ΔΕΔ: Μόλις το 11% των προσφυγών γίνονται δεκτές!
 
                    Η Διοικητική Επίλυση Φορολογικών Διαφορών παραμένει δυσπρόσιτη για τους φορολογουμένους, με την πλειονότητα των προσφυγών να απορρίπτεται
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αποτελεί το πρώτο διοικητικό βήμα για τους φορολογουμένους που επιθυμούν να αμφισβητήσουν πράξεις της φορολογικής διοίκησης. Ωστόσο, τα στοιχεία του Αυγούστου 2025 δείχνουν ότι η πιθανότητα ευνοϊκής έκβασης για τον προσφεύγοντα παραμένει περιορισμένη.
Συγκεκριμένα, από τις 181 υποθέσεις που ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο, μόλις 18 έγιναν δεκτές, εν όλω ή εν μέρει, ενώ οι υπόλοιπες 161 απορρίφθηκαν. Το ποσοστό αποδοχής προσφυγών διαμορφώθηκε στο 11%, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή τάση των τελευταίων μηνών. Παράλληλα, δεν καταγράφηκαν περιπτώσεις σιωπηρής απόρριψης, καθώς όλες οι υποθέσεις εξετάστηκαν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, με το ποσοστό ολοκλήρωσης να φτάνει το 100%.
Η ΔΕΔ δέχθηκε συνολικά 495 νέες υποθέσεις τον Αύγουστο, εκ των οποίων οι 476 αφορούσαν ενδικοφανείς προσφυγές και οι 19 αιτήματα αναστολής πληρωμής. Οι εκκρεμείς υποθέσεις αυξήθηκαν, φτάνοντας τις 5.271 στο τέλος του μήνα, έναντι 4.977 στην αρχή. Η αύξηση αυτή υποδηλώνει ότι ο ρυθμός εισόδου νέων προσφυγών υπερβαίνει τον ρυθμό ολοκλήρωσης, γεγονός που εντείνει τον φόρτο εργασίας της υπηρεσίας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι περίπου το 40% των αποφάσεων της ΔΕΔ που ολοκληρώνονται προσβάλλονται τελικά στα διοικητικά δικαστήρια, γεγονός που καταδεικνύει το υψηλό ποσοστό διαφωνίας των φορολογουμένων με τις εκδιδόμενες αποφάσεις. Παρότι η ΔΕΔ λειτουργεί με στόχο την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ταχύτερη επίλυση διαφορών, η περιορισμένη αποδοχή προσφυγών και η διατήρηση της θέσης της φορολογικής διοίκησης στις περισσότερες περιπτώσεις δημιουργούν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού.
Η διοικητική επίλυση διαφορών είναι ένα κρίσιμο εργαλείο για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας στη φορολογική διαδικασία. Ωστόσο, η χαμηλή αποδοχή προσφυγών και η αυξανόμενη συσσώρευση εκκρεμοτήτων δείχνουν ότι απαιτούνται βελτιώσεις τόσο στη διαδικασία όσο και στην προσβασιμότητα για τους φορολογουμένους.
 
               
           
           
           
           
             
             
             
             
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
       
      