότηση επιτοκίου και σε άτοκο ποσοστό. Άρα, εκφράζουν μια συγκεκριμένη οικονομικά κοινωνική ομάδα, η οποία εκτός ενός επιδοτούμενου προγράμματος, θα είχε ένα πολύ φειδωλό ενδιαφέρον για να λάβει δάνειο στέγης.

Στο πλαίσιο αυτό, έχει μεγάλη σημασία το πόσο έχουν χαμηλώσει τις προσδοκίες τους για το ύψος δανείου τα μέσα νοικοκυριά, επιλέγοντας ένα πιο «γήινο» ως προς τους όρους δάνειο. Σήμερα, ο μέσος όρος των νέων δανειοληπτών κάνει αίτηση για δάνειο που να αντιστοιχεί στο 62% της αξίας του ακινήτου, όταν λίγα χρόνια νωρίτερα, ήταν στο 80%. Τραπεζικοί παράγοντες ερμηνεύουν αυτήν την αλλαγή στο ότι τόσο η πανδημία, όσο και μετέπειτα ο περιορισμός του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος έκανε τους δανειολήπτες να γίνουν πιο συντηρητικοί στις απαιτήσεις τους. Έχει πέσει ο μέσος όρος δανείου και έχει αντίστοιχα επιμηκυνθεί η μέση διάρκεια εξόφλησης.

Την ίδια στιγμή, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που αγοράζει κατοικίες και άλλα ακίνητα απολύτως τοις μετρητοίς. Μάταια οι τράπεζες προσπαθούν να τους κάνουν πελάτες τους στο κομμάτι της χρηματοδότησης -ενώ τους έχουν ήδη στο wealth & asset management ή στο επίλεκτο corporate χαρτοφυλάκιο. «Τους κυνηγάμε να τους δανείσουμε» όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά «αλλά δεν θέλουν καν τη συνδυαστική λύση ενός χαμηλότοκου δανείου με την ταυτόχρονη επένδυση της διαθέσιμης ρευστότητας, η οποία δεν θα αναλωθεί σε μια εφάπαξ συναλλαγή αγοράς με μετρητά».

Το παράδοξο
Με αυτό τον τρόπο βέβαια, οι κατέχοντες ρευστότητα «εκμεταλλεύθηκαν» τη συγκυρία της ανόδου επιτοκίου με τον πιο έξυπνο τρόπο: δεν έλαβαν δάνειο και όσοι πάλι, είχαν παλαιότερη οφειλή, προέβησαν στην πρόωρη αποπληρωμή της. Η ευχέρεια των διαθεσίμων αποτέλεσε «ασπίδα» στην αύξηση του κόστους χρήματος και αυτό δημιούργησε και το φαινόμενο των πρόωρων, αλλά και έγκαιρων μαζικών αποπληρωμών, που με τη σειρά της επηρέασε τα υπόλοιπα των δανείων.

Εξ ου και το παράδοξο των αυξημένων νέων εκταμιεύσεων και των μειωμένων υπολοίπων στεγαστικών, που συνδυαστικά με τη χαμηλή ζήτηση για δάνεια στέγασης, δημιουργούν αναχώματα στον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης της στεγαστικής πίστης.