Τέλος στον παρεμβατισμό της ΕΚΤ…
Άρθρο του οικονομολόγου Σαράντου Λέκκα, στο BankingNews
Μέχρι την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η κορύφωση της οποίας επήλθε με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, η έλευση του Ευρώ είχε δημιουργήσει συνθήκες σταθερής οικονομικής ανάπτυξης με παράλληλη ισχυρή πιστωτική και νομισματική επέκταση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η συσσώρευση δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών ανισορροπιών σε κράτη κυρίως του ευρωπαϊκού νότου δεν δημιουργούσε υπόβαθρα μελλοντικών προβλημάτων.
Η περίοδος 2008-2013 ήταν στην ουσία η σκληρότερη δοκιμασία του καπιταλιστικού συστήματος για τα τελευταία 100 χρόνια.
Οι δυσλειτουργίες που καταγράφηκαν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων λόγω κυρίως της μετάδοσης από τις ΗΠΑ της μολυσματικής ασθένειας των χρηματοοικονομικών προϊόντων που στηρίζονταν σε δάνεια χαμηλής φερεγγυότητας, καθώς και της ύπαρξης υψηλών δανειακών υποχρεώσεων από αρκετά κράτη, είχε ως αποτέλεσμα την μετεξέλιξη της χρηματοοικονομικής κρίσης σε κρίση χρέους.
Η μείωση των επιτοκίων, η παροχή ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα με μη συμβατικά μέσα χωρίς ποσοτικό περιορισμό, οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες, είχε ως αποτέλεσμα την διόγκωση των ισολογισμών τους.
Ειδικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) η διόγκωση του ισολογισμού έφθασε σε επίπεδα τριπλασιασμού περίπου σχετικά με την περίοδο που προηγήθηκε.
Παρόλα αυτά και πάρα το γεγονός ότι η αναταραχή μετά το 2013 είχε παρέλθει εν τούτοις η οικονομική ανάκαμψη δεν απέκτησε επαρκή δυναμισμό, ενώ οι τιμές όπως καταγράφονταν στον δείκτη πληθωρισμού έδειχναν κινδύνους αποπληθωρισμού.
Η ανεπάρκεια της ζήτησης οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες και πρωτόγνωρες παρεμβάσεις, όπως αυτές των αρνητικών επιτοκίων (πρωτοεμφανίστηκαν τον Ιούνιο του 2014) και αυτής της αγοράς εταιρικών ομολόγων μετά τον Ιανουάριο του 2015.
Αποτέλεσμα η περαιτέρω διόγκωση του ισολογισμού της ΕΚΤ σε σημείο που στα τέλη του 2018 τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού να φθάνουν τα 3,5 τρις €, κάτι που έμεινε αμετάβλητο καθόλη την διάρκεια του 2019.
Φυσικά η κύρια πηγή ενίσχυσης της ρευστότητας ήταν οι καθαρές αγορές τίτλων, οι οποίες παρότι μηδενίστηκαν στις αρχές του 2019, γρήγορα διαπιστώθηκε, κυρίως κατά την Άνοιξη του 2020, ότι όχι μόνο έπρεπε να επαναληφθούν αλλά η πανδημία του Covid-19 επέβαλε διεύρυνση του προγράμματος.

Ήταν τέτοιας μορφής η αγορά κρατικών τίτλων από το υποσύστημα που οι τίτλοι που απέμεναν στα χέρια τρίτων να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου.
Στην περίπτωση δε των γερμανικών κρατικών ομολόγων οι τίτλοι που βρίσκονταν εκτός του χαρτοφυλακίου του Ευρωσυστήματος ήταν λιγότερο του 1/10.
Παρότι η διετία 2018-19 ήταν περίοδος υποτονικής ανάπτυξης, η έλευση του κορονοϊού κατά την άνοιξη του 2020 έδειξε ότι τα δύσκολα έπονταν.
Τα lockdown αδρανοποιούσαν τις παραγωγικές μηχανές, οι εφοδιαστικές αλυσίδες έχασαν την κανονικότητά τους, η ζήτηση περιορίστηκε και η ύφεση είχε μείζονα χαρακτηριστικά και μεγέθη.
Η αβεβαιότητα ακύρωνε τις διατραπεζικές συναλλαγές και η χρηματοδότηση των τραπεζών γίνονταν αποκλειστικά μέσω των διευκολυντικών πολιτικών της ΕΚΤ.
Αποτέλεσμα η έλλειψη ζήτησης για κεφάλαια και η πλεονάζουσα ρευστότητα που παρέμενε στους λογαριασμούς των τραπεζών στο ευρωσύστημα. Και αυτό παρότι τιμωρούνταν με αρνητικό επιτόκιο (σήμερα στο 2%).
Η απουσία διατραπεζικής ανακατανομής λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης αύξησε το ύψος της πλεονάζουσας ρευστότητας από τα επίπεδα των 1,8 τρις € (Ιαν. 2019 – Φεβ. 2020), στα 3,07 τρις € (έως Ιούνιο 2021), φθάνοντας τα 4,12 τρις € στο τέλος του 2021.
Σημαντικό σημείο ήταν η διόρθωση του λάθους του 2014 περί αρνητικού επιτοκίου στις καταθέσεις των τραπεζών στην κεντρική, που έγινε τον Οκτώβριο του 2019. Στα τέλη του 2021 οι καταθέσεις στο ευρωσύστημα πέρα των υποχρεωτικών έφθασαν τα 4 τρις €, με το 67% να εκτοκίζεται με αρνητικό επιτόκιο.
Ο έμμεσος εκβιασμός της ΕΚΤ δεν πέρασε αφού ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας αύξησης των χορηγήσεων είναι η αξιοπιστία των επενδυτών και όχι το κόστος χρήματος.
Με το άνοιγμα των οικονομιών από την πανδημία στα τέλη του 2020 υπήρξε σαφής ώθηση της ανάπτυξης με κόστος όμως την επιτάχυνση του πληθωρισμού, λόγω ανόδου των τιμών ενέργειας και τροφίμων.
Η πανδημία αποτελεί παρελθόν, ο πληθωρισμός έχει διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα. Τα επιτόκια από τα επίπεδα του 0,5% (Ιούλιος 2022) έφτασαν στις 20 Σεπτεμβρίου 2023 στο 4,5%, ενώ σήμερα, 11 Ιουνίου 2025, έχουν μειωθεί στο 2,15%.
Η υπερβάλλουσα ρευστότητα παρότι υποχωρεί, παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Το μέγα ζητούμενο είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η χορήγηση δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τα μέσα του 2021 παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης και ήδη συμβάλει στην ενίσχυση της ποσότητας χρήματος.
Εάν ο πληθωρισμός δεν ξεφύγει, τότε η ισορροπία στις παραγωγικές εισροές και στην αγορά εργασίας μπορεί να επιτευχθεί.
Παλινδρομήσεις θα υπάρξουν – ήδη μετά την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων του Νότου η ΕΚΤ αναδιπλώθηκε. Όμως εάν θέλουμε συνθήκες υγιούς ανάπτυξης, επιβάλλεται ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας μακριά από την πεπατημένη των παρεμβάσεων.
Σήμερα, που οι συγκυρίες ενισχύουν το πληθωριστικό υπόβαθρο, ο παρεμβατισμός έχει γίνει δεύτερη φύση για τους εμπλεκόμενους στις αναχρηματοδοτήσεις κρατικών χρεών, με τους κερδοσκόπους να περιμένουν τη λάθος κίνηση για να επιβάλουν τους όρους τους.
Τα ‘εάν’ είναι πολλά, τα στοιχεία αβεβαιότητας εξίσου, όμως έχει έρθει η ώρα που, παρά το πρόσκαιρο κόστος, μια νέα συνθήκη θα διαμορφωθεί. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ήδη διανύουμε μια 15ετία παρεμβάσεων όπου οι κεντρικές τράπεζες και τα δημοσιονομικά πακέτα καθοδηγούν τις οικονομίες.
Το τέλος των παρεμβάσεων επιβάλλεται – όπως και μια νέα αρχή σε υγιείς βάσεις.