Θα καταφέρει η Λάουρα Κοβέσι να «ξεμπαζώσει» τις έρευνες για Τράπεζες και Funds ;;;

ΒΟΜΒΑ: Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ !!!
Παρά την συνεχιζόμενη, καθημερινή ζημία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, η όποια έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τις τιτλοποιήσεις απαιτήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, κινδυνεύει να «μπαζωθεί», πριν ακόμη από την Ελλάδα, στην Ιρλανδία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ελληνικές τράπεζες επέλεξαν την Ιρλανδία ως έδρα των funds για τις «μαϊμού» τιτλοποιήσεις των απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια των χαρτοφυλακίων τους, κυρίως, επειδή, πέρα από όλα τα ευρέως γνωστά «θεσμικά» και «φορολογικά» πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου αυτού κράτους-μέλους της ΕΕ, χάρη στα οποία, η απάτη, η απιστία και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βαφτίζονται ως νόμιμες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, η Ιρλανδία διαθέτει ένα ακόμη, άγνωστο στους περισσότερους, αλλά πολύ ουσιώδες στρατηγικό πλεονέκτημα….
Η Ιρλανδία, όπως προαναφέραμε, δεν συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία !!!
Έτσι, παρά την αρμοδιότητα που τυπικά διαθέτει, η Λάουρα Κοβέσι, θα παρεμποδιστεί στην πράξη να ερευνήσει το ελληνικό τραπεζικό έπος της Ιρλανδίας, αφού, μη διαθέτοντας άμεσα η ίδια, ευθείες, εσωτερικές εισαγγελικές και ανακριτικές αρμοδιότητες στην χώρα, οι Εισαγγελικές και οι Δικαστικές Αρχές της Ιρλανδίας, αντί της εκ του νόμου υποχρεωτικής συνδρομής τους στο έργο της, έχουν την πολυτέλεια να μπορούν να «μπαζώνουν» ευχερώς κάθε σχετική έρευνα, όπως πράττουν αντιστοίχως και οι δικές μας στις δικογραφίες των Τεμπών, του ΟΠΕΚΕΠΕ, κλπ, παρότι η Ελλάδα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Όταν, λοιπόν, το «μπάζωμα» καθίσταται εφικτό σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, γίνεται αυτονοήτως αντιληπτό ακόμη και στον πιο καλόπιστο Δανειολήπτη, τι μπορεί να μεθοδεύεται στην πλάτη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Ιρλανδία, η οποία επέλεξε, για τους δικούς της, ευνόητους εθνικούς λόγους, να μην συμμετέχει στον συγκεκριμένο αυτό ευρωπαϊκό θεσμό.
Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
Οικονομολόγος, Διδάκτωρ Οικονομικού Πανεπιστημίου Salerno,
Πρόεδρος ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
Σε προηγούμενα άρθρα μας, επί έναν ολόκληρο χρόνο, καταγγέλλουμε ότι οι τιτλοποιήσεις ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών είναι το κορυφαίο αδίκημα του λευκού τραπεζικού κολάρου στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, επειδή είναι το μοναδικό διαρκές έγκλημα που διαπράττεται ανελλιπώς μέχρι σήμερα, και που θα συνεχίσει να διαπράττεται καθημερινά μέχρι και την δεκαετία του 2Ο6Ο που λήγουν οι Εγγυήσεις ΕΔ του Σχεδίου Ηρακλής, με την ταυτόχρονη σώρευση (α) των εγγυήσεων του δημοσίου ενός κράτους μέλους της ΕΕ, (β) της οριζόντιας συνδρομής και της συγκάλυψης όλων των αρμών της ελληνικής Πολιτείας και των αρμοδίων θεσμών και των οργάνων της ΕΕ και της ΕΚΤ και (γ) με την ένοχη και βολική ανοχή της τυφλής, κουφής και βουβής ελληνικής και ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης.
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
https://tinyurl.com/8rfasu3a
Πράγματι, από το σύνολο των στοιχείων που ερευνήσαμε, προκύπτει, ότι, οι ελληνικές τράπεζες, αντί να αποξενωθούν πλήρως από τις απαιτήσεις ΜΕΔ που τιτλοποίησαν, όπως ρητά επιτάσσει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/24Ο2, φέρονται να συνεχίζουν να διατηρούν τον έλεγχο τους μέσω ενδοομιλικών σχημάτων, αχυρανθρώπων, ακόμη και με την ευθεία συμμετοχή τους στα Funds, με τις εικονικές πωλήσεις των αντιστοίχων απαιτήσεων να συνιστούν στην πραγματικότητα ενδοομιλικές τακτοποιήσεις προς λογιστικό μόνο, πλασματικό όφελος και καλωπισμό των «τρύπιων» κατά κοινή ομολογία ισολογισμών τους. Έτσι, παρότι επισήμως αυτές εμφανίζονται ως πωλήσεις απαιτήσεων ΜΕΔ στο πλαίσιο τιτλοποιήσεων, οι «κρυμμένοι» και, έτσι, «αόρατοι» στις Αρχές και τους Δανειολήπτες όροι των αντιστοίχων συμβάσεων και τα σχετικά λογιστικά δεδομένα δείχνουν ότι δεν πρόκειται για αυθεντικές πράξεις «true sale», αλλά για μεταβιβάσεις καταπιστευτικού χαρακτήρα, με πρόδηλες εικονικότητες και ενδοομιλική οικονομική και διοικητική διαχείριση των απαιτήσεων ΜΕΔ μετά την τιτλοποίησή τους. Και, ότι, ακόμη, το Ελληνικό Δημόσιο παρείχε εγγυήσεις ύψους 2Ο περίπου Δις ευρώ για τις senior ομολογίες των τιτλοποιήσεων, την ώρα που η EUROSTAT συνεχίζει πεισματικά να απαιτεί την εγγραφή τους στο ελληνικό δημόσιο χρέος, ομολογώντας, έτσι, τον δημοσιονομικό κίνδυνο που μετακυλίεται για μια ακόμη φορά κατά τα ανωτέρω, από τις ελληνικές τράπεζες, στον εθνικό μας προϋπολογισμό και, έτσι, στους Έλληνες και Ευρωπαίους Φορολογούμενους.
Το γεγονός, λοιπόν, ότι, οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών (α) μεταβιβάστηκαν στα αλλοδαπά Funds καταπιστευτικά και όχι πραγματικά και οριστικά και (β) παραμένουν μέχρι και σήμερα στον ουσιαστικό νομικό, ιδιοκτησιακό, οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο των τραπεζών που τις μεταβίβασαν μέσα από ένα καρουζέλ εικονικών πωλήσεων, προς τον σκοπό της δημιουργικής και, έτσι, πλασματικής μόνο ωραιοποίησης των ισολογισμών τους, καθιστά ολόκληρη αυτή την διαδικασία προδήλως παράνομη και ζημιογόνα, όχι μόνο για τις ίδιες τις τράπεζες και τους Δανειολήπτες, αλλά και για το ΑΕΠ, το ΑΕΕ και τον εθνικό προϋπολογισμό της Ελλάδας και, έτσι, για τον αντίστοιχο προϋπολογισμό και τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ.
Έτσι, σήμερα, τα αλλοδαπά αυτά funds λειτουργούν στην πράξη, αντί ως αγοραστές των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ, ως ενδιάμεσοι, χωρίς να αποκτούν ποτέ την οριστική κυριότητα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των απαιτήσεων που φέρονται ότι δήθεν αγόρασαν από τις τράπεζες. Οι δε πράξεις αυτές, συνδυαζόμενες με την έλλειψη κάθε αναφοράς περί του τιμήματος ή, έστω, του τρόπου προσδιορισμού και της καταβολής του, καθώς και με την συνεχιζόμενη ενδοομιλική διαχείριση και τον οικονομικό έλεγχο των τιτλοποιημένων αυτών απαιτήσεων ΜΕΔ από τις ίδιες τις πωλήτριες τράπεζες, προσκρούουν καταφανώς στον πυρήνα της έννοιας του «true sale» και, έτσι, είναι προδήλως άκυρες, ως εικονικές.
Το ακόμη χειρότερο, όμως, είναι, ότι τα περισσότερα funds ενοποιούνται στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, ενώ, παράλληλα, τα ίδια τα ομόλογα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο αυτών των τιτλοποιήσεων, τα οποία υποτίθεται πως θα είχαν διατεθεί σε τρίτους επενδυτές των funds, σήμερα βρίσκονται τελικά στα χαρτοφυλάκια των ίδιων των πωλητριών τραπεζών και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν. Έτσι, σήμερα, οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες, που φέρονται να πούλησαν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ΜΕΔ των ενεργητικών τους στα funds, εμφανίζονται ως οι κύριοι ομολογιούχοι των τίτλων που εκδόθηκαν αντιστοίχως, από την πώληση των οποίων στους τρίτους επενδυτές, θα έπρεπε, κατά το ρητό και αδιαπραγμάτευτο γράμμα του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοκανονιστικού πλαισίου, να έχουν χρηματοδοτηθεί οι τιτλοποιήσεις. Αυτό δε αποκαλύπτεται τόσο από την λογιστική καταγραφή και αποτύπωση των τίτλων αυτών στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, όσο και από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ακόμη και το θράσος να εμφανίζονται στις γενικές συνελεύσεις των funds στην Ιρλανδία ως «Ομολογιούχοι», επιβεβαιώνοντας, έτσι, ότι δεν αποξενώθηκαν ποτέ από την κυριότητα και την διαχείριση αυτών των απαιτήσεων.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η πλήρης υπονόμευση της βασικής αρχής που διέπει κατά το ενωσιακό δίκαιο τις τιτλοποιήσεις, ήτοι της πραγματικής και οριστικής αποξένωσης της τράπεζας από το περιουσιακό στοιχείο της τιτλοποιούμενης απαίτησης. Εάν η τράπεζα πωλεί και μεταβιβάζει τυπικά μια τιτλοποιημένη απαίτηση ΜΕΔ, αλλά, ταυτόχρονα, διατηρεί μετοχική σχέση, ακόμη και στο 100%, με το fund που φέρεται ότι την αγόρασε, κρατά η ίδια το ομόλογο της τιτλοποίησης και συνεχίζει να διαχειρίζεται την απαίτηση, ελέγχοντας ακόμη και τις χρηματοροές της, τότε η συναλλαγή αυτή είναι προδήλως εικονική και καταπιστευτική. Έτσι, λοιπόν, μεταξύ των τραπεζών και των funds, δημιουργείται μια τυποποιημένη κυκλική ροή (καρουζέλ) αμοιβαίων απαιτήσεων και υποχρεώσεων, χωρίς να υπάρχει ουδεμία λογιστική αποτύπωση των εσόδων, των εξόδων και της πραγματικής ροής του χρήματος όλων των αντιστοίχων συναλλαγών που προκύπτουν αναγκαστικά, αφενός από το γράμμα του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοκανονιστικού πλαισίου για τις τιτλοποιήσεις ΜΕΔ και, αφετέρου, από τους ίδιους τους «φανερούς» και «κρυφούς» όρους και τις επί μέρους συμφωνίες των μεταξύ τους συμβάσεων και των παραρτημάτων τους, που θα έπρεπε, στην πραγματικότητα, να είχαν ενισχύσει τα έσοδα, την προστιθέμενη αξία της ελληνικής τραπεζικής παραγωγής και την ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Με το καρουζέλ αυτό να εξυπηρετεί, έτσι, μόνο την δημοσίευση δήθεν εξυγιασμένων και, έτσι, ωραιοποιημένων ισολογισμών, που καλωπίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες, αν δεν είχαν ανακαλύψει την πατέντα των κρατικών διασώσεων, με τις ανακεφαλαιοποιήσεις, τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και τον αναβαλλόμενο φόρο, θα είχαν προ καιρού βρεθεί με λουκέτο.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι απλώς οικονομικό, λογιστικό ή φορολογικό. Αγγίζει τον πυρήνα του εθνικού και του ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου και την θεμελιώδη αρχή ότι καμία ιδιωτική οντότητα δεν μπορεί να απολαμβάνει παράνομα οικονομικά ωφελήματα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος των κρατών μελών και, έτσι, εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, μέσω προσχηματικών, εικονικών και καταπιστευτικών νομικών κατασκευών και εταιρικών σχημάτων. Έτσι, εν προκειμένω, εγείρονται σοβαρά ποινικά ζητήματα λευκού κολάρου, για την ενδεχόμενη κακουργηματική απάτη, την απιστία, την φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή και την συνεπακόλουθη αυτών, διασυνοριακή νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με την εκ προθέσεως παραπλάνηση των αρμόδιων εθνικών και των ευρωπαϊκών Αρχών και την εξ’ αυτής πρόκληση ζημίας πολλών Δις ευρώ, κατ’ αρχήν στο Ευρωσύστημα και το ενιαίο νόμισμα και, περαιτέρω, στο ελληνικό ΑΕΠ και ΑΕΕ, στον εθνικό μας Προϋπολογισμό και, εν τέλει, στον Προϋπολογισμό και, έτσι, στα οικονομικά συμφέροντα της ίδιας της ΕΕ.
Επειδή, λοιπόν, μιλάμε εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο για την ζημία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και, έτσι, για την αρμοδιότητα της Ευρωπαίας Εισαγγελέως να παρέμβει αυτεπάγγελτα και να ερευνήσει το πρωτοφανές αυτό, διασυνοριακό, ευρωπαϊκό τραπεζικό σκάνδαλο, ας δούμε πρώτα αναλυτικά αν, εν προκειμένω, συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Ποια είναι τα «Οικονομικά Συμφέροντα της ΕΕ» και πότε αποκτά αρμοδιότητα η Ευρωπαία Εισαγγελέας (EPPO)
Η EPPO είναι αρμόδια μόνο για ποινικά αδικήματα που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ (“PIF-offences”), όπως έχουν τυποποιηθεί στην Οδηγία 2017/1371 και παραπέμπει σ’ αυτά ο Κανονισμός 2017/1939, τα οποία είναι, περιοριστικά, τα εξής:
⦁ Απάτη σε δαπάνες και έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ
⦁ Διαφθορά (ενεργητική/παθητική) και υπεξαίρεση όταν συνδέονται με κονδύλια και περιουσία της ΕΕ.
⦁ Νομιμοποίηση εσόδων (ξέπλυμα) από παράνομες δραστηριότητες, εφόσον προέρχεται από τα παραπάνω εγκλήματα.
⦁ Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όταν ο σκοπός της είναι τέτοια PIF εγκλήματα.
Ειδικά για τον ΦΠΑ, η EPPO έχει αρμοδιότητα μόνο για σοβαρή διασυνοριακή απάτη ΦΠΑ που συνδέεται με 2 ή περισσότερα κράτη-μέλη και με συνολική ζημία άνω των 10.000.000 ευρώ.
Εξαιρούνται ρητά από την αρμοδιότητα της EPPO, τα αδικήματα που αφορούν εθνικούς άμεσους και έμμεσους φόρους και ότι άμεσα και αναπόσπαστα συνδέεται με αυτούς.
Η EPPO είναι αρμόδια όταν τα παραπάνω αδικήματα:
⦁ Τελέστηκαν, εν όλω ή εν μέρει, σε συμμετέχον κράτος-μέλος της ΕΕ.
⦁ Τελέστηκαν εκτός ΕΕ, αλλά από υπήκοο συμμετέχοντος κράτους μέλους, εφόσον αυτό έχει εξωεδαφική δικαιοδοσία.
⦁ Τελέστηκαν εκτός ΕΕ από υπάλληλο ή υπηρετούντα στους Θεσμούς της ΕΕ.
Σήμερα στην EPPO συμμετέχουν 24 κράτη-μέλη, με μη συμμετέχοντα την Δανία, την Ουγγαρία και την Ιρλανδία.
Μάλιστα. Καλά διαβάσατε. Η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στον θεσμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας !!!
Η EPPO έχει προτεραιότητα. Έτσι, αν αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της, δηλαδή να ξεκινήσει μια έρευνα ή να εφελκύσει μια εθνική υπόθεση, τότε οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους-μέλους παύουν να ενεργούν για την ίδια πράξη. Για μικροϋποθέσεις, με ζημία μικρότερη των 10.000 ευρώ, η EPPO αναλαμβάνει μόνο αν η υπόθεση έχει κοινοτικό αντίκτυπο ή αν φέρονται εμπλεκόμενοι υπάλληλοι ή/και μέλη θεσμών της ΕΕ, ενώ η έρευνά της μπορεί να συμπεριλάβει και τα λεγόμενα «αδιάσπαστα συνδεδεμένα» αδικήματα μαζί με τα PIF, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις (κανόνας άρθρου 22§3/25§3).
Η EPPO λειτουργεί από 01/06/2021. Για τα κράτη-μέλη που προσχώρησαν αργότερα, η συμμετοχή τους επιβεβαιώθηκε με Επιτροπικές και Συμβουλιακές Πράξεις.
Ποιοι είναι οι «Ίδιοι Πόροι» που χρηματοδοτούν τον Προϋπολογισμό της ΕΕ
Ο Προϋπολογισμός της ΕΕ χρηματοδοτείται από 5 κατηγορίες ιδίων πόρων που καθορίζονται με την απόφαση 2020/2053 και είναι οι εξής:
⦁ Οι παραδοσιακοί πόροι των δασμών, με κράτηση 25% από τα κράτη-μέλη ως έξοδα είσπραξης.
⦁ Ο πόρος ΦΠΑ, με ενιαίο συντελεστή 0,3% επί της εναρμονισμένης βάσης ΦΠΑ κάθε κράτους-μέλους, με ανώτατο όριο βάσης το 50% του ΑΕΕ του κράτους-μέλους.
⦁ Ο πόρος του φόρου επί των μη ανακυκλούμενων πλαστικών (0,80€/κιλό).
⦁ Ο πόρος του φόρου στις αποδοχές του προσωπικού της ΕΕ, καθόσον οι μισθοί υπαλλήλων και στελεχών της ΕΕ φορολογούνται υπέρ της Ένωσης.
⦁ Ο πόρος βάσει του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ/GNI), με ενιαίο συντελεστή που καθορίζεται κάθε χρόνο ώστε να ισοσκελίζεται ο προϋπολογισμός της ΕΕ.
Τι είναι και πως λειτουργεί ο Πόρος ΑΕΕ/GNI
Ο Πόρος ΑΕΕ/GNI είναι ο βασικός και, ταυτόχρονα, «ισοσκελιστικός» πόρος του Προϋπολογισμού της ΕΕ και καλύπτει ότι λείπει αφού αφαιρεθούν τα έσοδα όλων των άλλων ιδίων πόρων. Σήμερα, ο πόρος AEE/GNI καλύπτει περίπου το 70% των εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ, η οποία, επειδή δεν μπορεί να έχει έλλειμμα, πρέπει κάθε χρόνο να ισοσκελίζει τον προϋπολογισμό της. Έτσι, μετά την αφαίρεση όλων των εσόδων από τους άλλους πόρους, ότι απομένει για τον ισοσκελισμό του Προϋπολογισμού της ΕΕ το καλύπτει ο πόρος ΑΕΕ/GNI, με ενιαίο συντελεστή για όλα τα κράτη-μέλη, ο οποίος προσαρμόζεται κάθε χρόνο, ώστε το άθροισμα (Συντελεστής Χ ΑΕΕ όλων των κρατών μελών) να ισούται με το απαιτούμενο υπόλοιπο.
Το ΑΕΕ/GNI αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της συνεισφοράς των κρατώνμελών και υπολογίζεται με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς κατά ESA 2010. Η ορθή καταγραφή των υπηρεσιών FISIM και των πρωτογενών εισοδημάτων επηρεάζει το ΑΕΠ/ΑΕΕ και, συνακόλουθα, το ίδιον πόρο βάσει ΑΕΕ. Η εφαρμοστική ρύθμιση 2021/768 επιβάλλει στα κράτημέλη καθήκον διενέργειας ελέγχων για τον υπολογισμό, τη βεβαίωση και τη διαθεσιμότητα των ιδίων πόρων και προβλέπει συνεργασία με την Επιτροπή. Τα στοιχεία ΑΕΕ που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του πόρου διέπονται από τον Κανονισμό GNI και επαληθεύονται από την Eurostat, με πολυετείς κύκλους ελέγχου από το λεγόμενο GNI Committee. Όταν αλλάξουν τα δεδομένα, γίνονται αναδρομικές προσαρμογές των συνεισφορών. Έτσι δεν αλλάζει ο κανόνας, αλλά μόνον η βάση υπολογισμού του πόρου.
Εν κατακλείδι, ο πόρος ΑΕΕ/GNI είναι το μεγαλύτερο (70%) και πιο προβλέψιμο έσοδο της ΕΕ, που ισοσκελίζει και κλείνει τον Προϋπολογισμό της κάθε χρόνο. Υπολογίζεται με έναν ενιαίο συντελεστή επί του ESA 2010 ΑΕΕ κάθε κράτους-μέλους, με μηνιαίες καταβολές και εκκαθαρίσεις όταν τα στατιστικά επικαιροποιούνται.
Τι είναι και πώς ορίζεται το ΑΕΕ
Το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ/GNI) είναι το ΑΕΠ συν το καθαρό πρωτογενές εισόδημα από και προς το εξωτερικό, δηλαδή το ΑΕΠ πλέον του πρωτογενούς εισοδήματος που λαμβάνουν οι μόνιμοι κάτοικοι από το εξωτερικό, μείον το πρωτογενές εισόδημα που πληρώνουν σε μη κατοίκους. Σύμφωνα με το πρότυπο ESA 2010, το ΑΕΕ ισούται με το σύνολο του πρωτογενούς εισοδήματος που λαμβάνουν οι θεσμικές μονάδες-κάτοικοι και αποτελείται από (α) τις αμοιβές των εργαζομένων, περιλαμβανομένων των ροών προς και από το εξωτερικό, (β) τους φόρους στην παραγωγή και τις εισαγωγές, μείον τις επιδοτήσεις, όπως κατανέμονται στον τομέα της γενικής κυβέρνησης, (γ) το εισόδημα από περιουσία, ήτοι τόκους, μερίσματα, επανεπενδυμένα κέρδη ΑΞΕ, το επενδυτικό εισόδημα υπέρ ασφαλισμένων, τις προσόδους και τα μισθώματα φυσικών πόρων και (δ) το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων και το μεικτό εισόδημα των νοικοκυριών.
Το ΑΕΕ αποκαλείται (α) «ακαθάριστο», επειδή υπολογίζεται πριν την αφαίρεση της κατανάλωσης του παγίου κεφαλαίου, δηλαδή των αποσβέσεων και (β) «εθνικό», επειδή αποδίδεται στους κατοίκους της χώρας, οπουδήποτε και αν παρήχθη και, έτσι, όχι μόνον εντός της επικράτειας, αφού αυτό είναι το ΑΕΠ, ενώ με όρους χρηματικών ροών αφορά μόνον τα πρωτογενή εισοδήματα και, έτσι, δεν περιλαμβάνει τρέχουσες μεταβιβάσεις, ούτε κεφαλικές και κερδοσκοπικές υπεραξίες.
Πως υπολογίζεται η συνεισφορά των εσόδων του τραπεζικού συστήματος σε ΑΕΠ και ΑΕΕ κατά το πρότυπο ESA 2010 – S.122
Στο ΑΕΠ περιλαμβάνεται μόνον η προστιθέμενη αξία, δηλαδή όχι ολόκληρος ο κύκλος εργασιών που παράγουν οι εγχώριες τραπεζικές μονάδες (κάτοικοι Ελλάδος), ήτοι περιλαμβάνεται μόνον η λεγόμενη τραπεζική παραγωγή και, ειδικότερα, τα εξής :
⦁ Καθαρές προμήθειες και τέλη (πληρωμές, κάρτες, θεματοφυλακή, asset management, underwriting, κλπ.) και
⦁ FISIM (Financial Intermediation Services Indirectly Measured – Έμμεσα Μετρούμενες Υπηρεσίες Διαμεσολάβησης), δηλαδή το περιθώριο των τόκων που τιμολογούνται, εισπράττονται και καταβάλλονται σε δάνεια και καταθέσεις, πάνω από το επιτόκιο αναφοράς.
Έτσι, κατά το ανωτέρω πρότυπο ESA 2010-S.122, στο ΑΕΠ δεν περιλαμβάνονται τα κεφαλαιακά και χρηματιστηριακά κέρδη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επειδή δεν αποτελούν τραπεζική παραγωγή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του τραπεζικού κύκλου εργασιών να μην περνά αυτούσιο στο ΑΕΠ, παρά μόνο το μέρος της προστιθέμενης αξίας της παρεχόμενης καθαρής τραπεζικής υπηρεσίας, πλέον του μισθολογικού και του λειτουργικού κόστους που συνδιαμορφώνουν και προσδιορίζουν την τελική προστιθέμενη αξία.
Το ΑΕΕ (GNI) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος υπολογίζεται ξεκινώντας από το αντίστοιχο ΑΕΠ του κλάδου, όπως υπολογίζεται κατά τα ανωτέρω και στην συνέχεια, προσθέτοντας και αφαιρώντας τις καθαρές ροές του πρωτογενούς εισοδήματος προς και από το εξωτερικό, ήτοι αναλυτικότερα:
⦁ Κέρδη, μερίσματα, επανεπενδυμένα κέρδη και FISIM προμηθειών, τελών και τόκων ελληνικών τραπεζών από το εξωτερικό, που προστίθενται και
⦁ Διανομή και απόδοση κερδών, μερισμάτων, κλπ. αλλοδαπών μετόχων ελληνικών τραπεζών προς το εξωτερικό, που αφαιρούνται.
Τα δάνεια της 1ης Ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τον EFSF (19/04/2012, 19/12/2012 και 31/03/2013), συνολικού ποσού 48,2 Δις ευρώ, δεν συνιστούν δαπάνες του Προϋπολογισμού της ΕΕ
Ο EFSF (2010) και ο διάδοχος του ESM είναι διακυβερνητικοί μηχανισμοί εκτός του προϋπολογισμού της ΕΕ και τα δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα για την διάσωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, την ανακεφαλαιοποίηση και την αποκατάσταση της ζημίας πιστωτικού κινδύνου στους ισολογισμούς των ελληνικών συστημικών τραπεζών, δεν συνιστούν «δαπάνες» του Προϋπολογισμού της ΕΕ. Πράγματι, με την απόφαση «Pringle» (C-370/12), το ΔΕΕ έχει επικυρώσει τη νομιμότητα των EFSF/ESM ως διεθνών διακυβερνητικών σχημάτων, εκτός του πλαισίου του προϋπολογισμού της ΕΕ και, έτσι, η έρευνα της διάθεσης και της κατασπατάλησης των δανείων που χορήγησαν στην Ελλάδα δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Οι Φοροαπαλλαγές του αρθρου 14, Ν 3156/2003, δεν επηρεάζουν την συνεισφορά της Ελλάδας στον Προϋπολογισμό της ΕΕ
Η μεταβίβαση απαιτήσεων ΜΕΔ στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων του Ν 3156/2003 και η σύναψη των σχετικών συμβάσεων κατά το άρθρο 14 του ανωτέρω νόμου, απολαύουν εκτεταμένων απαλλαγών από φόρους, τέλη, παρακρατήσεις, κλπ, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει την συνεισφορά της Ελλάδας στον προϋπολογισμό της ΕΕ, καθόσον οι φοροαπαλλαγές αυτές δεν αφορούν «ιδίους πόρους» της ΕΕ, επειδή δεν αναφέρονται σε Δασμούς ή/και σε ΦΠΑ. Έτσι, παρότι όλες ανεξαιρέτως οι τιτλοποιήσεις ΜΕΔ έπρεπε να έχουν γίνει κατά τις διατάξεις του Ν 4354/2015, ήτοι χωρίς τις ανωτέρω φοροαπαλλαγές, αυτό αφορά ένα αμιγώς εσωτερικό φορολογικό ζήτημα, το οποίο, επειδή δεν επηρεάζει την συνεισφορά της Ελλάδας στον Προϋπολογισμό της ΕΕ, δεν εντάσσεται στο πλαίσιο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Οι πωλήσεις των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ από τις Τράπεζες στα Funds δεν προσμετρώνται σε ΑΕΠ και ΑΕΕ και, έτσι, δεν επηρεάζουν την συνεισφορά της Ελλάδας στον Προϋπολογισμό της ΕΕ
Κατά το ανωτέρω πρότυπο ESA 2010, οι πωλήσεις απαιτήσεων ΜΕΔ συνιστούν χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ενώ ακόμη και η τυχόν διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και λογιστικής αξίας θεωρείται αναπροσαρμογή, ήτοι κεφαλαιακό κέρδος ή ζημία και, έτσι, ο κύκλος εργασιών των συναλλαγών αυτών δεν προσμετράται σε ΑΕΠ και ΑΕΕ, με αποτέλεσμα, έτσι, οι ίδιες οι πωλήσεις απαιτήσεων ΜΕΔ, να μην εντάσσονται στο πλαίσιο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Ποια έσοδα από τις Τιτλοποιήσεις ΜΕΔ προσμετρώνται σε σε ΑΕΠ και ΑΕΕ και, έτσι, επηρεάζουν την συνεισφορά της Ελλάδας στον Προϋπολογισμό της ΕΕ
Όταν, όπως εν προκειμένω, οι ελληνικές τράπεζες είναι μετοχικά συνδεδεμένες με τα SPV-Funds, ακόμη και με συμμετοχή 100% στο μετοχικό τους κεφάλαιο, ενοποιώντας τα, έτσι, αναγκαστικά, στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις ή, έστω, εφόσον λαμβάνουν μερίσματα και επανεπενδυμένα κέρδη από τις δραστηριότητες των SPV-Funds στο εξωτερικό, τότε τα έσοδα αυτά λογίζονται ως πρωτογενές εισόδημα από το εξωτερικό και, έτσι, προσμετρώνται και αυξάνουν το ελληνικό ΑΕΕ. Τα SPV-Funds των τιτλοποίησεων ΜΕΔ ταξινομούνται συνήθως στον χρηματοοικονομικό τομέα. Αν είναι μη κάτοικοι, δηλαδή αλλοδαπά, όπως εν προκειμένω τα επίμαχα, η τυχόν παραγωγή και το εισόδημά τους δεν εγγράφονται στο ελληνικό ΑΕΠ, ενώ στο ΑΕΕ φαίνονται μόνον οι καθαρές ροές εισοδήματος μεταξύ κατοίκων και μη κατοίκων.
Συμπερασματικά, η πώληση τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ δεν δημιουργεί προστιθέμενη αξία τραπεζικής παραγωγής σε ΑΕΠ και ΑΕΕ, ενώ, αντιθέτως, η προστιθέμενη αξία των έμμεσα μετρούμενων υπηρεσιών διαμεσολάβησης (FISIM) των προμηθειών, των τόκων και των λοιπών υπηρεσιών που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες στα αλλοδαπά SPV-Funds προσμετρώνται σε ΑΕΠ και ΑΕΕ, στο οποίο εγγράφονται οι καθαρές ροές πρωτογενούς εισοδήματος μετά την πώληση, ήτοι οι τόκοι και τα κέρδη προς ή από το εξωτερικό.
Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό και ρητά ομολογημένο από τις ίδιες τις ελληνικές τράπεζες, στην δίκη της ΟλΑΠ 01/2023, τα funds τα οποία φέρονται ότι αγόρασαν τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, είναι αλλοδαπές οντότητες χωρίς ουσιαστική νομική και οικονομική υπόσταση, αφού είναι τοις πάσι γνωστό ότι έχουν ιδρυθεί με μηδαμινά μετοχικά κεφάλαια, ακόμη και μικρότερα των 1.000 ευρώ και, ως εκ τούτου, ουδέποτε διέθεταν την οικονομική υπόσταση και, έτσι, την δυνατότητα, δηλαδή τα χρήματα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις αγορές απαιτήσεων ΜΕΔ στις οποίες συμβλήθηκαν, αδυνατώντας, εν τέλει, να καταβάλλουν στις ελληνικές τράπεζες τα συμφωνηθέντα τιμήματα των αντίστοιχων συμβάσεων, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτά ήταν χαριστικά και εξευτελιστικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι, για να μην αποκαλυφθεί ποτέ στις Δικαστικές Αρχές και την κοινή γνώμη η «πικρή» αυτή αλήθεια των ελληνικών τιτλοποιήσεων ΜΕΔ, τράπεζες και servicers, καταβάλουν καθημερινά «υπεράνθρωπες» προσπάθειες, προκειμένου να κρατούν καλά κρυμμένο το «επτασφράγιστο μυστικό» των «hard copies» των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης τους και τα πάσης φύσης έγγραφα των σχετικών παραρτημάτων, προσθέτων πράξεων και τροποποιήσεων, αρνούμενοι να τα προσκομίσουν και να τα επιδείξουν, όχι μόνο στους Δανειολήπτες, αλλά και στα Δικαστήρια, κατά τις εκδικάσεις των ανακοπών και των αναστολών σε διαταγές πληρωμής και πλειστηριασμούς και αρνούμενοι να συμμορφωθούν ακόμη και σε σχετικές δικαστικές αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων επίδειξης εγγράφων.
Έτσι, από το σύνολο των περιορισμένων εγγράφων που κοινοποιούνται στους Δανειολήπτες ή/και που προσκομίζονται από τους servicers στα Δικαστήρια, λείπουν όλα σχεδόν τα ουσιώδη στοιχεία και οι όροι που αφορούν το αντικείμενο και το τίμημα των συμβάσεων των φερόμενων πωλήσεων και μεταβιβάσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών. Με τα ελάχιστα στοιχεία αυτών, που καταχωρίζονται σε περίληψη και δημοσιεύονται κατά το άρθ. 3, παρ. 8, Ν 2844/2000 και κατά τις νεότερες και ακόμη ελαστικότερες απαιτήσεις του άρθ. 2, της απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, περί καθορισμού των εντύπων δημοσίευσης των άρθρων 14 και 21 του ν. 5072/2023 (ΦΕΚ Α’ 198), ως προς το έντυπο δημοσίευσης της παρ. 7, άρθ. 21, Ν. 5072/2023, να υπολείπονται κάθε νομοθετικής υποχρέωσης, επειδή, ουδόλως αναφέρουν τα ουσιώδη στοιχεία και τους όρους των ανωτέρω συμβάσεων, ώστε αυτά να αποκρύπτονται με πρόθεση για να μην μπορούν, έτσι, να προκύψουν :
⦁ Αν υφίσταται ή όχι λογιστική από-αναγνώριση των απαιτήσεων ΜΕΔ από τα ενεργητικά των ελληνικών τραπεζών και η αντίστοιχη λογιστική τους αναγνώριση στα ενεργητικά των αλλοδαπών SPV-Funds, ώστε το ιδιοκτησιακό δικαίωμα αυτών να έχει, έτσι, κατά το Ν. 4649/2019, μεταβιβαστεί οριστικά από τις τράπεζες και να έχει περιέλθει, επίσης οριστικά, στα ενεργητικά και τις περιουσίες των SPV-Funds και
⦁ Ο τρόπος υπολογισμού και καταβολής των αντιστοίχων τιμημάτων, καθόσον δεν παρέχεται ουδεμία απολύτως ενημέρωση ως προς τα ειδικά προβλεπόμενα στο Ν 4649/2019, ούτε ακόμη η στοιχειώδης ενημέρωση ως προς την μικτή και την καθαρή λογιστική αξία των εκάστοτε τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ, το μέρος των κεφαλαίων που αναλώθηκαν για την κάλυψη και αντιμετώπιση των λειτουργικών και διαχειριστικών εξόδων της τιτλοποίησης, όπως, ενδεικτικά, των εκπροσώπων των ομολογιούχων και των διαχειριστών πληρωμών, ούτε οι αμοιβές και τα έξοδα των τρίτων για τις υπηρεσίες που παρείχαν και τις δαπάνες στις οποίες προέβησαν κατά την διαδικασία των τιτλοποιήσεων, ούτε, ακόμη, ως προς τα κόστη της αντιστάθμισης των αντιστοίχων πιστωτικών κινδύνων, ούτε, περαιτέρω, ως προς τα επιτόκια των ομολογιών που εκδόθηκαν, κλπ. Περαιτέρω, δεν παρέχεται ουδεμία ενημέρωση για το αν οι πωλήτριες τράπεζες αποκόμισαν ήδη ή θα αποκομίσουν τα συμφωνηθέντα τιμήματα στο μέλλον, καθόσον αποκρύπτονται με πρόθεση όλα τα στοιχεία και οι ουσιώδεις όροι των ανωτέρω συμβάσεων που αφορούν τον τρόπο και τους χρόνους καταβολής των τιμημάτων των πωλήσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, καθώς επίσης και οι τυχόν συμφωνίες και οι όροι περί αναπροσαρμογής ή πίστωσης τους, περί υπαναχώρησης από τις συμβάσεις πώλησης και περί των τυχόν συμφωνιών για την αναμεταβίβαση στις πωλήτριες τράπεζες των ιδίων αυτών απαιτήσεων ΜΕΔ στο μέλλον, καθώς και για την δυνατότητα αποτιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης τους, καθόσον αυτά ουδόλως προκύπτουν από τις μέχρι σήμερα δημοσιευθείσες οικονομικές καταστάσεις και τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, αφού αυτές δεν φέρονται να έλαβαν τα τμήματα αυτά ευθέως, τοις μετρητοίς ή επί πιστώσει, συνολικά, τμηματικά ή εν μέρει, ούτε εμφανίζουν αντίστοιχες απαιτήσεις στους σχετικούς λογαριασμούς των ενεργητικών τους.
Τα ανωτέρω, λοιπόν, επιβεβαιώνουν, αφενός, την αδιαμφισβήτητη εικονικότητα των συμβάσεων πώλησης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών στα αλλοδαπά SPV-Funds και, αφετέρου, το γεγονός, ότι, λόγω της συγκεκριμένης αυτής εικονικότητας, με κοινή βούληση όλων των συμβαλλομένων μερών, τα τιμήματα των συγκεκριμένων αυτών πωλήσεων παρέμειναν από την πρώτη στιγμή και να συνεχίζουν να παραμένουν μέχρι και σήμερα διαρκώς πιστωμένα, με αποτέλεσμα, έτσι, οι ελληνικές τράπεζες, να έχουν χρηματοδοτήσει οι ίδιες, με ανοικτές πιστώσεις, τις συγκεκριμένες αυτές συμβάσεις πώλησης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ των ενεργητικών τους, δανειοδοτώντας τα αλλοδαπά SPV-Funds, προκειμένου, έτσι, οι άνευ ουδεμίας οικονομικής υπόστασης, αλλοδαπές αυτές οντότητες, να καταφέρουν, έστω και μόνο στα χαρτιά, να ανταποκριθούν χρηματικά στις τυπικές εκ του νόμου και εκ των μεταξύ τους συμβάσεων απαιτήσεις των συγκεκριμένων αυτών συναλλαγών. Έτσι, σε όλες τις αντίστοιχες εικονικές συμβάσεις πώλησης τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών, συντρέχει η περίπτωση των δανείων, που χορηγήθηκαν, ακόμη και άτυπα, από τους πωλητές (Τράπεζες), στους αγοραστές (Funds), ήτοι συντρέχει η περίπτωση τυπικών δανειακών συμβάσεων ή άτυπων δανειακών σχέσεων, που ,πορεί να δημιουργήθηκαν μεταξύ τους χωρίς να έχει τηρηθεί ο προβλεπόμενος τύπος ή/και χωρίς ούτε ακόμη να έχουν συνταχθεί γραπτά συμφωνητικά.
Κάθε φορά, όμως, όπως εν προκειμένω, που ελληνική τράπεζα δανειοδοτεί αλλοδαπό SPV-Fund για να αγοράσει ακόμη και τις δικές της τιτλοποιημένες απαιτήσεις ΜΕΔ, η υπηρεσία δανεισμού που αυτή παρέχει προσμετράται στο ΑΕΠ ως παραγωγή εξαγόμενων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και, περαιτέρω, αυξάνει το ΑΕΕ, με τις διασυνοριακές ροές της προστιθέμενης αξίας των έμμεσα μετρούμενων υπηρεσιών διαμεσολάβησης (FISIM) των προμηθειών και των τόκων από το δάνειο που χορήγησε.
Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, η ελληνική τράπεζα παράγει FISIM από το χορηγηθέν δάνειο προς το αλλοδαπό SPV-Fund και αυτό καταγράφεται ως εξαγωγή υπηρεσίας που αυξάνει το ελληνικό ΑΕΠ, ενώ, ακόμη και οι τυχόν συμφωνηθείσες προμήθειες της τραπεζικής αυτής υπηρεσίας αυξάνουν περαιτέρω τις εξαγωγές τραπεζικών υπηρεσιών και, έτσι, το ελληνικό ΑΕΠ, ενώ από τους τόκους που εισπράττει η τράπεζα από το SPV-Fund, το καθαρό κομμάτι, πάνω από το επιτόκιο αναφοράς, καταγράφεται ως πρωτογενές εισόδημα από το εξωτερικό και, έτσι, προσμετράται και αυξάνει το ελληνικό ΑΕΕ.
Επίσης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, σήμερα είναι οι ίδιες οι τράπεζες ή/και οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν, αντί των τρίτων επενδυτών των funds, που διατηρούν στα ενεργητικά τους το σύνολο των αντιστοίχων ομολογιών των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ που εκδόθηκαν από τα funds και, μάλιστα, ανακοινώνουν, ότι, θα συνάψουν στο μέλλον οριστικές συμφωνίες για την πώληση του 95% των ομολογιών ενδιάμεσης και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και, ότι, περαιτέρω, θα διατηρήσουν στα ενεργητικά τους το 100% των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, δηλαδή αυτές που έλαβαν τις εγγυήσεις ΕΔ του «Σχεδίου Ηρακλής», καθώς επίσης και το 5% των ανωτέρω ομολογιών ενδιάμεσης και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Έτσι, ομολογούν εγγράφως, με τον πανηγυρικότερο μάλιστα τρόπο, στις ίδιες τις οικονομικές τους καταστάσεις, ότι, αντί των funds ή/και των τρίτων επενδυτών τους, διατηρούν σήμερα οι ίδιες, όχι μόνο τα συμβατικά δικαιώματα των ταμειακών ροών από τα ομόλογα που εκδόθηκαν για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων MEΔ που φέρονται ότι δήθεν πούλησαν και μεταβίβασαν στα funds, αλλά και, ότι, περαιτέρω, συνεχίζουν, προδήλως παράνομα, να διατηρούν οι ίδιες τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα αυτών. Έτσι, προκύπτει πέρα πάσης αμφιβολίας, ότι, αντί λογιστικής από-αναγνώρισης, σήμερα υφίσταται η πλήρης λογιστική αναγνώριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ στα ενεργητικά των πωλητριών τραπεζών, με αποτέλεσμα, οι ίδιες αυτές απαιτήσεις να μην μπορούν να τύχουν λογιστικής αναγνώρισης στα αντίστοιχα ενεργητικά των funds, που φέρονται ότι δήθεν τα αγόρασαν, αφού είναι προφανές και αυτονόητο, ότι, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ίδιου περιουσιακού στοιχείου, δεν μπορεί να αναγνωρίζεται λογιστικά, κατά τον ίδιο χρόνο, στα ενεργητικά και τις περιουσίες διαφορετικών φυσικών ή νομικών προσώπων.
Κάθε φορά, όμως, όπως εν προκειμένω, που ο εκδότης (αλλοδαπό SPV-Fund) των ομολογιών από τιτλοποιήσεις ΜΕΔ είναι μη κάτοικος Ελλάδας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των αντίστοιχων τίτλων που εκδίδει παραμένουν κατά τα ανωτέρω στις ελληνικές τράπεζες, τα έσοδα από τις ταμειακές τους ροές καταγράφονται ως πρωτογενές εισόδημα από το εξωτερικό και αυξάνουν το ελληνικό ΑΕΕ της περιόδου που δεδουλεύονται, ενώ το γεγονός, ότι, οι τράπεζες δηλώνουν πως θα πουλήσουν τις ομολογίες των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ στο μέλλον δεν μεταβάλλει αυτή την πραγματικότητα, αφού όσο είναι κάτοχοι του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των συγκεκριμένων αυτών ομολογιών οι ίδιες οι τράπεζες, το εισόδημα αυτό τους ανήκει και, επειδή προέρχεται από εκδότη μη κάτοικο Ελλάδος, εγγράφεται ως εισροή υπό τον κωδικό D.4 στο ελληνικό ΑΕΕ.
Τέλος, κάθε φορά, όπως εν προκειμένω, που το SPV-Fund είναι μη κάτοικος Ελλάδος, τότε και τα έσοδα από την κατοχή των ομολογιών της τιτλοποίησης ΜΕΔ λογίζονται ως πρωτογενές εισόδημα από το εξωτερικό, που προσμετράται και αυξάνει το ελληνικό ΑΕΕ. Ειδικότερα, μάλιστα, κατά το ανωτέρω πρότυπο ESA 2010, αν πρόκειται για κουπόνια και τόκους από Νotes/ABS, τα αντίστοιχα έσοδα αυξάνουν τους τόκους (D.41). Αν πρόκειται για διανομή από κεφάλαιο (Equity) ή εταιρικά μερίδια (Fund Units) του SPV-Fund, τα αντίστοιχα έσοδα αυξάνουν τα μερίσματα (D.42) ή το εισόδημα από μερίδια συλλογικών επενδύσεων (D.443). Και αν υπάρχει σχέση άμεσης επένδυσης (≥10% δικαιώματα ψήφου και ελέγχου), συνυπολογίζονται και τα επανεπενδυμένα κέρδη (D.43).
Το ζήτημα αυτό θα ήταν αδιάφορο αν τα επίμαχα SPV-Funds ήταν ελληνικά, επειδή, στην περίπτωση αυτή, τα έσοδα από την κατοχή τίτλων τιτλοποίησης ΜΕΔ (κουπόνια, μερίσματα, κλπ.) δεν αυξάνουν το ελληνικό ΑΕΠ, καθόσον συνιστούν εισόδημα περιουσίας και όχι παραγωγή υπηρεσίας.
Υπάρχει αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο ζήτημα των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών ;;;
Κατόπιν όλων των επί έναν ολόκληρο χρόνο, σχετικών δημοσιευμάτων και καταγγελιών μας, προκύπτει πέρα πάσης αμφιβολίας, ότι, η αρμοδιότητα της Ευρωπαίας Εισαγγελέως είναι, κατά την άποψή μας, αυτονόητη και απόλυτη.
Πράγματι, η Οδηγία 2017/1371 (PIF) τυποποιεί ως αξιόποινες συμπεριφορές, μεταξύ άλλων, για τα έσοδα της ΕΕ (α) την παρουσίαση και χρήση ψευδών, εσφαλμένων ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, (β) τη μη γνωστοποίηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης και (γ) την κακή εφαρμογή νόμιμα αποκτηθέντος πλεονεκτήματος, εφόσον επέρχεται παράνομη μείωση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης. Και ο Κανονισμός 2017/1939 (EPPO) καθιερώνει την αρμοδιότητα της EPPO για τα αδικήματα PIF (Άρθρο 22: Υλική Αρμοδιότητα), στη βάση εδαφικού και προσωπικού συνδέσμου (άρθρο 23) και με κανόνες άσκησης αρμοδιότητας και προτεραιότητας (άρθρο 25), ενώ προβλέπεται και ειδικό πλαίσιο συνεργασίας με μη συμμετέχοντα κράτημέλη (άρθρο 105) και τρίτες χώρες. Περαιτέρω, επειδή οι παράνομες πράξεις και παραλείψεις τελέσθηκαν εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα (ενδεικτικά: απόκρυψη και μη υποβολή στοιχείων, δηλώσεων, τήρηση λογιστικών βιβλίων, κατάρτιση και δημοσίευση οικονομικών καταστάσεων, κλπ.), με κρίσιμες συναλλαγές προς και από SPV-Funds σε μη συμμετέχον κράτοςμέλος της ΕΕ (Ιρλανδία), η EPPO έχει υλική, εδαφική και προσωπική αρμοδιότητα (άρθρα 22–23) και δύναται να συνεπικουρηθεί από μηχανισμούς του άρθρου 105 για την Ιρλανδία.
Έτσι, από την εξέταση όλων των ανωτέρω, αναλυτικώς εκτεθέντων στοιχείων, σε χιλιάδες φακέλους Δανειοληπτών της ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ, με εμπλεκόμενες όλες τις ελληνικές τράπεζες, τους servicers και τα funds και, έτσι, με αναφορά σε όλες ανεξαιρέτως τις πραγματοποιηθείσες τιτλοποιήσεις ΜΕΔ, υπάρχουν πλέον επαρκείς ενδείξεις για την καταγγελλόμενη τέλεση των καταγγελλομένων παράνομων πράξεων και παραλείψεων που αφορούν τις τιτλοποιήσεις ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών με τα αλλοδαπά SPV-Funds.
Ειδικότερα, οι ανωτέρω παράνομες πράξεις και παραλείψεις, ενδέχεται να συνιστούν την τυπική περίπτωση της εκ προθέσεως στοχευμένης, οργανωμένης και προμελετημένης τέλεσης των αδικημάτων της κακουργηματικής απάτης, της απιστίας, της φοροδιαφυγής-φοοροαποφυγής και της συνεπακόλουθης διασυνοριακής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με την εκ προθέσεως συστηματική παράλειψη της καταγραφής των λογιστικών εγγραφών και, έτσι, της αποτύπωσης των εσόδων και των εξόδων από τις ανωτέρω συναλλαγές στα βιβλία και τις οικονομικές καταστάσεις όλων των συμβαλλομένων μερών, που είχε ως αποτέλεσμα, την συστηματική παράλειψη της καταγραφής των αντίστοιχων λογιστικών εγγραφών και της λογιστικής αποτύπωσης των αντίστοιχων εσόδων των ελληνικών τραπεζών από την προστιθέμενη αξία των έμμεσα μετρούμενων υπηρεσιών διαμεσολάβησης (FISIM) της συγκεκριμένης αυτής εξαγόμενης τραπεζικής παραγωγής και από τα πρωτογενή έσοδα που αυτές αποκτούν κατά τα ανωτέρω από το εξωτερικό, λόγω των τυπικών και άτυπων, των φανερών και των κρυφών ουσιωδών στοιχείων και των όρων που αφορούν το αντικείμενο και τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής του τιμήματος των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ στα αλλοδαπά SPV-Funds, ήτοι, με την εκ προθέσεως συστηματική παράλειψη της καταγραφής των λογιστικών εγγραφών και της λογιστικής αποτύπωσης των εσόδων από την προστιθέμενη αξία (FISIM) τόκων, προμηθειών, μερισμάτων, επανεπενδυμένων κερδών, διανομής κεφαλαίων, δεδουλευμένων ταμειακών ροών και μεριδίων συλλογικών επενδύσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκ προθέσεως απόκρυψη και μείωση της λογιστικής αποτύπωσης, στα βιβλία και τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των ελληνικών τραπεζών, σημαντικού μέρους των εσόδων τους και, έτσι, του δηλωθέντος ΑΕΕ της Ελλάδας και, συνεπακόλουθα, της ενδεχόμενης μείωσης της αντίστοιχης συνεισφοράς ΑΕΕ/GNI της χώρας μας στον προϋπολογισμό της ΕΕ και την εξ’ αυτής ενδεχόμενη πρόκληση ζημίας στους ιδίους πόρους του Προϋπολογισμού και, ως εκ τούτου, στα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, ώστε να πληρούται το υλικό στοιχείο PIF του εγκλήματος επί των εσόδων του Προϋπολογισμού της ΕΕ, το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα της EPPO κατά τον Κανονισμό 2017/1939.
Έτσι, η περιγραφόμενη αυτή συμπεριφορά υπάγεται στο άρθρο 3 παρ. 2 περ. (c) της Οδηγίας 2017/1371 (PIF), ως «χρήση και παρουσίαση ψευδών, εσφαλμένων ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή μη γνωστοποίηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης», με αποτέλεσμα την «παράνομη μείωση» των ιδίων πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ. Και τούτο, επειδή, η παράνομη μείωση πόρων της Ένωσης μέσω υποεκτίμησης του ΑΕΕ, με την συστηματική μη καταγραφή ή την μη ορθή κατάταξη (α) υπηρεσιών FISIM που προκύπτουν από δανεισμό με αντισυμβαλλομένους μη κατοίκους, (β) τόκων και μερισμάτων από ομολογίες και μετοχικά δικαιώματα επί τιτλοποιήσεων ΜΕΔ που κατέχουν ελληνικές τράπεζες έναντι αλλοδαπών εκδοτών και (γ) προμηθειών και αμοιβών ειδικού σκοπού, συνιστά υποβολή και χρήση «ελλιπών δηλώσεων» ή/και «μη γνωστοποίηση πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 (c) PIF, όταν έχει ως αποτέλεσμα την παράνομη μείωση της εθνικής εισφοράς βάσει ΑΕΕ στον Προϋπολογισμό της ΕΕ.
Μεθοδολογία εκτίμησης της Zημίας των Oικονομικών Συμφερόντων της ΕΕ
Η ενδεχόμενη ζημία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ποσοτικοποιείται ως ενιαίος συντελεστής GNI κάθε έτους αναφοράς, πολλαπλασιαζόμενος με την αντίστοιχη υποεκτίμηση του ΑΕΕ, μετά την ανασύνθεση και την επαλήθευση των ετήσιων αδήλωτων ροών FISIM κατά τους κανόνες ESA 2010 και, έτσι, υπολογίζεται κατά βάση ως εξής :
Ζημία ΕΕ (έτους n) = r_GNI(n) × ΔΑΕΕ(n)
όπου r_GNI(n) ο ενιαίος συντελεστής πόρου GNI του προϋπολογισμού του έτους n και ΔΑΕΕ(n) η υποεκτίμηση του εθνικού ΑΕΕ λόγω της μη καταγραφής ροών (FISIM εξαγωγών, μερισμάτων, τόκων από τίτλους αλλοδαπών SPV-Funds, κλπ).
Τι πρέπει να ερευνήσει η Ευρωπαία Εισαγγελέας
Σε Τράπεζα της Ελλάδος και ΕΛΣΤΑΤ:
Τα πλήρη microdata και τα μεταδεδομένα για:
⦁ BSI/MIR/AnaCredit αναφορές όλων των εμπλεκόμενων με τιτλοποιήσεις ΜΕΔ ελληνικών τραπεζών, σε συναλλαγές με SPV-Funds, Servicers και Θεματοφύλακες μη κατοίκους Ελλάδος.
⦁ BoP/IIP εγγραφές για υπηρεσίες FISIM, τόκους (D.41), μερίσματα και διανεμόμενα κέρδη (D.42/D.43) με αντισυμβαλλομένους SPV-Funds και Paying Agents.
⦁ SHS/CSDB δεδομένα για διακρατήσεις ομολογιών τιτλοποιήσεων ΜΕΔ από ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα.
Στην ΕΚΤ
Διασταύρωση υποβολών BSI/MIR/AnaCredit/SHS με τα στοιχεία των ίδιων νομικών προσώπων σε άλλες δικαιοδοσίες.
Στις εμπλεκόμενες ελληνικές τράπεζες:
Αντίγραφα όλων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ ανά τράπεζα και SPV-Fund και των πάσης φύσης προσθέτων πράξεων, παραρτημάτων και τροποποιητικών εγγράφων τους, από τα οποία να προκύπτουν ευχερώς τα εξής:
⦁ Τα στοιχεία και οι αντίστοιχοι ουσιώδεις όροι των συμβάσεων, από τα οποία να προκύπτει αν οι τιτλοποιημένες ανά σύμβαση απαιτήσεις ΜΕΔ μεταβιβάστηκαν ή όχι κατά τις ρητές διατάξεις των Ν 4649/2019, Ν 3156/2003 και 4354/2015, στα πλαίσια τιτλοποίησεων «True Sale» και αν η μεταφορά των αντίστοιχων πιστωτικών κινδύνων έχει πραγματοποιηθεί ή όχι με την πραγματική πώληση και την οριστική μεταβίβασή τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. AK και 455 επ. ΑΚ.
⦁ Ο τύπος, η πιστοληπτική διαβάθμιση και η εξοφλητική προτεραιότητα των ομολογιών που εκδόθηκαν ανά σύμβαση και τιτλοποίηση, ήτοι ο ακριβής προσδιορισμός όλων των ομολογιών κάθε τιτλοποίησης ΜΕΔ ως υψηλής (Senior), ή μεσαίας (Mezzanine) ή χαμηλής (Junior) εξοφλητικής προτεραιότητας.
⦁ Για όλες τις ομολογίες «Senior», τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει αν έλαβαν ή όχι την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου του Σχεδίου «ΗΡΑΚΛΗΣ» και αν αυτές σήμερα διακρατώνται από τις πωλήτριες τράπεζες ή από τα SPV-Funds ή αν έχουν πωληθεί και παραδοθεί σε τρίτους, ιδιώτες επενδυτές και, αν ναι, σε ποιους και, έτσι, τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει αν, κατά τις ρητές διατάξεις του Ν 4649/2019, έχει επέλθει ή όχι η λογιστική τους απο-αναγνώριση από τα ενεργητικά των πωλητριών τραπεζών.
⦁ Για όλες τις ομολογίες «Mezzanine» και «Junior», τα στοιχεία από το οποία προκύπτει αν αυτές σήμερα διακρατώνται από τις πωλήτριες τράπεζες ή από τα SPV-Funds ή αν έχουν πωληθεί και παραδοθεί σε τρίτους, ιδιώτες επενδυτές και σε ποιους και, στην περίπτωση αυτή, αν πωλήθηκε σε αυτούς, σε θετική αξία, το 50+1% των junior ομολογιών και επαρκές ποσοστό των mezzanine ομολογιών, προσδιορίζοντας, επακριβώς, ποιο είναι το τυχόν ανωτέρω επαρκές ποσοστό και, έτσι, τα στοιχεία από τα οποία μπορεί να προκύψει αν, κατά τις ρητές διατάξεις του Ν 4649/2019, έχει επέλθει ή όχι η λογιστική τους απο-αναγνώριση από τα ενεργητικά των πωλητριών τραπεζών.
⦁ Τα προβλεπόμενα από το Ν 4649/2019 στοιχεία περί του τρόπου διαμόρφωσης και υπολογισμού των τιμημάτων κάθε τιτλοποίησης ΜΕΔ, ήτοι, ειδικότερα, (α) της μικτής λογιστικής αξίας (Gross Book Value) του τιμήματος πώλησης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ΜΕΔ, (β) της καθαρής τους λογιστικής αξίας (Net Book Value), (γ) των λειτουργικών και διαχειριστικών εξόδων της διαδικασίας τιτλοποίησης, (δ) των αμοιβών και των εξόδων τρίτων, (ε) του κόστους της αντιστάθμισης των κινδύνων της τιλοποίησης, (στ) του επιτοκίου των εκδοθεισών ομολογιών, με τον προσδιορισμό του αν αυτό είναι κυμαινόμενο ή σταθερό και του αν ο εκτοκισμός θα διενεργείται τριμηνιαία, εξαμηνιαία ή ετήσια και (ζ) της εξόφλησης ή όχι των εξόδων που αφορούν φόρους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν προσαυξήσεων ή/και προστίμων, απαιτήσεις από αμοιβές του διαχειριστή από τη σύμβαση διαχείρισης των απαιτήσεων, εφόσον η εξόφληση αυτών δεν έχει αναβληθεί, απαιτήσεις για την καταβολή τόκου από τις τυχόν συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για την καταβολή προμήθειας για την παρασχεθείσα εγγύηση επί των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, απαιτήσεις αντισυμβαλλομένων από τις τυχόν συμβάσεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, απαιτήσεις των ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την καταβολή τόκου, απαιτήσεις των τυχόν ομολογιούχων μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας για την καταβολή τόκου, εφόσον η εξόφληση αυτών δεν έχει αναβληθεί, απαιτήσεις ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου, απαιτήσεις των ομολογιούχων μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου, κατόπιν της ολοσχερούς εξόφλησης του κεφαλαίου ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και τις απαιτήσεις των ομολογιούχων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου, και τυχόν τόκων, κατόπιν ολοσχερούς εξόφλησης του κεφαλαίου ομολογιών μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας, και, τέλος, ως προς τους συμβατικούς όρους περί αναπροσαρμογής ή/και πίστωσης του τιμήματος, περί υπαναχώρησης στο πλαίσιο της ευθύνης της μεταβιβάζουσας τράπεζας και περί της δυνατότητας μεταγενέστερης συμφωνίας επαναμεταβίβασης του πλεονάσματος των απαιτήσεων, ώστε να μπορεί, έτσι, να προσδιοριστεί, κατά τις απαιτήσεις του άρθ. 2, της απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, περί καθορισμού των εντύπων δημοσίευσης των άρθρων 14 και 21 του ν. 5072/2023, ως προς το έντυπο δημοσίευσης της παρ. 7, άρθ. 21, Ν. 5072/2023, έστω και κατά προσέγγιση, με επιστημονικά, όμως, αποδεκτό τρόπο, το καθαρό, τελικό συμφωνηθέν τίμημα ή έστω ο τρόπος υπολογισμού του.
⦁ Τα αναλυτικά στοιχεία και οι ουσιώδεις όροι των ανωτέρω συμβάσεων από τα οποία προκύπτει ο τρόπος και οι χρόνοι καταβολής των, κατά τα ανωτέρω, υπολογιζόμενων, πραγματικών, τελικών τιμημάτων των πωλήσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΔ, καθώς επίσης και οι τυχόν συμφωνίες και οι όροι περί αναπροσαρμογής ή πίστωσης τους, περί υπαναχώρησης από τις συμβάσεις πώλησης και περί των τυχόν συμφωνιών για την αναμεταβίβασή τους στις πωλήτριες τράπεζες, καθώς και για την δυνατότητα αποτιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης των ιδίων αυτών απαιτήσεων ΜΕΔ στο μέλλον.
⦁ Τα στοιχεία των αντίστοιχων λογιστικών εγγραφών και, ειδικότερα, τις σχετικές διπλογραφικές εγγραφές χρεώσεων και πιστώσεων όλων των εμπλεκομένων με τις τιτλοποιήσεις απαιτήσεων ΜΕΔ λογαριασμών των λογιστικών σχεδίων των πωλητριών τραπεζών.
⦁ Αντίγραφα όλων των τυχόν δανειακών συμβάσεων χρηματοδότησης των SPV-Funds από τις πωλήτριες τράπεζες ή/και από συνδεδεμένες με αυτές, ελληνικές και αλλοδαπές οντότητες, πίνακες κουπονιών και μερισμάτων των ομολογιών των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ, Statements από Euroclear/Clearstream, συμβάσεις Servicing και Master Servicing, Reports από Trustees και Paying Agents και τυχόν καταστάσεις συμψηφισμών (Νetting).
Στην Ιρλανδία (Κατ΄ άρθρο 105 EPPO Reg.)
⦁ Κατάλογος των εμπλεκόμενων με τιτλοποιήσεις ΜΕΔ ελληνικών τραπεζών SPV-Funds, μει όλα τα στοιχεία από τα αντίστοιχα εταιρικά μητρώα (στοιχεία και ποσοστά συμμετοχής μετόχων, νομίμων εκπροσώπων, μελών ΔΣ, Ορκωτών Ελεγκτών-Λογιστών, Συμβολαιογράφων, Trustees, κλπ.), τις οικονομικές τους καταστάσεις, τις φορολογικές τους δηλώσεις, τα στοιχεία εκδόσεων των ομολόγων των τιτλοποιήσεων (Euronext Dublin/Irish Stock Exchange), τα στοιχεία των λογαριασμών πληρωμών και τα στοιχεία των τοπικών Trustees και των Servicers.
⦁ Άντληση των «Mirror Data» των αντίστοιχων ελληνικών στοιχείων από την Κεντρική Τράπεζα, την Στατιστική Αρχή, τις αρμόδιες Φορολογικές Αρχές, το Ενεχυροφυλακείο, κλπ. της Ιρλανδίας, για την αντιπαραβολή και την διασταύρωσή τους με τις αντίστοιχες εποπτικές αναφορές, τις καταχωρήσεις και δημοσιεύσεις, τις φορολογικές δηλώσεις και τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των ελληνικών τραπεζών και των ιρλανδικών SPV-Funds στην Ελλάδα και την Ιρλανδία.
Θα καταφέρει η Ευρωπαία Εισαγγελέας να συγκεντρώσει όλα αυτά τα στοιχεία ;;;
Παρά την συνεχιζόμενη, καθημερινή ζημία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, η όποια σχετική έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, κινδυνεύει να «μπαζωθεί», πριν ακόμη από την Ελλάδα, στην Ιρλανδία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι, στην συντριπτική πλειοψηφία των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ, οι ελληνικές τράπεζες επέλεξαν την Ιρλανδία ως έδρα των funds για τις «μαϊμού» τιτλοποιήσεις των απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια των χαρτοφυλακίων τους, κυρίως, επειδή, πέρα από όλα τα ευρέως γνωστά «θεσμικά» και «φορολογικά» πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου αυτού κράτους-μέλους της ΕΕ, χάρη στα οποία, η απάτη, η απιστία και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, βαφτίζονται ως νόμιμες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, η Ιρλανδία διαθέτει ένα ακόμη, άγνωστο στους περισσότερους, αλλά πολύ ουσιώδες στρατηγικό πλεονέκτημα….
Η Ιρλανδία, όπως προαναφέραμε, δεν συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία !!!
Έτσι, παρά την αρμοδιότητα που τυπικά διαθέτει, η Λάουρα Κοβέσι, θα παρεμποδιστεί στην πράξη να ερευνήσει το ελληνικό τραπεζικό έπος της Ιρλανδίας, αφού, μη διαθέτοντας άμεσα η ίδια, ευθείες, εσωτερικές εισαγγελικές και ανακριτικές αρμοδιότητες στην χώρα, οι Εισαγγελικές και οι Δικαστικές Αρχές της Ιρλανδίας, αντί της εκ του νόμου υποχρεωτικής συνδρομής τους στο έργο της, έχουν την πολυτέλεια να μπορούν να «μπαζώνουν» ευχερώς κάθε σχετική έρευνα, όπως πράττουν αντιστοίχως και οι δικές μας στις δικογραφίες των Τεμπών, του ΟΠΕΚΕΠΕ, κλπ, παρότι η Ελλάδα συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Όταν, λοιπόν, το «μπάζωμα» καθίσταται εφικτό σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, γίνεται αυτονοήτως αντιληπτό ακόμη και στον πιο καλόπιστο Δανειολήπτη, τι μπορεί να μεθοδεύεται στην πλάτη της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Ιρλανδία, η οποία επέλεξε, για τους δικούς της, ευνόητους εθνικούς λόγους, να μην συμμετέχει στον συγκεκριμένο αυτό ευρωπαϊκό θεσμό.
Ο καιρός γαρ εγγύς (Αποκάλυψη Ιωάννη 1:3).…