Οι σύγχρονοι αιχμάλωτοι του χρέους
Η αόρατη φυλακή που βιώνουν οι Έλληνες. Τα χρέη πνίγουν τα όνειρα, αλλά και τις καθημερινές τους ανάγκες.
Δεν περίμενε κανείς τα επίσημα στοιχεία για να το διαπιστώνει, ωστόσο τα νούμερα είναι σοκαριστικά. Οι μισοί σχεδόν Έλληνες αγκομαχούν σε διάφορα ληξιπρόθεσμα χρέη, ενώ και η εφορία αντιμετωπίζει μια έκρηξη οφειλών. Κι αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι γύρω μας επιβιώνουν σε μια αόρατη φυλακή, που εγκλωβίζει το παρόν και το μέλλον τους, ακυρώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, παγιδεύει τη ζωή των ίδιων και των παιδιών τους.
Πριν λίγες μέρες η Eurostat ανακοίνωσε ότι το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας μειώθηκε κατά μέσο όρο δύο μονάδες στα κράτη – μέλη της Ε.Ε., στοιχείο που δείχνει ότι οι πολίτες βλέπουν τη ζωή τους να βελτιώνεται. Ποια χώρα έχει και πάλι τη θλιβερή πρωτιά με τους πολίτες της να μην βλέπουν φως. Η δικιά μας και μάλιστα βρίσκεται πολύ μακριά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους – ακόμα κι από τη χώρα που εμφανίζεται δεύτερη στην κατάταξη.
- 17,4% των Ευρωπαίων νοιώθουν φτωχοί
- 66,8% των Ελλήνων δηλώνουν φτωχοί
- 37,4% των Βούλγαρων
- 7,3% των κατοίκων των Κάτω Χωρών και της Γερμανίας
Μια πολύ εύκολη ανάγνωση για την κυβέρνηση είναι το συνεχώς αναπαραγώμενο επιχείρημα ότι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας δεν μετράει εισοδήματα, αλλά την αίσθηση που έχουν οι πολίτες για το αν τα βγάζουν πέρα. Πρόκειται για την κατά Άδωνι Γεωργιάδη, εθνική μας μιζέρια, χρήματα έχουμε όλοι δηλαδή, αλλά μας αρέσει να γκρινιάζουμε. Μοιάζει πολύ ωραίο και θα γιατρευόταν με ένα botox και την σωστή κρέμα ημέρας, όπως κάνει ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ωστόσο η πραγματικότητα είναι πιο πεισματάρα και δεν «χωράει» στην φιλοκυβερνητική ερμηνεία της.
- 5,7 δισ. ευρώ είναι οι απλήρωτοι φόροι από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2025.
- 3.973.220 φυσικά και νομικά πρόσωπα χρωστούν στην Εφορία
- 2.262.821 αντιμετωπίζουν απειλή κατάσχεσης.
Ωστόσο δεν είναι μονάχα τα χρέη προς την εφορία που αδυνατούν να εξοφλήσουν οι πολίτες. Σχεδόν ολόκληρος ο βίος τους έχει γίνει αβίωτος – κι αυτό δεν το λέει η αντιπολίτευση, ούτε κανένας… μίζερος, αλλά η Eurostat, η οποία καταγράφει και άλλη «μαύρη» πρωτιά για τη χώρα μας.
42,8% των ελληνικών νοικοκυριών είχε το 2024 ληξιπρόθεσμες οφειλές για ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας ή για δόσεις αγορών.
18,7% είναι το αντίστοιχο ποσοστό στη χώρα που έρχεται δεύτερη, την Βουλγαρία και 15,3% στην Ρουμανία.
Όταν μιλάμε για ληξιπρόθεσμες οφειλές συνήθως παραθέτουμε στοιχεία και σπάνια μιλάμε για τους ανθρώπους που ζουν με ένα χρέος. Όπως ο Πέτρος, που στα 51 του χρόνια δεν έχει πάρει ακόμα ανάσα από τα χρέη που συσσώρευσε στα χρόνια της κρίσης, όταν έμεινε άνεργος για σχεδόν 4 χρόνια. Κι όταν αργότερα βρήκε δουλειά, ο μισθός του δεν ξεπερνούσε τα 800 ευρώ. Οπότε στα χρέη του προς την εφορία και τις πιστωτικές συσσωρεύτηκαν και χρέη προς τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που νοικιάζει. Κι έπειτα κι άλλα χρέη σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.

«Σε τρώει σαν σαράκι», λέει ο Πέτρος όταν τον ρωτάμε πως επιβιώνει τόσα χρόνια με μια θηλιά στο λαιμό. «Λίγο- λίγο τρώει από σένα, από τις αντοχές σου, τις άμυνές σου, τη διάθεσή σου. Κάποια στιγμή αυτό θα φανεί στις σχέσεις σου με τους άλλους ανθρώπους, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο. Υπάρχουν στιγμές που φανταζόμουν ότι κέρδισα το λαχείο και κατάφερα να απαλλαγώ από τα χρέη. Άλλες στιγμές όλο αυτό έρχεται και με πλακώνει στο στήθος. Νομίζω ότι είναι σαν να ζεις με μια μακροχρόνια ανίατη ασθένεια που πρέπει να μάθεις να συμβιώνεις μαζί της. Και προφανώς όλο αυτό μπορεί να σου βγει σε ψυχοσωματικά, εμένα τουλάχιστον έτσι μου βγήκε. Οπότε για ν’ απαντήσω στην ερώτηση, αυτό που κοιτάζεις είναι το σήμερα και όχι το αύριο. Δεν έχεις περιθώρια να σκέφτεσαι το μέλλον».
- 18,9% των πολιτών αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2023, 19,6% το 2024
- 13,5% ζούσαν σε συνθήκες υλικής και κοινωνικής στέρησης το 2023, 14,0% το 2024.
Τα χρέη, η φτώχεια και η στέρηση «τρώνε» το μέσα μας κι αυτό δεν φαίνεται μονάχα στα στατιστικά δεδομένα για τις υλικές συνθήκες, αλλά και σε μια σειρά από δημοσκοπήσεις που καταγράφουν όλα τα «μαύρα» συναισθήματα που κατακλύζουν τον λαό. Πως «διαβάζει» αυτό το momentum η Λουκία Κοτρωνάκη, Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας και διδάσκουσα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης;
«Αναμφιβόλως, διανύουμε καιρούς όπου οι πλούσιοι γίνονται λιγότεροι (και περισσότερο πλούσιοι) και οι φτωχοί περισσότεροι – και περισσότερο φτωχοί. Αυτή η χωρίς όρια και όρους ένταση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ ολοένα και περισσότερο πλούσιων και περισσότερων ανθρώπων που εξαναγκάζονται να ζουν σε ολοένα και πιο δυσμενείς συνθήκες (υλικής και συμβολικής) αποστέρησης δεν μπορεί παρά να διογκώνει το αίσθημα της «υποκειμενικής φτώχιας». Διότι η φτώχια δεν είναι «αντικειμενική». Δεν αφορά όλους εξίσου», μας λέει η κα Κοτρωνάκη.
Όπως εξηγεί, «η φτώχεια δεν αφορά εξίσου τις εγχώριες πολιτικές εκχυδαϊσμένες απομιμήσεις του χυδαίου πλανητάρχη με τον «κυρίαρχο λαό» της εργασιακής γαλέρας του 13ώρου. Δεν αφορά όμως και δεν επιμερίζεται ισομερώς στο υποτιθέμενο «συμπαγές και καθολικό σώμα» του «κυριάρχου λαού»: υπάρχουν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν τον «ιδιωτικό στρατό των επωφελούμενων» αυτού του καθεστώτος φαυλότητας και διασπάθισης διαθέσιμων πόρων (βλ. σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ) και εκείνες οι ευρύτερες ομάδες των εργαζομένων που βιώνουν το διαρκές στρες του καθημερινού μόχθου και αδυνατούν να διακρίνουν μια θεσμική έξοδο κινδύνου απ’ αυτή τη στενωπό. Αν συνυπολογιστεί στην παραπάνω μηχανική κοινωνικής θέσμισης και το ανησυχητικά χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης στους θεσμούς (πολιτικά κόμματα, δικαιοσύνη, κοκ) καθώς και η ανυπαρξία δυνάμεων αντιπολίτευσης – και άρα και εναλλαγής στην εξουσία – ικανών στο να εισηγηθούν μια αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική και διαχείριση των κοινωνικών ανισοτήτων η προοπτική μιας σχετικά ανώδυνης μετάβασης σε μια «θετική» πρόσληψη του μέλλοντος καθίσταται έωλη. Η δυσαρέσκεια δεν θεραπεύεται ούτε με νουθεσίες, ούτε με το κατάλληλο life coaching. Μετατρέπεται σε εύφλεκτο υλικό και οδηγεί σε απρόβλεπτες εκρήξεις».

Από το πολιτικό πεδίο και την κοινωνία μέχρι την ψυχή του καθενός μας, η φτώχεια τρώει τα σωθικά αυτής της χώρας. Η ετήσια Έκθεση για τη Φτώχεια που βγήκε πριν λίγες μέρες είναι συγκλονιστική. Τι τεκμηριώνει; Πως «η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίμονες, εξελισσόμενες και αναδυόμενες μορφές φτώχειας. Η αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων είναι η χαμηλότερη της Ευρώπης. Το σύστημα φορολόγησης επιβαρύνει δυσανάλογα τα οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά. Οι κοινωνικές πολιτικές που εφαρμόζονται για τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς δεν καταφέρνουν να τους βγάλουν από τη φτώχεια (…)
Τα ανησυχητικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ των τελευταίων ετών σε θέματα ανεργίας, παιδικής φτώχειας, γυναικών και κοινωνικού αποκλεισμού, γεωγραφικών ανισοτήτων, κλπ αποτελούν σημαντικές ενδείξεις ότι η χώρα δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει μέχρι στιγμής βασικούς στόχους αντιμετώπισης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ευάλωτων ομάδων».
Με απλά λόγια θα μας τα πει όλα αυτά η Χρυσάνθη, που στα 45 της με ένα διδακτορικό, ένα μεταπτυχιακό και πτυχία σε δύο ξένες γλώσσες εργάζεται ως ελεύθερη επαγγελματίας – τα μηνιαία έσοδά της αυτήν την περίοδο φτάνουν τα 1.500 ευρώ. «Κανένας δεν θα φανταζόταν πως είμαι φτωχή κι όταν ακούς 1.500 ευρώ, μπορεί και να σκεφτεί κανείς πως κάνω ζωάρα. Όταν δίνω ωστόσο 254 ευρώ για την ασφάλισή μου, 400 ευρώ για το ενοίκιο, όταν οι λογαριασμοί μου φτάνουν τα 200 και το σούπερ μάρκετ μου τα 250 ευρώ, αντιλαμβάνεστε πως μου μένουν για να κάνω όλα τα υπόλοιπα… 396 ευρώ. Για να πάω σε έναν οδοντίατρο ή για να αντιμετωπίσω μια βλάβη στο σπίτι ή για να ντυθώ ή για να κάνω κάτι για ‘μένα. Δεν θεωρούμαι επουδενί φτωχή και δεν παραπονιέμαι κιόλας, αλλά, αναγκαστικά, χρωστάω κι εγώ – άλλοτε στο ασφαλιστικό ταμείο κι άλλοτε στην εφορία, άλλοτε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού κι άλλοτε στους γονείς μου, που είναι ακόμα και τώρα το στήριγμά μου. Χρωστάω γιατί απλά δεν βγαίνω, όχι γιατί θέλω. Είναι εντελώς αναξιοπρεπής η συνθήκη ζωής που έχω βρεθεί, όπως αναρίθμητοι άνθρωποι της γενιάς μου.Κι αναρωτιέμαι, πως τα βγάζουν πέρα οι άνθρωποι που έχουν πιο χαμηλούς μισθούς; Πως την παλεύουν όσοι έχουν παιδιά; Και γιατί δεν κάνουμε κάτι όλοι μαζί για αυτό που βιώνουμε; Μέχρι πότε θα αγκομαχάμε και θα αντέχουμε; Πότε θα ζήσουμε;»