Τα «ξένα» Funds της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου κρύβουν τους «Έλληνες» μετόχους τους !!!

Αυτό είναι το κορυφαίο τεκμήριο για το ξέπλυμα στο καρουζέλ των κόκκινων δανείων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, έτσι, η ΑΚΝΕΕΔ πρέπει να ερευνήσει την περίπτωση της ευθείας και προκλητικής παραβίασης του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, της 12/12/2017, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557, της 31/03/2021 και του άρθρου 10, παρ. 4, Ν 3156/2003 !!!
Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
Οικονομολόγος, Διδάκτορας Οικονομικού Πανεπιστημίου Salerno, Πρόεδρος Υπέρβασης
Στην Ελλάδα του 2025 γνωρίζει πλέον και ο τελευταίος Πολίτης, ότι, κατά το Ν 4577/2018, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι η μετατροπή (ξέπλυμα) του χρήματος που αποκτήθηκε με παράνομους τρόπους, σε νομιμοφανές χρήμα, ενώ το ίδιο το παράνομο χρήμα διαχωρίζεται σε «βρώμικο» και «μαύρο», με το πρώτο να προέρχεται από καθαρά εγκληματικές δραστηριότητες (πχ ναρκωτικά, όπλα, κλπ) και με το δεύτερο, όπως, εν προκειμένω, το μαύρο χρήμα από το καρουζέλ των κόκκινων δανείων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, να μπορεί να προέρχεται ακόμη και από κατ’ αρχή νόμιμες ή έστω νομιμοφανείς δραστηριότητες, με τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις που συγκροτούν την εγκληματική δραστηριότητα να λαμβάνουν χώρα σε δεύτερο χρόνο και να επικεντρώνονται, κυρίως, σε φορολογικές, νομισματικές και νομοκανονιστικές παραβιάσεις του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού πλαισίου.
Φορείς του μαύρου χρήματος από το καρουζέλ των κόκκινων δανείων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι, κυρίως, οι εμπλεκόμενες τράπεζες και τα funds, που φέρονται ότι δήθεν αγοράζουν τις σχετικές τιτλοποιημένες απαιτήσεις των ΜΕΑ, μέσα από νομιμοφανείς διαδικασίες καταπιστευτικών μεταβιβάσεων και εικονικών πωλήσεων και, στην συνέχεια, οι servicers, που αναλαμβάνουν συνεπακόλουθα την διαχείριση, την είσπραξη και, έτσι, τη νομιμοποίηση των εσόδων που προκύπτουν από τις πάσης φύσης δραστηριότητες που αφορούν τις καταπιστευτικές αυτές τιτλοποιήσεις. Με το σύνολο όλης αυτής της οικονομικής δραστηριότητας να εντάσσεται, έτσι, στο γενικότερο πλαίσιο της παραοικονομίας, η οποία, μάλιστα, λόγω του τεράστιου οικονομικού της μεγέθους και της εξακολουθητικότητας, της τυποποίησης και της σύνθετης και ιδιοφυούς διάρθρωσης του συνολικού πλέγματος των σχετικών συναλλαγών, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, συνιστά την τυπική περίπτωση του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος και, ειδικότερα, του λεγόμενου εγκλήματος του λευκού κολάρου. Ενός ιδιαίτερα ειδεχθούς, οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, που διαπράττεται οριζόντια, καθημερινά και μαζικά, πίσω από τις κλειστές πόρτες των γραφείων των ισχυρότερων οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, επιχειρηματικών κύκλων της χώρας, ήτοι από το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις σκιώδεις τραπεζικές και παρατραπεζικές του παραφυάδες, στο οποίο, η επίσημη Πολιτεία της ΕΕ, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, έχει δυστυχώς εκχωρήσει και νομοθετικά, το δικαίωμα να εξουσιάζει την ζωή, την οικονομική δραστηριότητα και την περιουσία των Πολιτών της, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με ευρύτερες και καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες, που οδηγούν, όπως εν προκειμένω στην περίπτωση της Ελλάδας, στην αποδιοργάνωση, ακόμη και στην κατάρρευση και την συνεπακόλουθη οικονομική και ηθική εξόντωση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων.
Η νομιμοποίηση των εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες του ελληνικού, λευκού τραπεζικού κολάρου, ακολουθεί την ίδια, πάγια διεθνή τακτική στο ξέπλυμα του μαύρου χρήματος από το καρουζέλ των κόκκινων δανείων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με την διοχέτευση αυτών των εσόδων μέσα από συγκεκριμένους, ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους και, εν προκειμένω, αυτούς της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου, όπου η ανωνυμία των εταιριών και η επιτηδευμένη απόκρυψη της ταυτότητας των μετόχων τους διασφαλίζονται από την έλλειψη της νομοθετικής υποχρέωσης περί ονομαστικοποίησης των μετοχών των ανωνύμων εταιρειών και των οντοτήτων-οχημάτων ειδικού σκοπού, των λεγόμενων funds. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία η επιλογή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, να στήσει, κατά κύριο λόγο στην Ιρλανδία και, δευτερευόντως στο Λουξεμβούργο, το καρουζέλ των καταπιστευτικών τιτλοποιήσεων των απαιτήσεων από τα κόκκινα δάνεια των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αφού, σήμερα, κανείς δεν γνωρίζει – ούτε ακόμη η ΑΚΝΕΕΔ και ο επικεφαλής της Εισαγγελέας κος Χαράλαμπος Βουρλιώτης – ποιοι είναι οι υποκρυπτόμενοι, πραγματικοί μέτοχοι που βρίσκονται πίσω από τους ίδιους και τους ίδιους αχυρανθρώπους των τραπεζών, που ανακυκλώνονται σαν μπάμπουσκες σε όλα τα funds.
Πόσο τυχαίο μπορεί άραγε να είναι, εκατοντάδες οντότητες ειδικού σκοπού στην Ιρλανδία να είναι όλες εταιρείες γραμματοκιβωτίου, να εδρεύουν όλες στις ίδιες διευθύνσεις και στα ίδια δικηγορικά γραφεία και να έχουν όλες, ως εκ θαύματος, Έλληνες Πολίτες ως μπροστινούς αχυρανθρώπους στα διοικητικά τους συμβούλια, οι οποίοι, παρότι σχετίζονται με τις μεταβιβάζουσες τις επίμαχες απαιτήσεις τράπεζες, έχουν το θράσος να υπογράφουν ως εκπρόσωποι των funds τις συμβάσεις των εικονικών πωλήσεων και των καταπιστευτικών μεταβιβάσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΑ;;;
Και πόσο συμπωματικό μπορεί να είναι, ακόμη και τα δήθεν ιρλανδικά λογιστικά βιβλία αυτών των funds, σύμφωνα με τα έγγραφα που προσκομίζουν στα ελληνικά Δικαστήρια οι ίδιοι οι servicers, να τηρούνται στην ελληνική γλώσσα και, μάλιστα, με τους ίδιους κωδικούς αριθμούς λογαριασμών που τηρούν αντιστοίχως στα λογιστικά τους βιβλία οι μεταβιβάζουσες τις επίμαχες απαιτήσεις ΜΕΑ ελληνικές τράπεζες;;;
Όλα αυτά τα ζητήματα έχουν ήδη εκτεθεί αναλυτικά σε προηγούμενα άρθρα μας. Έτσι, λοιπόν, σήμερα θα ασχοληθούμε με την κορωνίδα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, που δεν είναι άλλη από το ζήτημα της απόκρυψης της ταυτότητας των μετόχων των λεγόμενων «fundασμάτων» της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου, που χωρίς να διαθέτουν ελληνικά ΑΦΜ, διατείνονται ότι δήθεν αγόρασαν 80 Δις απαιτήσεων από κόκκινα δάνεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, μάλιστα, εξασφαλίζοντας, δια του σχεδίου «Ηρακλής», 23 Δις ευρώ εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ των ομολογιών που εξέδωσαν για τις αντίστοιχες τιτλοποιήσεις. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι κατάφεραν να πείσουν το ελληνικό ΥΠΟΙΚ να παράσχει εγγυήσεις των Ελλήνων Φορολογουμένων για 23 ολόκληρα Δις ευρώ, υπέρ κάποιων, κατά τεκμήριο άφραγκων, αλλοδαπών οντοτήτων γραμματοκιβωτίου, αγνώστου ταυτότητας και λοιπών στοιχείων, που δεν διαθέτουν ούτε ελληνικό ΑΦΜ, την ώρα που ακόμη και ο τελευταίος λαθρομετανάστης, για να αγοράσει στην Ελλάδα έστω και ένα μεταχειρισμένο μοτοποδήλατο, είναι πρώτα υποχρεωμένος να εξασφαλίσει την απόδοση ελληνικού ΑΦΜ από τις αρμόδιες ελληνικές φορολογικές αρχές.
Ούτε ο «Λύκος της Wall Street» δεν θα τολμούσε ποτέ να σχεδιάσει ένα τόσο προκλητικό, οργανωμένο εγκληματικό σχέδιο.
Πάμε όμως στο δια ταύτα της ‘Ερευνας Βουρλιώτη»….
Η Τράπεζα της Ελλάδος μας ενημερώνει στην ιστοσελίδα της, ότι, την 28η Δεκεμβρίου 2017, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση απαιτήσεων και σχετικά με τη θέσπιση του ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με την απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση απαιτήσεων (Simple, Transparent and Standardised – «STS Securitization»). Έτσι, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2402, στην κατηγορία των τιτλοποιήσεων «STS»’ εντάσσονται μόνο οι συναλλαγές, στο πλαίσιο των οποίων η μεταβιβάζουσα οντότητα, η ανάδοχη οντότητα και το όχημα ειδικού σκοπού (SPV), έχουν την έδρα τους στην Ε.Ε., ενώ ο Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή στις τιτλοποιήσεις, των οποίων οι τίτλοι εκδόθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2019.
Ο ανωτέρω Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402, της 12/12/2017, τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31/03/2021 και σήμερα θεσπίζει το γενικό κανονιστικό πλαίσιο για την τιτλοποίηση στην ΕΕ και, έτσι, στην Ελλάδα, η οποία, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύεται από το Ευρωπαϊκό Παράγωγο Δίκαιο, από τους κανόνες δικαίου, δηλαδή, που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιέχονται σε Κανονισμούς, Οδηγίες και Αποφάσεις. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), «Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς.».
Οι θεμελιώδεις, λοιπόν, αρχές της τιτλοποίησης, που θεσπίζονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2402, της 12/12/2017, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31/03/2021, είναι οι εξής : (α) Η αρχή της αποκλειστικότητας της διάθεσης των απαιτήσεων, που αντικατοπτρίζει κατάδηλα και τις θεμελιώδεις αρχές που διαπνέουν αυτήν ως χρηματοδοτική και επενδυτική μέθοδο και αφορούν ιδίως την προστασία και ικανοποίηση των ομολογιούχων δανειστών-επενδυτών, οι απαιτήσεις προορίζονται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των δανειστών της τιτλοποίησης. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή υπαγορεύει ότι η αποπληρωμή των ομολογιούχων επενδυτών θα διενεργηθεί αποκλειστικά και μόνο βάσει των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, ήτοι μέσω της απορρέουσας εξ αυτών ροής κεφαλαίων, και όχι από την ευρύτερη περιουσία της χρηματοδοτούμενης πωλήτριας εταιρείας και, ότι, ουσιαστικά, οι ομολογιούχοι δανειστές θα ικανοποιηθούν αποκλειστικά από το προϊόν της ρευστοποίησης των απαιτήσεων και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως σε περίπτωση ελλειμμάτων ή καθυστερήσεων πληρωμών, είναι δυνατή η ικανοποίησή τους με άλλους τρόπους, ήτοι μέσω πιστώσεων και εξασφαλίσεων που έχουν προβλεφθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας τιτλοποίησης προς αντιμετώπιση των ανωτέρω κινδύνων και, συνεπώς, η αποκλειστικότητα αυτή του προορισμού των απαιτήσεων υποδηλώνει, ότι, ομολογιούχοι δανειστές δεν μπορούν να αποβλέπουν στην υπόλοιπη περιουσία της πωλήτριας εταιρείας για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους εκ των εκδοθέντων τίτλων. Και (β) Η αρχή του νομικού και οικονομικού αποχωρισμού των απαιτήσεων, κατά την οποία, η τιτλοποίηση εδράζεται επιπροσθέτως στην αρχή του πλήρους νομικού και οικονομικού αποχωρισμού και της αποξένωσης των απαιτήσεων που τιτλοποιούνται από τη λοιπή περιουσία της χρηματοδοτούμενης εταιρείας, προκειμένου να διατίθενται οι απαιτήσεις αυτές μόνον προς ικανοποίηση των αξιώσεων των ομολογιούχων δανειστών και όχι έτερων δανειστών της χρηματοδοτούμενης εταιρείας, με αποτέλεσμα, βάσει της αρχής του διαχωρισμού, η ομάδα των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, ως διακριτό σύνολο περιουσιακών στοιχείων της πωλήτριας εταιρείας, να απαγκιστρώνεται από την υπόλοιπη περιουσία της, ώστε να μη δύναται να ικανοποιηθεί εξ αυτών άλλος δανειστής, παρά μόνο ο επενδυτής και δικαιούχος του τίτλου.
Kαθίσταται, λοιπόν, έκδηλο, ότι, οι ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές της τιτλοποίησης, απηχούν τον σαφή προσανατολισμό που διαπνέει την όλη κατάστρωση της διαδικασίας της τιτλοποίησης, που συνίσταται στην διασφάλιση ότι η ροή πληρωμών που θα προκύψει από τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις θα εξυπηρετήσει αποκλειστικά τους τίτλους που θα εκδοθούν και θα διασφαλίσει την αποπληρωμή τους. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που, στην διαδικασία της τιτλοποίησης, οι οντότητες των funds κατέχουν κομβική και βαρύνουσας σημασίας θέση, καθώς αποτελούν τα μέρη εκείνα, τα οποία, διά της απόλυτης αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους, πρέπει να διασφαλίζουν την οικονομική και νομική απαγκίστρωση των απαιτήσεων από τις πιστώτριες τράπεζες, με αποτέλεσμα, έτσι, να υποχρεούνται να παρέχουν τα αναγκαία εχέγγυα προστασίας των απαιτήσεων από διεκδικήσεις των δανειστών τους, ενώ, με την παρουσία τους, υποχρεούνται να εγγυώνται την λυσιτέλεια της τιτλοποίησης και να διασφαλίζουν, ότι, τα κεφάλαια που θα προκύψουν από τις ρευστοποίησεις των ανωτέρω τιτλοποιημένων απαιτήσεων, θα διοχετευτούν αποκλειστικά προς αποπληρωμή των ομολογιούχων επενδυτών, ώστε, για την πραγμάτωση της οικονομικής και νομικής αποξένωσης των απαιτήσεων από τις μεταβιβάζουσες τράπεζες, να καθίσταται επιβεβλημένη η απόλυτη χειραφέτηση των απαιτήσεων, ήτοι η απουσία οποιουδήποτε είδους εξουσίασής τους από αυτές και, έτσι, η νομική, οικονομική, διαχειριστική και διοικητική αυτοτέλειά των funds, όχι μόνον έναντι των τραπεζών, αλλά και έναντι των συνδεδεμένων με αυτές εταιρειών, ιδιαίτερα δε αυτών των ομίλων στον οποίους ανήκουν, ήτοι, με άλλα λόγια, η απουσία οιασδήποτε μορφής ανάμειξης των τελευταίων στην περιουσιακή διαχείριση και λειτουργία των funds.
Έτσι, κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 10, παρ. 4, Ν. 3156/2003, οι μετοχές των funds πρέπει να είναι ονομαστικές, προκειμένου να καθίσταται εφικτό σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και, ιδιαίτερα, στις αρμόδιες Αρχές, αλλά και στους ίδιους τους Δανειολήπτες, να μπορούν να διακριβώσουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και δη να ελέγξουν αν υφίσταται κάποια νομική σύνδεσή τους με τις αντισυμβαλλόμενές τους τράπεζες ή/και με τους ομίλους στους οποίους αυτές ανήκουν.
Από το σύνολο, όμως, των εγγράφων, που κοινοποιούν ή/και που θέτουν στην διάθεσή των Δανειοληπτών οι servicers και από αυτά που προσκομίζουν και επικαλούνται στα Δικαστήρια, καθώς επίσης και από τα στοιχεία των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΑ, που καταχωρίζονται σε περίληψη, κατά τις νομοθετικές απαιτήσεις του άρθ. 3, παρ. 8, Ν 2844/2000 και κατά τις νεώτερες και ακόμη ελαστικότερες απαιτήσεις του άρ. 2, της απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, περί καθορισμού των εντύπων δημοσίευσης των άρθρων 14 και 21 του ν. 5072/2023 (ΦΕΚ Α’ 198), ως προς το έντυπο δημοσίευσης της παρ. 7, άρ. 21, Ν. 5072/2023, τα οποία, σε κάθε περίπτωση, υπολείπονται κάθε νομοθετικής υποχρέωσης περί δημοσίευσης των ουσιωδών στοιχείων και των όρων των σχετικών συμβάσεων, του αντικειμένου των πωλήσεων και του τρόπου υπολογισμού των τιμημάτων τους, καθώς επίσης και περί διαφάνειας, καθίσταται προφανές, ότι….
Παραβιάζονται ευθέως όλες οι ανωτέρω διατάξεις περί τιτλοποίησης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, ως προς την θεμελιώδη αρχή του νομικού, διοικητικού και οικονομικού διαχωρισμού, του αποχωρισμού και της αποξένωσης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΑ του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που μεταβιβάστηκαν καταπιστευτικά στα funds…..
κατά την οποία, η τιτλοποίηση τους έπρεπε να εδράζεται στον πλήρη νομικό και οικονομικό αποχωρισμό και αποξένωσή τους από τις πιστώτρες τράπεζες, ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η απόλυτη χειραφέτηση τους, ήτοι η απουσία οποιουδήποτε είδους άμεσης ή έμμεσης εξουσίασής τους από αυτές.
Αντιθέτως, τράπεζες και funds, έχουν προβεί στην αυθαίρετη, διασταλτική ερμηνεία, τον επιλεκτικό συνδυασμό και την «a la carte» εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2021 και των Ν 4649/2019, 3156/2003, 4354/2015 και 5072/2023, δια των οποίων δημιούργησαν εν τοις πράγμασι το πρωτοφανές στα παγκόσμια νομικά χρονικά εφεύρημα της «πατέντας» ενός προδήλως αυθαίρετου καθεστώτος «νέου νόμου», που στην πραγματικότητα ουδόλως υφίσταται και, ότι, έτσι, επιχειρούν να συνδυάσουν κατά το δοκούν, αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, αυθαίρετα και επιλεκτικά, προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, συγκεκριμένες μόνο, «βολικές» διατάξεις εκάστου εκ των ανωτέρω εθνικών και ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ενώ γνωρίζουν καλώς, ότι, οι διατάξεις αυτές, όχι μόνο δεν δύναται να ερμηνευτούν διασταλτικά, να συνδυαστούν μεταξύ τους κατά το δοκούν, αποσπασματικά και, έτσι, να εφαρμοστούν επιλεκτικά, «a la carte», καθόσον, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτές τυγχάνουν προδήλως συγκρουόμενες, αντιφατικές και, έτσι, αλληλοαναιρούμενες η μια με την άλλη, αλλά και, ότι, η ανωτέρω παράλληλη, ταυτόχρονη, αποσπασματική και επιλεκτική εφαρμογή τους απαγορεύεται ρητά από τα ίδια ως άνω εθνικά και ευρωπαϊκά νομοθετήματα.
Με το τέχνασμα αυτό, τράπεζες, servicers και funds επιδιώκουν την δημιουργία ενός προδήλως αυθαίρετου καθεστώτος οριζόντιας εποπτικής και νομολογιακής παραδοχής και υιοθέτησης της κατά τα ανωτέρω διασταλτικής και, έτσι, «βολικής» για τα συμφέροντά τους ερμηνείας του ισχύοντος σήμερα νομοκανονιστικού πλαισίου, την οποία, δια της παρασιώπησης και απόκρυψης των αληθών πραγματικών περιστατικών ως προς τις τιτλοποιηθείσες απαιτήσεις ΜΕΑ, των οποίων οι servicers επισπεύδουν σήμερα την είσπραξη, επιχειρούν να πετύχουν την έκδοση δυσμενών για τους εκάστοτε αντιδίκους τους δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκδοθούν αν ενώπιον των Δικαστηρίων τηρούσαν το καθήκον αληθείας, ως έχουν άλλωστε υποχρέωση.
Έτσι, λοιπόν, ενώ τράπεζες και funds εμφανίζουν στον εξωτερικό κόσμο, ότι, η τιτλοποίηση των απαιτήσεων ΜΕΑ, πραγματοποιήθηκε, δήθεν, κατά τις θεμελιώδεις αρχές των τιτλοποιήσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2021 και, ιδιαίτερα, κατά την αρχή του νομικού και οικονομικού αποχωρισμού των απαιτήσεων και, έτσι, κατά τις διατάξεις του αρθ. 10, παρ. 4, Ν 3156/2003, που υπαγορεύει ρητά την υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών των funds, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, αφού, με όλες τις ανωτέρω μεθοδεύσεις, τα funds δεν αποτέλεσαν ποτέ, ως είχαν υποχρέωση, τα μέρη εκείνα, τα οποία, διά της ρητά επιβαλλόμενης, απόλυτης αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους, θα έπρεπε να ενυλώνουν την οικονομική και νομική απαγκίστρωση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων ΜΕΑ από τις πιστώτριες τράπεζες, και, έτσι, δεν διασφάλισαν ούτε ακόμη την στοιχειώδη χειραφέτησή τους, ήτοι την απουσία οποιουδήποτε είδους εξουσίασής τους από τις τράπεζες και, έτσι, τη νομική, οικονομική, περιουσιακή και διαχειριστική τους αυτοτέλεια, όχι μόνον έναντι αυτών, αλλά και έναντι κάθε συνδεδεμένου με αυτές φυσικού και νομικού προσώπου και, ιδιαίτερα, των servicers, ούτε διασφάλισαν την απουσία της οιασδήποτε μορφής ανάμειξης όλων των ανωτέρω στην περιουσιακή διαχείριση και λειτουργία τους, ενώ, περαιτέρω…..
Παρά την ρητή διάταξη του άρθρου 10, παρ. 4, Ν. 3156/2003, κατά την οποία οι μετοχές των funds πρέπει να είναι ονομαστικές, σήμερα δεν καθίσταται εφικτή, ούτε ακόμη από τις ίδιες τις Αρχές, η οποιαδήποτε διακρίβωση του ιδιοκτησιακού τους καθεστώς και, έτσι, του ελέγχουν της νομικής, οικονομικής και διοικητικής τους σύνδεσης με τις τράπεζες και τους servicers.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η πραγματικότητα είναι, ότι, με τις καταπιστευτικές μεταβιβάσεις των απαιτήσεων ΜΕΑ στα funds, οι ελληνικές τράπεζες, αντίθετα προς όλες τις ανωτέρω διατάξεις και τις αντίστοιχες νομοθετικές τους υποχρεώσεις, καταφέρνουν σήμερα να συνεχίζουν να αποκρύπτουν ότι, εν τοις πράγμασι, υφίσταται, τόσο στα πρόσωπά τους, όσο και στα πρόσωπα των servicers που διαχειρίζονται τις τιτλοποιημένες αυτές απαιτήσεις…..
Μια σαφής ενδοομιλική ταύτιση ως ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΕΣ και ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΤΕΣ στις εκτελέσεις των εξασφαλίσεων και των λοιπών περιουσιακών στοιχείων πρωτοφειλετών και εγγυητών…..
καθόσον, ενώ αυτές τυγχάνουν συνδεδεμένες, κατά ΔΠΧΑ και ΔΛΠ, με τις θυγατρικές εταιρείες REO (Real Estate Owned) των τραπεζικών ομίλων, οι τελευταίες (οι εταιρείες REO) εμφανίζονται, αντίθετα προς τις διατάξεις του αρθ. 5, παρ. 5, Ν 5072/2023, ως υπερθεματίστριες στους επισπευδόμενους από τους servicers πλειστηριασμούς. Και, ότι, περαιτέρω, αντί των τρίτων, δήθεν επενδυτών των funds, διατηρούν σήμερα οι ίδιες οι τράπεζες ή/και οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν, στα ενεργητικά τους και, έτσι, στις περιουσίες τους, το σύνολο των αντιστοίχων ομολογιών που εκδόθηκαν από τα funds και, μάλιστα, ανακοινώνουν, ότι, θα συνάψουν στο μέλλον οριστικές συμφωνίες για την πώληση του 95% των ομολογιών ενδιάμεσης και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και, ότι, περαιτέρω, θα διατηρήσουν στα ενεργητικά τους και, έτσι, στις περιουσίες τους, το 100% των ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, καθώς επίσης και και το 5% των ανωτέρω ομολογιών ενδιάμεσης και χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας, ομολογώντας, έτσι, εγγράφως, με τον πανηγυρικότερο μάλιστα τρόπο, στις ίδιες τις οικονομικές τους καταστάσεις, ότι, αντί των funds ή/και των τρίτων επενδυτών τους, διατηρούν σήμερα οι ίδιες, όχι μόνο τα συμβατικά δικαιώματα των ταμειακών ροών από τα ομόλογα που εκδόθηκαν από τα funds για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων MEA, αλλά, περαιτέρω, ότι συνεχίζουν να διατηρούν τα ίδια τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα αυτών, δια των οποίων, μάλιστα, ως προς το μέρος εκείνο των ανωτέρω αυτών ομολόγων που έλαβαν την εγγύηση του του Ελληνικού Δημοσίου, δια του Σχεδίου «Ηρακλής», πετύχαν την έμμεση κεφαλαιακή τους ενίσχυση, την ανακεφαλαιοποίηση και, κατ’ αποτέλεσμα, την βελτίωση της κεφαλαιακής της επάρκειας, με δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους, ήτοι με τις κατά τα ανωτέρω, παρανόμως παρασχεθείσες κρατικές ενισχύσεις των 23 Δις ευρώ των εγγυήσεων ΕΔ του Σχεδίου «Ηρακλής», όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα αιτήματα της EUROSTAT προς την Ελληνική Κυβέρνηση, για ανάλογες δημοσιονομικές προσαρμογές.
Κατόπιν όλων αυτών, καθίσταται πλέον αυτονόητη η απάντηση στο ερώτημα «ποιοι άραγε να είναι οι υποκρυπτόμενοι, πραγματικοί μέτοχοι των funds, οι μεγάλοι παίκτες που κρύβονται πίσω από τον στρατό των αχυρανθρώπων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που ανακυκλώνονται στις εκατοντάδες οντότητες ειδικού σκοπού, στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο;;;».
Είναι οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες, οι θαλασσοδανεισμένοι μεγαλομέτοχοι και οι μεγαλοπελάτες τους και οι διοικήσεις που τις χρεοκόπησαν ήδη από το 2008, τότε που έλαβε χώρα η πρώτη τους διάσωση με χρήματα των Ελλήνων Φορολογουμένων, με το πακέτο Αλογοσκούφη των 28 Δις ευρώ. Και πως να μην είναι, άλλωστε, οι ίδιες οι τράπεζες, όταν οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν, έχουν σήμερα το θράσος ακόμη και να ενοποιούν αυτά τα funds στις οικονομικές τους καταστάσεις, μαζί με τις εταιρείες REO, με αποτέλεσμα, έτσι, τα δήθεν ξένα αυτά funds της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου, να είναι στην πραγματικότητα 100% Made in Greece, παραμάγαζα και κελύφη μιας χρήσης των ελληνικών τραπεζών, που τα ανακυκλώνουν προκλητικά, ακόμη και με επωνυμίες τύπου Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, κλπ, στο καρουζέλ των καταπιστευτικών τιτλοποιήσεων των κόκκινων δανείων τους !!!
Είναι τόσο προκλητικό, που δεν μπορεί να γίνει πιστευτό. Ότι, δηλαδή, είναι οι ίδιες οι ελληνικές τράπεζες και οι όμιλοι στους οποίους αυτές ανήκουν, που ομολογούν ευθέως, στις οικονομικές τους καταστάσεις, ολόκληρη την διάρθρωση του οργανωμένου αυτού εγκλήματος του λευκού τραπεζικού κολάρου, που συνεχίζει να διαπράττεται καθημερινά, δια πράξεων και παραλήψεων, με τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις ΜΕΑ τουλάχιστον 2.500.000 ΑΦΜ ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και που συνιστά τον ορισμό του ξεπλύματος του μαύρου χρήματος και, μάλιστα, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για 23 ολόκληρα Δις ευρώ.
Στην υγειά, όπως πάντα, των ίδιων και των ίδιων κορόιδων…..
Καλή Χρονιά !!!