Παγκοσμιοποίηση: Το πιο βαρύ πλήγμα για τη Δημοκρατία

Παγκοσμιοποίηση: Το πιο βαρύ πλήγμα για τη Δημοκρατία
71 / 100 SEO Score

Οι κήρυκες της παγκοσμιοποίησης υποσχέθηκαν σχεδόν μια ουτοπία. Έναν κόσμο ενωμένο, που όσο θα γίνεται πλουσιότερος τόσο θα γίνεται πιο δημοκρατικός και θα ξεχνά παραδόσεις, εθνικότητες και έριδες, σαγηνευμένος από τα οφέλη της διεθνοποιημένης «ελεύθερης αγοράς».

Το όραμα ήταν αναμφίβολα ωραίο. Στην πράξη, όμως, φαίνεται να καταλήγει σε αντίστοιχο χρονοντούλαπο με αυτό του κομμουνιστικού διεθνισμού, που εκφυλίστηκε στo θνησιγενές κακέκτυπο του «υπαρκτού» σοσιαλισμού.

Αυτή είναι η μοίρα όλων των θεωρητικών σχεδίων που παραγκωνίζουν την ανθρώπινη φύση, αδιαφορούν για τις πρακτικές λεπτομέρειες και υποτιμούν παραδόσεις, αξίες, αλλά και φιλοδοξίες εθνικές, ριζωμένες βαθιά στην ιστορία.

Γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου, euro2day.gr

Πίσω όμως από τους οραματιστές της παγκοσμιοποίησης και του κατά Φουκουγιάμα «τέλους της ιστορίας», βρέθηκαν υποταγμένοι πολιτικοί και άπληστοι μάνατζερ πολυεθνικών που αρκέστηκαν στο βραχυπρόθεσμο κέρδος.

Ίσως ακούγεται βαρύς ο χαρακτηρισμός αλλά είναι μάλλον δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι σοβαρά προβλήματα τα οποία είχε επισημάνει ο υπογράφων από αυτή την ταπεινή γωνία του κόσμου, πριν από… 15 χρόνια, (Παγκοσμιοποίηση: Πίσω είχε η αχλάδα την ουρά), δεν έγιναν εγκαίρως αντιληπτά στα ηγετικά κέντρα της Δύσης, λόγω… αφέλειας και καλών προθέσεων.

Ιδίως οι πολιτικοί «ξέχασαν» τις επιπτώσεις που θα έχει η ελεύθερη ροή κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών, σε έναν κόσμο με εντελώς άνισους φορολογικούς συντελεστές, με χαώδεις διαφορές σε συστήματα ασφάλισης και συνταξιοδότησης, με κεφαλαιοκράτες που έπαψαν να υπηρετούν την έννοια της εθνικής ισχύος και θεώρησαν εαυτούς «πολίτες του κόσμου».

Για αυτό και στην πράξη, τα οφέλη -για τη Δύση- αποδείχτηκαν πρόσκαιρα. Πολιτικοί και μεγάλοι «τοπ μάνατζερ», σε θέσεις σχεδόν εξ ορισμού εφήμερες, καθόρισαν μακροπρόθεσμες πολιτικές, ταΐζοντας το «θηρίο», που τώρα απειλεί να εξοντώσει τους διαδόχους τους.

Η μείωση στην παγκόσμια «πίτα» και ο υπερδανεισμός

Μια ματιά στον τρόπο που εξελίχθηκαν τα ελλείμματα και ο κρατικός δανεισμός στις μεγάλες οικονομίες της Δύσης είναι αρκετή για να καταδείξει ότι εδώ και δεκαετίες, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών συντηρείται με «ενέσεις», υποκαθιστώντας τα οφέλη μιας υγιώς αναπτυσσόμενης δημοκρατικής οικονομίας, με τα δανεικά. Πρόκειται για πορεία παράλληλη με την εκτόξευση της παγκοσμιοποίησης, μετά το 1990, κι ακόμη περισσότερο από το 2000 και μετά.

Το 1980, οι μεγάλες οικονομίες της Δύσης είχαν επίπεδα δανεισμού προς ΑΕΠ της τάξεως του 50%. Μέσα σε δύο γενιές όμως (με εξαίρεση τη βιομηχανική Γερμανία, που κι αυτή πλέον αρχίζει να υποκύπτει αναγκαστικά στα θέλγητρα του δανεισμού), ξεπέρασαν το όριο του 100%, με ορισμένες εξ αυτών να έχουν ήδη σπάσει τα κοντέρ!

χρεη

Πρόκειται για εξέλιξη που δεν είναι καθόλου άσχετη με τη διαρκώς μειούμενη συμμετοχή των ανεπτυγμένων χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ούτε με την εκρηκτική άνοδο της κινεζικής οικονομίας. Τα επίσημα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το 1980 έως το 2024 δίνουν την εικόνα:

Το μερίδιο των ανεπτυγμένων χωρών, σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP), που δείχνει την πραγματική «παραγωγική δυναμικότητα» στις διακρατικές συγκρίσεις, έπεσε από σχεδόν 65% το 1980, σε περίπου 50% το 2008 και στο 39% το 2025, με προοπτική να φτάσει το 36,5% μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.

Αντίθετα η Κίνα, ο πρωταθλητής του αναπτυσσόμενου κόσμου, ξεκίνησε από το 2% το 1980 για να φτάσει στο 20% μέσα σε 45 χρόνια… δεκαπλασιάζοντας το μερίδιό της!

Αυτή η διαδικασία αλλαγής ισορροπιών δεν ήταν καθόλου «win-win», όπως κάποιοι αφελώς πίστεψαν. Στην πραγματικότητα έμοιαζε περισσότερο με εφαρμογή στην πράξη της θεωρίας των συγκοινωνούντων δοχείων. Το ένα άδειαζε καθώς το άλλο γέμιζε, ενώ τα κράτη της Δύσης έπαιξαν τον ρόλο του «αμορτισέρ» στους κοινωνικούς και οικονομικούς κραδασμούς, αυξάνοντας ελλείμματα και χρέη. Μια διαδικασία που έφτασε συχνά σε υπερβολές, μέσα από τον πολιτικό ανταγωνισμό.

Η πρακτική όμως αυτή, που εξασφάλιζε την ανοχή των πολιτών-ψηφοφόρων, ιδίως της μικρομεσαίας τάξης, έχει φτάσει στα όριά της. Φαίνεται αυτό ολοκάθαρα και από την απότομη άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων δανεισμού, σε ολόκληρη τη Δύση, παρά την πτωτική τάση στα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών.

Το άμεσο πολιτικό πρόβλημα που «σκοτώνει κυβερνήσεις»

Οι κυβερνήσεις δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τον πληθωρισμό (ο οποίος ούτως ή άλλως μάλλον θα αποδειχθεί πολύ σκληρός για να πεθάνει), ούτε μόνο τις συνέπειες των «κοσμοπολίτικων» πολιτικών τους, σε θέματα μετανάστευσης, υποβάθμισης της έννοιας του έθνους και καθιέρωσης ενός άκρατου δικαιωματισμού.

Επιπλέον, είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα στις επιταγές των αγορών -που τις υποχρεώνουν να κινηθούν σε ολοένα και στενότερα δημοσιονομικά όρια- και στην αδυναμία τους να φορολογήσουν τον μεγάλο πλούτο και τα κέρδη των επιχειρηματικών κολοσσών. Μια άμεση συνέπεια της ελεύθερης ροής κεφαλαίων, που επιτρέπει σε πλούσιους ιδιώτες και μεγάλες εταιρείες να μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα όπου είναι βολικότερο.

Αυτοί βεβαίως που απομένουν, είναι οι απλώς εύποροι και η μικρομεσαία τάξη. Όμως, με τα επίπεδα φορολογίας να είναι ήδη σε δυσβάσταχτα επίπεδα, αλλά και τις συγκεκριμένες τάξεις να αποψιλώνονται οικονομικά, πολιτικός μονόδρομος γίνονται οι περικοπές.

Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στη Γαλλία όσο και στη Μεγάλη Βρετανία γίνονται τελευταία έντονες συζητήσεις για τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, που όμως δύσκολα θα ευοδωθούν. Ούτε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης καλλιεργείται σε υπερβολικό βαθμό η αίσθηση της ρωσικής απειλής, προκειμένου να επικρατήσει ένας «μιλιταριστικός κεϊνσιανισμός». Ο οποίος, αναπόφευκτα, όπως ήδη παραδέχεται η κυβέρνηση της Γερμανίας, «πρέπει» να συνοδευτεί από περικοπές στο κοινωνικό κράτος.

Τα παραπάνω ενισχύουν τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης (συχνά πλέον πλειοψηφικού) που, έστω και διαισθητικά, βλέπει ζοφερές τις μελλοντικές προοπτικές. Και αναζητά λύσεις κυρίως σε λαϊκιστικά-εθνικιστικά ρεύματα, θεωρώντας ότι το διεθνιστικό και «φιλελεύθερο» κυρίαρχο σύστημα λειτούργησε εις βάρος του.

Τούτες είναι οι πραγματικές αιτίες και όχι τα… σόσιαλ μίντια, τα οποία περισσότερο λειτουργούν ως καθρέφτης αυτής της δυσαρέσκειας, καθόσον τα παραδοσιακά ΜΜΕ χάνουν ολοένα και περισσότερο σε αξιοπιστία, εξαιτίας της στρατευμένης στάσης τους. Τρολ και fake news διακινούν πλέον όλες οι πλευρές, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος ανατρέχοντας και στο ελληνικό τοπίο. Το κυρίαρχο κλίμα, όμως, όταν αποκτήσει ορμή, δεν μεταβάλλεται.

social2

Τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά. Στην κινούμενη άμμο έχει βυθιστεί ήδη ο Μακρόν στη Γαλλία και ο Στάρμερ στη Μεγάλη Βρετανία, με τη δημοτικότητά τους να έχει πέσει σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ στην ίδια διαδρομή κινείται ολοταχώς και η κυβέρνηση Μερτς στη Γερμανία. Και στις τρεις περιπτώσεις, ωφελημένα βγαίνουν κυρίως τα κόμματα της ριζοσπαστικής-εθνικιστικής δεξιάς, τα οποία ήδη έχουν την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις.

Η θεμελιώδης υπόσχεση της Δημοκρατίας

Προς το παρόν, η Ελλάδα, ως μια σχετικά «κλειστή» οικονομία που πέρασε από μεγάλη κρίση και αντιδρά ακόμη ως πιεσμένο ελατήριο, βρίσκεται ένα βήμα πίσω. Τα σημάδια όμως είναι ευδιάκριτα και στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, από τον βαθμό δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης, που φτάνει στο 70-75%, άσχετα αν δεν έχουν βρεθεί ακόμη αποτελεσματικοί εκφραστές της.

Διότι με τέτοια επίπεδα δυσαρέσκειας, η σύγχρονη δημοκρατία δυσκολεύεται πολύ να λειτουργήσει. Στον πυρήνα της, είναι το πολίτευμα που υπόσχεται στη μεγάλη μάζα των πολιτών ενός έθνους-κράτους ότι, αν μη τι άλλο, έστω και άνισα, το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρόν.

Μια υπόσχεση που με τις σημερινές πολιτικές θεωρείται πια σχεδόν ανέφικτη από απολύτως πλειοψηφικά ποσοστά πολιτών. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά μέσο όρο μόλις 1 στους 5 πολίτες των ανεπτυγμένων οικονομιών θεωρεί πως η επόμενη γενιά θα είναι σε καλύτερη θέση από τη δική του, σύμφωνα με διεθνή έρευνα της Edelman για το 2025.

Και αυτό εξηγεί την ολοένα και αυξανόμενη ροπή σε πιο απολυταρχικές εκδοχές του πολιτεύματος. Η περίφημη ρήση του Ντενγκ Σιαοπίνγκ περί ιδεολογίας, ότι «δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια», να υπηρετεί δηλαδή το κοινωνικό-οικονομικό πρόταγμα, αποκτά ολοένα και περισσότερους θιασώτες στη σημερινή Δύση, εις βάρος της κατεστημένης δημοκρατίας.

Η κατάσταση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει προς το καλύτερο, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, εφόσον δεν μεταβληθούν δραστικά οι κυρίαρχες πολιτικές των περασμένων 2-3 δεκαετιών, με επίκεντρο την παγκοσμιοποίηση και την υπερβολικά «αγοραία» αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών.