Πότε ευθύνεται η τράπεζα για τη ζημία του επενδυτή; Τι απαντά ο Άρειος Πάγος

Η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα ενέχει εγγενείς κινδύνους, όμως συχνά οι επενδυτές δεν διαθέτουν την απαιτούμενη εμπειρία ή ενημέρωση για να τους αξιολογήσουν σωστά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η τράπεζα που τους διέθεσε τα προϊόντα έχει ευθύνη – και αν ναι, με ποια νομική βάση.
Η απόφαση 1251/2024 του Αρείου Πάγου αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ευθύνης, κρίνοντας κατά της τράπεζας για παραπλανητική ενημέρωση και πλημμελή καθοδήγηση επενδυτών και επικυρώνοντας αποζημίωση που συνολικά έφτασε τα 4 εκατομμύρια ευρώ!
Σύντομο ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση αφορούσε δύο επενδυτές, οι οποίοι το 2007 συνήψαν με την τράπεζα EFG Eurobank Ergasias και τη θυγατρική της Eurobank A.E.Π.Ε.Υ. σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο αυτής, αγόρασαν ομόλογα της Kaupthing Bank hf. (ονομαστικής αξίας 2.200.000 ευρώ) και της DEPFA BANK plc (ονομαστικής αξίας 2.736.000 ευρώ), καταβάλλοντας συνολικά σχεδόν 5 εκατομμύρια ευρώ. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, τα επίμαχα ομόλογα σήμερα «έχουν μηδενική αξία», οδηγώντας τους επενδυτές σε ολοσχερή απώλεια του κεφαλαίου τους.
Οι επενδυτές ισχυρίστηκαν ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας τούς παραπλάνησαν, παρουσιάζοντας τα προϊόντα ως ασφαλή, με εγγυημένο κεφάλαιο, συγκρίσιμα με προθεσμιακές καταθέσεις, χωρίς να τους ενημερώσουν επαρκώς για τον πιστωτικό κίνδυνο του εκδότη. Για τα γεγονότα αυτά προσέφυγαν με αγωγή κατά της τράπεζας και δύο υπαλλήλων της, ζητώντας αποζημιώσεις για θετική, αποθετική ζημία και ηθική βλάβη.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την απόφαση 3086/2019, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Έκρινε ότι η τράπεζα και ένας εκ των υπαλλήλων της ευθύνονται εις ολόκληρον για την επενδυτική ζημία και αναγνώρισε υποχρέωση αποζημίωσης υπέρ των επενδυτών.
Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση η τράπεζα και ο υπάλληλος που κρίθηκε υπεύθυνος. Το Εφετείο Αθηνών (απόφαση 6003/2020) δέχθηκε εν μέρει την έφεση. Συγκεκριμένα, απέρριψε την ευθύνη του υπαλλήλου, περιόρισε την ευθύνη της τράπεζας όσον αφορά ένα μέρος της αποζημίωσης για τον έναν εκ των επενδυτών και επικύρωσε την υπόλοιπη απόφαση του Πρωτοδικείου, αναγνωρίζοντας ευθύνη της τράπεζας.
Κατόπιν αυτού, η τράπεζα προσέφυγε στον Άρειο Πάγο με αίτηση αναίρεσης, η οποία εξετάστηκε με την απόφαση ΑΠ 1251/2024.
Τα επιχειρήματα των επενδυτών – Πώς θεμελιώνεται η ευθύνη της τράπεζας
Οι επενδυτές υποστήριξαν ότι η τράπεζα και οι υπάλληλοί της παρουσίασαν παραπλανητικές διαβεβαιώσεις και απέκρυψαν τους κινδύνους των επενδυτικών προϊόντων, ενώ τους έπεισαν να προβούν σε αγορές χωρίς να διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις. Με λίγα λόγια, παραβίασαν υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση επενδυτικών υπηρεσιών και το άρθρο 914 ΑΚ (αδικοπραξία).
Ειδικότερα, η τράπεζα είχε ενδοσυμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, την ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών για την ενημέρωση των επενδυτών τόσο για τον πιστωτικό κίνδυνο όσο και για το είδος του προϊόντος, ότι δηλαδή πρόκειται για σύνθετα, υψηλού κινδύνου ομόλογα, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η συμβατότητα του προϊόντος με το επενδυτικό προφίλ του πελάτη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση:
«Η αναιρεσείουσα αθέτησε, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας με τους αναιρεσίβλητους σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, την υποχρέωση για ακριβή, πλήρη και κατάλληλη καθοδήγηση, διαφώτιση και ενημέρωση τους σχετικά με την φύση, τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των άνω επενδυτικών προϊόντων».
Μάλιστα, η υπάλληλος της τράπεζας τους πρότεινε την αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων, τα οποία δεν ήταν συμβατά με το επενδυτικό τους προφίλ ως συντηρητικών επενδυτών, παρουσιάζοντάς τα ως προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένο κεφάλαιο.
Η υπερασπιστική γραμμή της τράπεζας
Η τράπεζα αντέτεινε ότι ενημέρωσε πλήρως και εγγράφως τους επενδυτές, τους παρουσίασε καταλόγους με διαθέσιμα ομόλογα και εκείνοι επέλεξαν μόνοι τους τι να αγοράσουν. Μάλιστα, υποστήριξε ότι τόνισε ότι δεν υπήρχε εγγύηση επιστροφής κεφαλαίου και ο εκδότης (όχι η τράπεζα) φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο.
Η τράπεζα υποστήριξε επίσης ότι το προϊόν ήταν απλό ομόλογο με κυμαινόμενο τοκομερίδιο, και όχι σύνθετο ή επικίνδυνο προϊόν, ενώ επικαλέστηκε δεδικασμένο από παλαιότερη απορριπτική απόφαση εναντίον άλλης τράπεζας του ίδιου ομίλου.
Η απόφαση του δικαστηρίου: Ευθύνη της τράπεζας
Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την ευθύνη της τράπεζας, εστιάζοντας όχι στον τυπικό χαρακτήρα των εγγράφων αλλά στην ουσία της καθοδήγησης που δόθηκε στους επενδυτές.
Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι υπήρξε παροχή αναληθών διαβεβαιώσεων από υπάλληλο της τράπεζας και απόκρυψη του γεγονότος ότι τα προϊόντα ήταν σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα μειωμένης εξασφάλισης. Υπό αυτό το πρίσμα, κρίθηκε ότι οι αναιρεσείοντες παραβίασαν την υποχρέωση πρόνοιας και ενημέρωσης που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 288 και 914 ΑΚ.
Το ανώτατο δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι ζημιές των επενδυτών συνδέονταν αιτιωδώς με τις παραλείψεις και τις πράξεις της τράπεζας και των υπαλλήλων της και έκρινε ότι θεμελιώνεται και ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη.
Συμπερασματικά
Η απόφαση 1251/2024 του Αρείου Πάγου υπενθυμίζει πως οι τράπεζες δεν μπορούν να απαλλάσσονται από ευθύνες επικαλούμενες ότι οι επενδυτές υπέγραψαν τα κατάλληλα έγγραφα. Όταν οι συμβουλές, οι διαβεβαιώσεις ή η πλημμελής ενημέρωση επηρεάζουν καθοριστικά την επενδυτική απόφαση, τότε η τράπεζα θεωρείται υπεύθυνη και καλείται να αποζημιώσει.