
Εχει βγάλει το παπούτσι του, δίπλα έχει τοποθετήσει την κάλτσα. Οι τρεις άνθρωποι δεξιά του τελείωσαν πρώτοι και τώρα τους παίρνει ο ύπνος με μισοτελειωμένα τσιγάρα στο στόμα, όσο εκείνος περιεργάζεται διεξοδικά το πόδι του, αναζητώντας μια φλέβα. Την ίδια στιγμή, περίπου 30 χρήστες χτυπούν ενέσεις στην οδό Ιεροθέου. Κάποιοι κοιμούνται έξω από το κτίριο της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην Καρόλου, άλλοι τρυπιούνται στη γωνία με Νικηφόρου, στην Κουμουνδούρου, στην Ξούθου, στη Βερανζέρου. Είναι ακόμα ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Η Μάρνη και οι γύρω δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια, εγκαταλελειμμένα κτίρια, ξεθωριασμένες επιγραφές από ένα παρελθόν της περιοχής που έχει από χρόνια εκλείψει. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται το τετράστερο ξενοδοχείο Boss Boutique Hotel, που άνοιξε το 2020. Στον απέναντι δρόμο κάποιος σνιφάρει σκόνη, στη γωνία γυναίκες κάνουν πιάτσα. Περνώντας μπροστά από το ξενοδοχείο, ένας πωλητής αιφνιδιάζει ανυποψίαστους περαστικούς με αρώματα που βγάζει από μια χάρτινη σακούλα. Δύο τουρίστες βγαίνουν από την είσοδο του ξενοδοχείου – είναι η πρώτη τους φορά στην Αθήνα. «Αυτό που βλέπουμε είναι η πρώτη μας ελληνική εμπειρία», λέει στην «Κ» ο Λούκας, «ποιος ξέρει, μπορεί όλη η Ελλάδα να είναι έτσι».
Ο Κωνσταντίνος Μαστραντώνης, διευθυντής του Marina Athens Hotel στη Βούλγαρη, δηλώνει στην «Κ» πως η βαθμολογία που βάζουν οι τουρίστες στην τοποθεσία του καταλύματος είναι συχνά μηδενική. «Δεν τόλμησα να βγω από το ταξί – έκλεισα άλλο ξενοδοχείο», έγραψε ο Λουίς Μαλασάν στο Google. «Φοβόμασταν για τις ζωές μας όταν περπατούσαμε προς το ξενοδοχείο», έγραψε ο Ισαάκ Κάρτριτζ, «μείναμε 10 λεπτά και κλείσαμε άλλου». «Στη Βούλγαρη μπορεί να έρθει όποιος θέλει, ό,τι ώρα θέλει, και να βρει όποιο ναρκωτικό θέλει», λέει ο κ. Μαστραντώνης, τονίζοντας πως το κλίμα είναι αφιλόξενο για τους πελάτες. «Για παιδιά και οικογένειες ούτε λόγος», συμπληρώνει. Φροντίζει κοπέλες να μη δουλεύουν ποτέ απογευματινές βάρδιες. «Δεν είναι ένα υγιές, ασφαλές και ευχάριστο περιβάλλον», αναφέρει. Πολλοί εργαζόμενοι της περιοχής έχουν την ίδια άποψη. Υπάλληλος φαρμακείου λέει στην «Κ» ότι φοβάται καθημερινά.
«Επικρατεί μια χαοτική κατάσταση, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει», δηλώνει. Πολλές φορές δεν μπορεί να ανοίξει το φαρμακείο διότι απέξω κοιμούνται χρήστες, ενώ συχνά βρίσκει «σύριγγες, βρωμιές, περιττώματα». Καλούν, σημειώνει, πολύ συχνά την Αστυνομία όταν δημιουργούνται επεισόδια μεταξύ χρηστών, και όχι μόνο, αλλά το χειρότερο είναι οι εφημερίες. «Δεν τολμάνε οι πελάτες να βγουν από το αυτοκίνητό τους στις 2 το πρωί για να έρθουν στο φαρμακείο», λέει, «πηγαίνουν αλλού». Δύο κουρεία στα πέριξ της Ομονοίας είναι άδεια. «Βλέπεις πόσες καρέκλες είναι εδώ μέσα;», λέει στην «Κ» μια κομμώτρια, «κάποτε δουλεύαμε επτά άτομα». Τώρα είναι μόνη της – «αναγκάζομαι και κλείνω την πόρτα όταν κάνω ανταύγειες», αναφέρει. «Είμαστε στα όρια να κλείσουμε», δηλώνει ένας κουρέας, υπογραμμίζοντας τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης και του κορωνοϊού στη μείωση της πελατείας, αλλά και της ευρύτερης εξαθλίωσης της περιοχής.
«Εχουν γίνει χειρότερα τα πράγματα, πατάμε ενέσεις, βλέπουμε αίματα, σπασμένα τζάμια», λέει στην «Κ» η Μαίρη Φεγγάρα, εργαζόμενη στον τομέα προμηθειών. «Τους χρήστες τους λυπόμαστε», τονίζει, «αλλά καταντάει επικίνδυνο για την υγεία μας». Η ίδια αποφεύγει να περπατάει στους δρόμους γύρω από το γραφείο – «φοβάσαι να κατέβεις από το τρένο», αναφέρει. Η 54χρονη Φιλιώ Χατήρα, ιδιοκτήτρια βιβλιοπωλείου στη Μενάνδρου, τονίζει πως κάποιους χρήστες τους βλέπει χρόνια – «με χαιρετάνε», αναφέρει. Δεν έχει δεχθεί ποτέ επίθεση, σε αντίθεση με πελάτη της, αλλά πέραν του ότι παλαιότεροι πελάτες έχουν σταματήσει να έρχονται στην περιοχή, την προηγούμενη εβδομάδα δεν μπορούσε να ανοίξει το βιβλιοπωλείο γιατί κάποιος έκανε ένεση έξω από την πόρτα.