Τα κόλπα των servicers με τα επιτόκια του νόμου Κατσέλη
Ο ν. 3869/10 (Νόμος Κατσέλη) αποτέλεσε για χιλιάδες δανειολήπτες που περιήλθαν, άνευ δόλου, σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους, ασφαλές νομικό καταφύγιο τα χρόνια της μεγάλης κρίσης προκειμένου να ρυθμίσουν τις οφειλές και να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους. Σήμερα, έχουν εκδοθεί περισσότερες από 100.000 τελεσίδικες ή και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις υπαγωγής στο νόμο και προστασίας της πρώτης κατοικίας των οφειλετών.
Γράφει ο Δημήτριος Α. Λυρίτσης, Δικηγόρος, ειδικός σε θέματα κόκκινων δανείων, Μέλος ΔΣ ΔΣΑ
Οι αποφάσεις αυτές προβλέπουν την καταβολή έντοκων μηνιαίων δόσεων σε βάθος χρόνου και έως την συμπλήρωση ποσοστού επί της αντικειμενικής ή εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας, ανάλογα με το χρόνο άσκησης της Αίτησης υπαγωγής στο νόμο.
Ωστόσο, την τελευταία διετία οι δανειολήπτες παρατηρούν υπέρμετρες αυξήσεις στα αναλογούντα ποσά δόσεων που καλούνται να καταβάλλουν στους servicers, σε σχέση με την δόση που τους είχε ορίσει το Δικαστήριο και μέχρι πρότινος κατέβαλαν.
Δεν είναι λίγες οι φορές μάλιστα, που οι δανειολήπτες καλούνται να καταβάλλουν μηνιαία δόση, υπερδιπλάσια της αρχικής, γεγονός που οδηγεί πολλούς από αυτούς σε οικονομικό αδιέξοδο και νέα αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων τους, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις μηνιαίες καταβολές, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την προστασία της πρώτης κατοικίας τους, με ορατό το ενδεχόμενο καταγγελίας της δικαστικής ρύθμισης και πλειστηριασμού.
Οι λόγοι των αυξήσεων
Ο βασικός λόγος της αυξητικής έκρηξης του ποσού της δόσης οφείλεται στον τρόπο εκτοκισμού που εφαρμόζουν οι πιστωτές, ερμηνεύοντας με βάση το συμφέρον τους τις δικαστικές αποφάσεις και κατ΄ επέκταση το νόμο.
Ειδικότερα, επειδή στην πλειονότητα των δικαστικών αποφάσεων του Ν. 3869/2010, δεν διευκρινίζεται εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση ή στο συνολικό κεφάλαιο, δημιουργώντας σημαντική ασάφεια σε βάρος των δανειοληπτών, οι πιστωτές εφαρμόζουν τον υπολογισμό του επιτοκίου επί του συνολικού κεφαλαίου, επιφέροντας υπέρμετρη επιβάρυνση στον οφειλέτη.
Ο υπολογισμός, όμως, αυτός είναι εσφαλμένος κατά την άποψη του γράφοντα, και τούτο διότι το Δικαστήριο του ν. 3869/10 μεταπλάσσει το περιεχόμενο και το ύψος των απαιτήσεων των πιστωτών, προς όφελος του οφειλέτη, ήτοι το Δικαστήριο που κρίνει την αίτηση του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3869/2010 διαπλάθει εκ νέου τις δανειακές αρχικές συμβάσεις που συνήψε ο οφειλέτης με τους πιστωτές του, ορίζοντας εκ νέου το συνολικά καταβλητέο από τον οφειλέτη ποσό, τον αριθμό των δόσεων αυτού, καθώς επίσης και τις λοιπές προϋποθέσεις (τόκος, εξαίρεση ή ρευστοποίηση υπέγγυων ή όχι περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, συνέπειες μη τήρησης ρύθμισης κλπ.) με τις οποίες θα γίνει η αποπληρωμή των απαιτήσεων από τον οφειλέτη.
Με την επέμβαση αυτή του Δικαστηρίου γίνεται ρύθμιση των οφειλών που έχουν ενταχθεί και πληρούν τις κατά νόμο προϋποθέσεις, και επέρχεται η απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των απαιτήσεων, υπό τον όρο τήρησης από αυτόν της γενόμενης ρύθμισης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με την έκδοση της απόφασης υπαγωγής στο ν. 3869/2010 αφενός μεν παύει σαφώς τόσο η ισχύς της συναφθείσας με τον οιοδήποτε πιστωτή σύμβασης, αλλά όσο και των αρχικά συμφωνηθέντων όρων εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων προς τον πιστωτή και αφετέρου δε επιτυγχάνεται η αναδιάρθρωση των οφειλών κατά τρόπο αμιγώς διαπλαστικό, με τον εκ νέου προσδιορισμό του ύψους αυτών και του τρόπου αποπληρωμής τους.
Με την δικαστική απόφαση ορίζεται για τη διάσωση της κύριας κατοικίας είτε η καταβολή εκ μέρους του οφειλέτη ποσού ίσου με το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του είτε, εάν η αίτηση έχει κατατεθεί από την 1.1.2016 και εξής, η καταβολή ποσού ίσου με την εμπορική αξία αυτής, αφαιρουμένων των εξόδων πλειστηριασμού.
Το καταβλητέο στο πλαίσιο του ν. 3869/2010 ποσό που προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, δεν αποτελεί νέο δανειακό προϊόν και δεν συνδέεται με τους περιλαμβανόμενους στην αρχικά συναφθείσα με τον πιστωτή σύμβαση όρους, των οποίων η ισχύς κατά τα ως άνω αναφερόμενα παύει και άρα δεν διέπεται από τους κανόνες του τραπεζικού δανεισμού.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθ. 8 παρ. 2 και 5 του ν. 3869/2010, σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές. Ειδικότερα, η κατ’ άρθ. 2 παρ.1 του Συντάγματος, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου, θέτει ως όριο της πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική απόφαση, την διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβιώσεως του οφειλέτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ εάν το Δικαστήριο στερήσει αυτήν την δυνατότητα στον αιτούντα τότε προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου, την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που πρέπει να διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του.
Επίσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 21 του Συντάγματος η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους τελεί υπό την προστασία του Κράτους. Επισημαίνεται ότι κατά τον καθορισμό του μηνιαίου κόστους διαβίωσης δεν πρέπει να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης της οικογένειας του οφειλέτη (άρθ. 2 παρ. 1 Συντ., «Existenzminimum»), το οποίο προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων τόσο αντικειμενικών, με βάση το εισόδημα ή την περιουσία, όσο και υποκειμενικών, σύμφωνα με την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, την υγεία και την ηλικί των προσώπων.
Η επανένταξη δηλαδή του οφειλέτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή δια της υπαγωγής της στο Ν. 3869/2010 δεν πρέπει να γίνει σε βάρος της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητάς της οικογένειάς του στα πλαίσια που επιβάλλει το κοινωνικό κράτος και δεν θα πρέπει με τον καθορισμό από το Δικαστήριο του ύψους των μηνιαίων δόσεων να επέρχεται εξαθλίωση αυτού. Άλλωστε, σκοπός της θέσπισης του Ν. 3869/2010 είναι πρωτίστως, η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, η οποία επιτάσσεται από λόγους τόσο δημόσιου συμφέροντος όσο και σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Ως εκ τούτου, γνώμονας για την τελική κρίση του επιληφθέντος αρμόδιου Δικαστηρίου είναι η ρύθμιση των χρεών με τον ορθότερο και επωφελέστερο για αμφότερες τις αντίδικες πλευρές τρόπο και όχι η απομύζηση και εξόντωση (οικονομική και ηθικοκοινωνική) του υπερχρεωθέντος οφειλέτη.
Συνταγματική βάση
Επιπροσθέτως, από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγ-γύηση του Κράτους.
Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. …
Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», απορρέουν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Οι αρχές αυτές, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπουν την αιφνίδια μεταβολή ουσιωδών στοιχείων της σταθερά διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων, στη διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει, μεταξύ άλλων, και κατά τον καθορισμό των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσής τους, παρά μόνο στο μέτρο που η μεταβολή αυτή δικαιολογείται από υπέρτερους λό¬γους δημοσίου συμφέροντος και στο βαθμό που, ενόψει της αρ¬χής της αναλογικότητας, τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και των δικαιωμάτων ή των νόμιμων προσδοκιών των θιγομένων από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος.
Επειδή τέλος, ο αναμφισβήτητα βασικός στόχος του ν. 3869/2010 υπήρξε η διάσωση της κύριας (ή και δυνητικής κύριας) κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται.
Επιπλέον, η επιλογή της εκουσίας δικαιοδοσίας ως διαδικασίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον Δικαστή, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω και ως ένα βαθμό από την τραπεζική ορολογία με την στενή έννοια.
Αλλά και ο ίδιος ο ν. 3869/2010 στο άρθρο 6 παρ.3 αυτού αναφέρει ότι «οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται», ρύθμιση που δεν συνάδει επουδενί με τα τραπεζικώς ισχύοντα.
Θα πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο του άρθρου 9 παρ.2, ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα έχει η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ.2 ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 ή 35 έτη, ανάλογα με την περίπτωση. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται ρητά στην αιτιολογική του έκθεση, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη χρεών τα οποία αδυνατεί να πληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι έτσι μόνο εξυπηρετείται ο ανωτέρω σκοπός του νόμου (βλ. ad hoc ΕιρΛαυρ 22/2023, αδημ.).
Εν αναμονή της απόφασης
Επειδή, όμως, τα δικαστήρια μας έχουν εκδώσει αντιφατικές αποφάσεις επί Αιτήσεων Ερμηνείας των οφειλετών (καίτοι η συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεων αποδέχεται την εφαρμογή του επιτοκίου επί της δόσης), το Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων, κρίνοντας επί αντίστοιχης υποθέσεως, έκρινε σκόπιμο να υποβάλλει στην Επιτροπή του αρθ. 20Α Κ.Πολ.Δ. του ΑΠ προδικαστικό ερώτημα για το ζήτημα, ζητώντας να κρίνει η Επιτροπή εάν η υπόθεση πρέπει να εισαχθεί προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ γιατί αφορά δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Η συνεδρίαση της Επιτροπής έλαβε χώρα στις 5/11/2024 και αναμένεται σύντομα η κρίση της.
Επισημαίνεται ότι, στην εν λόγω συνεδρίαση άσκησαν Πρόσθετες Παρεμβάσεις υπέρ του οφειλέτη οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Αθηνών και Ιωαννίνων, ως το επιβάλλουν ο Κώδικας Δικηγόρων και παραδόσεις του σώματος, να στεκόμαστε έμπρακτα δίπλα στους αδύναμους και ευάλωτους δανειολήπτες, που ασφυκτιούν υπό το βάρος της υπερχρέωσης και της επιθετικής στρατηγικής των funds και των servicers.
Άλλωστε η διεκδίκηση μιας δίκαιης, αποτελεσματικής και βιώσιμης λύσης στο μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους συνιστά για εμάς έναν στρατηγικό στόχο που θα οδηγήσει σε μία κοινωνία με δικαιοσύνη, ισότητα και ευημερία.
Αυτόν τον στόχο θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους.