Φωτιά έχουν πάρει οι μεταβιβάσεις ακινήτων
Φωτιά στην ελληνική αγορά ακινήτων – Συνολικά 33.171 μεταβιβάσεις συνολικής αξίας 3,048 δισ. ευρώ μόνο το 2024
Η ελληνική αγορά ακινήτων το 2024 παρουσιάζει δυναμική ανάπτυξη, τροφοδοτούμενη από έντονη ζήτηση και σημαντικές διακυμάνσεις τιμών που ενισχύουν με φοροέσοδα τα κρατικά ταμεία.
Η αυξημένη κινητικότητα στις αγοραπωλησίες εκτιμάται σε πάνω από 33.171 μεταβιβάσεις συνολικής αξίας 3,048 δισ. ευρώ. Ο Δήμος Αθηναίων κατέχει την πρωτοκαθεδρία, καταγράφοντας 4.586 μεταβιβάσεις αξίας 383,6 εκατ. ευρώ.
Αυτή η αναπτυξιακή πορεία οφείλεται στη διαρκή ζήτηση, τόσο από την εγχώρια όσο και την ξένη αγορά, με επενδυτές που επιδιώκουν να επωφεληθούν από την ανερχόμενη αξία της αγοράς ακινήτων και την άνοδο των εμπορικών τιμών. Παράλληλα, η ανοδική πορεία στις μεταβιβάσεις ακινήτων συμβάλλει στην αύξηση των φορολογικών εσόδων από τους σχετικούς φόρους.
Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) σημειώνει ότι τα έσοδα από φόρους μεταβίβασης ακινήτων για το εννεάμηνο του 2024 ανήλθαν σε 341,64 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 21,2% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, όπου τα έσοδα είχαν ανέλθει σε 281,9 εκατ. ευρώ. Η μεγαλύτερη πηγή εσόδων προέρχεται από τις αγοραπωλησίες κατοικιών, οικοπέδων και αγροτεμαχίων. Οι γονικές παροχές και οι δωρεές παρουσιάζουν επίσης δυναμική αύξηση, ενισχυόμενες από την αναπροσαρμογή του αφορολόγητου στα 800.000 ευρώ για τους συγγενείς πρώτης κατηγορίας, δηλαδή συζύγους, πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, παιδιά, εγγόνια και γονείς.
Τα έσοδα από αυτούς τους φόρους έφτασαν τα 170,12 εκατ. ευρώ, έναντι 148,59 εκατ. ευρώ που εισπράχθηκαν την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Για τον Σεπτέμβριο μόνο, τα έσοδα από γονικές παροχές και δωρεές ανήλθαν σε 17,32 εκατ. ευρώ, ενώ τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους τα έσοδα ήταν 15,92 εκατ. ευρώ.
Αυξημένη κινητικότητα
Η αυξανόμενη κινητικότητα στην αγορά ακινήτων φέρνει στο προσκήνιο την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, παρά τις έντονες αποκλίσεις μεταξύ των αντικειμενικών και εμπορικών τιμών στις περιοχές υψηλής ζήτησης. Ενδεικτικά, στο Κολωνάκι, όπου η ζήτηση παραμένει υψηλή, ένα διαμέρισμα 180,66 τ.μ., που κατασκευάστηκε το 1950, πωλήθηκε για 1,2 εκατ. ευρώ ή 6.642 ευρώ ανά τ.μ., ενώ η αντικειμενική αξία της περιοχής είναι 4.150 ευρώ ανά τ.μ.
Παρόμοια κινητικότητα καταγράφεται και στα Εξάρχεια, όπου διαμέρισμα 119 τ.μ., κατασκευής 1967, πωλήθηκε για 405.000 ευρώ ή 3.403 ευρώ ανά τ.μ., με την αντικειμενική του αξία να είναι μόλις 2.200 ευρώ ανά τ.μ. Τέτοιες περιπτώσεις υπογραμμίζουν την απόκλιση των τιμών και τη σταθερή επενδυτική ζήτηση, ειδικά στις αστικές περιοχές και τα προάστια, όπως η Γλυφάδα.
Η έντονη κινητικότητα στην κτηματαγορά επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του Μητρώου Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων. Η μέση αξία των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν έως τις αρχές Νοεμβρίου ανέρχεται σε 91.893 ευρώ. Αναλυτικότερα, τα συμβόλαια δείχνουν ότι οι μεταβιβάσεις περιλαμβάνουν 16.999 διαμερίσματα αξίας 1,699 δισ. ευρώ, με τη μέση αξία να φτάνει τα 99.953 ευρώ.
Επίσης, πραγματοποιήθηκαν 3.292 μεταβιβάσεις μονοκατοικιών αξίας 334 εκατ. ευρώ, με τη μέση αξία να ανέρχεται στα 101.502 ευρώ. Τα οικόπεδα που μεταβιβάστηκαν ανέρχονται σε 5.498 συνολικής αξίας 636,9 εκατ. ευρώ, με μέση τιμή 115.864 ευρώ, ενώ 1.479 θέσεις στάθμευσης πωλήθηκαν συνολικής αξίας 14,8 εκατ. ευρώ ή 10.048 ευρώ κατά μέσο όρο.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς ενισχύεται από την προσωρινή διατήρηση των χαμηλών αντικειμενικών αξιών και του «παγώματος» του ΦΠΑ 24% για τις μεταβιβάσεις έως το 2025. Αυτά τα μέτρα αποσκοπούν στη διατήρηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει είσπραξη 570 εκατ. ευρώ από αγοραπωλησίες ακινήτων και 235 εκατ. ευρώ από γονικές παροχές, δωρεές και κληρονομιές. Έτσι, η ελληνική αγορά ακινήτων προβλέπεται να παραμείνει ζωηρή και κατά τους επόμενους μήνες, διατηρώντας το ενδιαφέρον των επενδυτών σταθερό και ενισχύοντας περαιτέρω τη συνολική οικονομική δραστηριότητα.