Οπλοστάσιο κερδοσκοπίας…
Οι εργολάβοι του Πενταγώνου καρπώθηκαν συμβάσεις 2,4 τρισ. δολαρίων, περίπου δηλαδή το 54% των ύψους 4,4 τρισ. δολαρίων διακριτικών δαπανών αυτού την τελευταία πενταετία ● Μόνο πέντε εταιρείες απόλαυσαν συμβάσεις συνολικού ύψους 771 δισ. δολαρίων
Την τεράστια, αυξανόμενη δύναμη του «νέου» στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ σε μια περίοδο που ο αυταρχισμός, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι συγκρούσεις οξύνονται παγκοσμίως, αναδεικνύει μια νέα μελέτη που έβαλε στο μικροσκόπιό της τις δαπάνες και τις συμβάσεις του αμερικανικού Πενταγώνου.
Η έκθεση της Σχολής Διεθνών και Δημοσίων Υποθέσεων Watson του Πανεπιστημίου Brown (Costs of War Project) και του Ινστιτούτου Υπεύθυνων Πολιτικών Quincy αποκαλύπτει ότι από το 2020 έως το 2024, οι ιδιωτικές εταιρείες-εργολάβοι του Πενταγώνου καρπώθηκαν συμβάσεις 2,4 τρισ. δολαρίων, περίπου δηλαδή το 54% των ύψους 4,4 τρισ. δολαρίων διακριτικών δαπανών του αμερικανικού υπουργείου σε αυτή την περίοδο.
Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ετών, μόνο πέντε εταιρείες όπλων –Lockheed Martin, RTX (πρώην Raytheon), Boeing, General Dynamics και Northrop Grumman– απόλαυσαν συμβάσεις συνολικού ύψους 771 δισ. δολαρίων.
Ποσό υπερδιπλάσιο όσων δαπάνησαν οι αμερικανικές κυβερνήσεις στην ίδια περίοδο για διπλωματία, ανάπτυξη και ανθρωπιστική βοήθεια στον υπόλοιπο κόσμο.

Πρόσθετα έσοδα
«Τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν μια συνεχή και μαζική μεταφορά πλούτου από τους φορολογούμενους για τη χρηματοδότηση του πολέμου και της κατασκευής όπλων», υπογράμμισε σε δηλώσεις η επικεφαλής του πρότζεκτ Costs of War της Σχολής Watson, Stephanie Savell. «Αυτό δεν είναι ένα οπλοστάσιο δημοκρατίας – είναι ένα οπλοστάσιο κερδοσκοπίας», πρόσθεσε επισημαίνοντας ότι «η αξιολόγηση της ανόδου του αυταρχισμού στις ΗΠΑ και σε όλο το κόσμο θα πρέπει να λάβει υπόψη της αυτή την τεράστια και αυξανόμενη δύναμη της βιομηχανίας όπλων».
Η έκθεση τονίζει ότι οι μεταβιβάσεις όπλων-ρεκόρ των τελευταίων ετών έχουν ενισχύσει περαιτέρω τα κέρδη των εταιρειών όπλων. «Αυτές οι εταιρείες έχουν επωφεληθεί από δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής βοήθειας προς το Ισραήλ και την Ουκρανία, η οποία πληρώθηκε από τους Αμερικανούς φορολογούμενους.
Μόνο στο πρώτο της έτος, η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ ήταν πάνω από 18 δισ. δολάρια, ενώ η αντίστοιχη προς την Ουκρανία μεταξύ 2022 και 2025 αγγίζει τα 65 δισ. δολάρια.
Επιπλέον, η αύξηση των πωλήσεων όπλων με χρηματοδότηση από το εξωτερικό σε Ευρωπαίους συμμάχους, που πληρώθηκαν από τα κράτη-αποδέκτες –πάνω από 170 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για το 2023 και το 2024–, έχει παράσχει πρόσθετα έσοδα στους εργολάβους όπλων πέραν όσων κερδίζουν απευθείας από το Πεντάγωνο».
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης τη μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε αυτόν τον αιώνα, καθώς οι πρόεδροι και των δύο μεγάλων κομμάτων των ΗΠΑ διεξήγαγαν μια σειρά από πολέμους σε αυτή την περίοδο, όπως αυτός κατά της τρομοκρατίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την πρόσθετη χρηματοδότηση του Πενταγώνου με 157 δισ. δολάρια από το «μεγάλο όμορφο νομοσχέδιο» του Ντόναλντ Τραμπ που ψηφίστηκε πρόσφατα και την εκτόξευση του προϋπολογισμού πάνω από το 1 τρισ. δολάρια ετησίως, η έκθεση σημειώνει ακόμη ότι ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε αυτόν τον αιώνα (καθώς είναι πλέον κατά 99% μεγαλύτερος απ’ ό,τι το το 2000).