Τράπεζες και μετρητά
Η ταχεία στροφή προς τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και τα αυστηρά τραπεζικά πρωτόκολλα περιορίζουν τη χρήση μετρητών, δημιουργώντας ανησυχίες για τη νομισματική κυριαρχία και τον ρόλο του ευρώ στην ευρωζώνη
Την περίοδο των μνημονίων και στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού της φοροδιαφυγής επιβλήθηκε στις τράπεζες μέσω των εποπτικών τους υποχρεώσεων να εκτελούν καθήκοντα άτυπου φορολογικού μηχανισμού. Ελέγχουν τους πελάτες για τα μετρητά που καταθέτουν, αναφέρουν στις αρχές κινήσεις πάνω από κάποιο ποσό ή και επαναλαμβανόμενες κινήσεις λογαριασμών κ.λπ. Σταδιακά συνηθίσαμε και προσαρμοστήκαμε σε αυτόν τον συνεχή έλεγχο στις συναλλαγές. Ταυτόχρονα, η ψηφιοποίηση της οικονομίας έφερε τον περιορισμό των τραπεζικών υποκαταστημάτων, ενώ παράλληλα οι τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν τα οφέλη που προέκυψαν. Η διαχείριση των μετρητών έχει κόστος (χρηματαποστολές, ασφάλεια κ.ά.) ενώ αρκετά καταστήματα τραπεζών δεν διαθέτουν πια ταμεία, οπότε και οι τράπεζες έχουν τους δικούς τους λόγους να περιορίζουν τις συναλλαγές με μετρητά.
Γράφει ο Αλέξανδρος Κασιμάτης
Για να πάρει κάποιος μετρητά πάνω από το όριο των ΑΤΜs πρέπει να πάει στο κατάστημα, σε αρκετές περιπτώσεις αφού έχει κλείσει ραντεβού, ακόμη και εάν πρόκειται για ποσά χαμηλότερα των 5.000 ευρώ. Αν κάποιος πρέπει να σηκώσει ένα τέτοιο ποσό πρέπει προηγουμένως να έχει ειδοποιήσει την τράπεζα. Συγχρόνως τις περισσότερες φορές ο πελάτης υφίσταται και μια μικρή ανάκριση για το τι θα χρειαστεί τα μετρητά, μολονότι αυτά έχουν κατατεθεί απολύτως νόμιμα στον λογαριασμό του.
Δεν είναι όμως μόνον ότι συμφέρει τις τράπεζες να περιορίσουν τη χρήση μετρητών. Είναι και το κανονιστικό πλαίσιο που τους επιβλήθηκε. Στα πλαίσια της υποχρέωσης να γνωρίζουν τον πελάτη (Κnow Your Customer) ακόμη κι αν κάποιος μεταφέρει χρήματα από τη μια τράπεζα στην άλλη, από κάποιο όριο και πάνω, η τράπεζα που δέχεται την κατάθεση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει από τον πελάτη να δικαιολογηθεί η προέλευση των χρημάτων.

Οι πρακτικές περιορισμού των μετρητών παραμένουν ισχυρές, ενώ ταυτοχρόνως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξάνονται ραγδαία. Κατά το ΥΠΟΙΚ ενισχύθηκαν το 2024 κατά 10,7% συγκριτικά με το 2023 φτάνοντας τα 67,7 δισ. ευρώ από 61,1 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΤ για το 2024, στην Ελλάδα το 54% των συναλλαγών κατά αριθμό έγιναν με μετρητά, ενώ 37% με κάρτες. Το 50% των Ελλήνων δήλωσαν ότι προτιμούν τα μετρητά ως κύριο μέσο πληρωμής. Σύμφωνα με την ανάλυση για το 2024-25, η Ελλάδα είχε μερίδιο μετρητών στην αξία συναλλαγών περίπου 42%, ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (περίπου 39%).
Κατά την ίδια έρευνα όμως δεν είμαστε οι μόνοι. Στη Γαλλία τα μετρητά χρησιμοποιούνται περίπου για το 43% των συναλλαγών κατά αριθμό, στην Ιταλία για το 61% των συναλλαγών κατά αριθμό και στη Γερμανία περίπου για το 53% των συναλλαγών.
Η επέλαση των ηλεκτρονικών συναλλαγών παρά την πρακτικότητα και τη σημασία της κατά της φοροδιαφυγής ενέχει και κινδύνους. Πρόσφατα η ΕΚΤ χαιρέτησε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έναν νέο κανονισμό της ΕΕ για την ενίσχυση της ιδιότητας του νόμιμου χρήματος των μετρητών. Άλλωστε η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν δεσμευτεί να φροντίζουν ότι τα μετρητά παραμένουν ευρέως διαθέσιμα και αποδεκτά. Η πρόταση της Επιτροπής επιδιώκει να διασφαλίσει ότι η πρόσβαση και η αποδοχή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ είναι νομικά κατοχυρωμένες σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Η μείωση ή κατάργηση της χρήσης μετρητών (cashless society) θεωρείται κίνδυνος για το ευρώ και γενικότερα για τη νομισματική κυριαρχία της Ευρωζώνης, για μια σειρά από λόγους που συνδέονται με την ελευθερία, τη σταθερότητα και τον έλεγχο του χρήματος. Το φυσικό ευρώ (χαρτονομίσματα και κέρματα) είναι νόμιμο χρήμα που εκδίδεται απευθείας από την ΕΚΤ και τα κράτη-μέλη. Αν όμως η οικονομία βασιστεί πλήρως σε ιδιωτικά ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (π.χ. κάρτες, εφαρμογές, fintech, ιδιωτικά stablecoins), τότε το ευρώ παύει να είναι το κυρίαρχο μέσο συναλλαγής. Σε μια τέτοια περίπτωση οι ιδιωτικές εταιρείες (Visa, Mastercard, Apple, κ.λπ.) αποκτούν ουσιαστικό έλεγχο στη ροή του χρήματος. Η ΕΕ με τον νέο κανονισμό επιδιώκει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ευρώ, στην προστασία των κοινωνικών ομάδων που εξαρτώνται από τα μετρητά και στην εξασφάλιση ισορροπίας ανάμεσα στην καινοτομία των ψηφιακών πληρωμών και τη θεμελιώδη λειτουργία του φυσικού χρήματος.