Νέα χρεοκοπία: Η νεκρή «οικονομία των καφέ» που έφεραν τα μνημόνια και η μέγγενη χαμηλών μισθών και παραγωγικότητας
Απέτυχαν τα μνημόνια – Πώς μια τυφλή οριζόντια εφαρμογή των δομικών μεταρρυθμίσεων — χωρίς επαρκή προσοχή στο θεσμικό πλαίσιο, την ικανότητα εφαρμογής και τις δυναμικές των τομέων — μπορεί να οδηγήσει σε αποτελέσματα που απομειώνουν την παραγωγική βάση
Η σκληρή αλήθεια που δείχνουν οι αριθμοί: Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τα τρία μνημόνια το 2010, το 2012 και το 2015 όχι μόνο δεν εκσυγχρόνισαν την ελληνική οικονομία, αλλά την εγκλώβισαν σε ένα υπόδειγμα χαμηλής παραγωγικότητας που συνδέεται με ό,τι αποκαλείται «οικονομία των cafés».
Η Ελλάδα πάντα είχε πολλά cafés, εξαιτίας των κλιαματικών συνθηκών και της κουλτούρας αλλά την περίοδο κατά τη διάρκεια και μετά την ελληνική κρίση που ξεκίνησε στα τέλη του 2009, που ο αριθμός τους εκτοξεύθηκε, διαμορφώνοντας ένα νέο, αρνητικό, αναπτυξιακό υπόδειγμα, επισημαίνουν σε μελέτη τους οι οικονομολόγοι Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσης Μίσσος, Χρήστος Πιέρρος και Νικόλαος Ροδουσάκης, στο πλαίσιο των working papers του LSE.
Αυτή η «οικονομία των cafes» αποτελεί το ορατό μέρος μιας ευρύτερης μεταβολής της ελληνικής οικονομίας κατά την ίδια περίοδο προς τις «Δραστηριότητες Διαμονής και Εστίασης» (στο εξής ΔΔΕ, υπηρεσίες ψυχαγωγίας/φιλοξενίας), όπως είναι η επίσημη ονομασία του τομέα, η οποία περιλαμβάνει επίσης εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία και άλλες δραστηριότητες συναφείς με τον τουρισμό.
Μετά το 2009 καταγράφεται απότομη αύξηση του μεριδίου αυτού του τομέα στην προστιθέμενη αξία και ιδίως στην απασχόληση. Αυτή η δομική μεταβολή είναι προβληματική, επειδή οι εν λόγω δραστηριότητες είναι ένας τομέας χαμηλής παραγωγικότητας.
Στην Ελλάδα η παραγωγικότητά του ήταν μία από τις χαμηλότερες μεταξύ των διαφορετικών τομέων της οικονομίας πριν από την κρίση, αλλά έχει επίσης μειωθεί περίπου κατά 40% από το 2009, επιτρέποντας στον εν λόγω τομέα να απορροφήσει πολλή απασχόληση.
Το 2024, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν 16% χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2009 —χαμηλότερη σε σύγκριση με το επίπεδο κατά το βάθος της κρίσης το 2015.
Η αποτυχία των δομικών μεταρρυθμίσεων
Η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει τη συρρίκνωση της παραγωγής που προκλήθηκε από τα μέτρα λιτότητας, καθώς και την κατάρρευση των πραγματικών μισθών λόγω της εκτόξευσης της ανεργίας και της απελευθέρωσης των αγορών εργασίας.
Η Ελλάδα αποτελεί έτσι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης για το πώς μια τυφλή οριζόντια εφαρμογή των δομικών μεταρρυθμίσεων—χωρίς επαρκή προσοχή στο θεσμικό πλαίσιο, την ικανότητα εφαρμογής και τις δυναμικές των τομέων—μπορεί να οδηγήσει σε αντιπαραγωγικά αποτελέσματα.
Το πρώτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής, που συμφωνήθηκε το 2010 μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της λεγόμενης «τρόικας», ακολουθήθηκε από δύο ακόμη προγράμματα το 2012 και το 2015 (European Commission 2010, 2012, 2015).
Τα «διπλά ελλείμματα» και η παρουσία πολλών δομικών ακαμψιών αναγνωρίστηκαν ως οι κύριοι υπεύθυνοι για την κρίση. Ως αποτέλεσμα, και τα τρία προγράμματα είχαν δύο κύριες διαστάσεις.
Από τη μία πλευρά, θα υπήρχε μια έντονη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία θα μείωνε το έλλειμμα της κυβέρνησης και, κατά συνέπεια, και το εξωτερικό έλλειμμα. Από την άλλη πλευρά, μια σειρά δομικών μεταρρυθμίσεων που θα επέλυσαν τις δομικές ακαμψίες, θα βελτίωναν την κατανομή των πόρων, θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα και θα προωθούσαν την παραγωγή και την ανάπτυξη της παραγωγικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι δύο στόχοι της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των δομικών μεταρρυθμίσεων επιτεύχθηκαν. Ωστόσο, οι μακροοικονομικές προβλέψεις απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Μετά από μερικά χρόνια στασιμότητας, ξεκίνησε μια ασθενική ανάκαμψη το 2016 (η οποία διακόπηκε προσωρινά από την πανδημία). Παρ’ όλα αυτά, το 2023, επτά χρόνια μετά την έναρξη της ανάκαμψης, το πραγματικό ΑΕΠ παραμένει περίπου 20% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, και όπως μπορούμε να δούμε στο Σχήμα 3β, η πτώση της παραγωγής οδήγησε σε κάθετη μείωση της απασχόλησης. Ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε περίπου κατά 10% και ξεκίνησε να ανακάμπτει παράλληλα με την παραγωγή. Ωστόσο, σε αντίθεση με την παραγωγή, το 2023 η απασχόληση βρίσκεται περίπου στο προ κρίσης επίπεδο.
Η μείωση της παραγωγικότητας
Ένα ζήτημα στο οποίο δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στη βιβλιογραφία που έχει αναλύσει τις επιπτώσεις των προγραμμάτων προσαρμογής είναι η παραγωγικότητα, επισημαίνουν οι οικονομολόγοι.
Η παραγωγή μειώθηκε πολύ περισσότερο σε σχέση με την απασχόληση κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ η απασχόληση ανακάμπτει πολύ γρηγορότερα από την παραγωγή μετά το 2016 .
Σε αντίθεση με την παραγωγή, η οποία έχει παρουσιάσει κάποια, έστω αργή, ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια, η παραγωγικότητα έχει παραμείνει στάσιμη. Το 2023, η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει στο ίδιο επίπεδο που βρισκόταν επτά χρόνια νωρίτερα, στην αρχή της ανάκαμψης.
Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης κάθε οικονομίας και, για αυτόν τον λόγο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν ο κύριος στόχος της φιλόδοξης ατζέντας μεταρρυθμίσεων που υιοθετήθηκε στα τρία προγράμματα προσαρμογής.
Δεδομένης της κεντρικής αυτής θέσης της παραγωγικότητας ως στόχου των προγραμμάτων και των μεταρρυθμίσεων, η κατάρρευση της παραγωγικότητας κατά την κρίση και η στάσιμη πορεία της τα τελευταία χρόνια αποτελεί, ίσως, μια ακόμη μεγαλύτερη αντίφαση σε σχέση με τη μείωση της παραγωγής και θέτει μια σημαντική πρόκληση για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Τομεακές αλλαγές: η ανάδυση της «café economy»
Σημαντικό εύρημα είναι ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η ελληνική οικονομία έχει υποστεί μια ανακατανομή της οικονομικής δραστηριότητας — και ειδικά της απασχόλησης — προς τον τομέα ΔΔΕ, έναν τομέα χαμηλής παραγωγικότητας εξ αρχής, του οποίου η παραγωγικότητα έχει επίσης μειωθεί, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγικότητα στους περισσότερους άλλους τομείς επίσης είναι φθίνουσα.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η πορεία της απασχόλησης. Tόσο η απασχόληση όσο και οι συνολικές ώρες εργασίας στον τομέα AFSA αυξήθηκαν απότομα μετά το 2009 — με ρυθμό σαφώς ταχύτερο από τα προηγούμενα χρόνια.
Μέχρι το 2023, η συνολική απασχόληση είναι περίπου 87% υψηλότερη από το επίπεδο του 2009, ενώ οι συνολικές ώρες εργασίας έχουν αυξηθεί περίπου κατά 70%.
Με άλλα λόγια, από τις περίπου 740 χιλιάδες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από το 2013 (όταν το επίπεδο απασχόλησης έφτασε στο χαμηλότερο σημείο κατά την κρίση), περίπου 320 χιλιάδες (ή 43%) ήταν θέσεις στον τομέα ΔΔΕ.
Σε σύγκριση με το 2009, η συνολική απασχόληση έχει αυξηθεί κατά περίπου 200 χιλιάδες, ενώ η απασχόληση στον τομέα κατά 324 χιλιάδες.
Φυσικά, αυτές οι αλλαγές στην παραγωγή και την απασχόληση στον τομέα της φιλοξενίας/διασκέδασης σε σχέση με την συνολική οικονομία οδήγησαν σε αύξηση του μεριδίου του στην συνολική οικονομική δραστηριότητα.