Μόνο ένα στα πέντε ακίνητα αγοράζεται με στεγαστικό δάνειο

Ενώ οι τιμές των ακινήτων έχουν υπερκαλύψει τις απώλειες της οικονομικής κρίσης, άλλες κρίσιμες μεταβλητές της αγοράς ακινήτων, όπως οι επενδύσεις σε νέες κατοικίες και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, εξακολουθούν να υστερούν. Πριν από την κρίση, οι επενδύσεις σε κατοικίες άγγιζαν το 10,8% του ΑΕΠ, έναντι 2,3% που είναι σήμερα, κάτι που ερμηνεύει και το κενό στην προσφορά.
Μόλις το 20% των αγοραπωλησιών κατοικιών στην ελληνική αγορά, ή μία στις πέντε, πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή μέσω της λήψης στεγαστικού δανείου. Eτσι, από 80.000 δανειακές συμβάσεις αγοράς κατοικίας που συνάπτονταν ετησίως πριν από την οικονομική κρίση, πλέον το μέγεθος δεν ξεπερνάει τις 14.000 συμβάσεις σε ετήσια βάση. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν χθες, στο πλαίσιο του συνεδρίου ακινήτων για την αγορά της Β. Ελλάδος, Prodexpo North, από τον κ. Θεόδωρο Μητράκο, διευθυντή-σύμβουλο διοίκησης και πρώην υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Το 2023, η αξία των νέων στεγαστικών δανείων ανήλθε σε 1,2 δισ. ευρώ και το 2024 σε 1,45 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω των προγραμμάτων “Σπίτι μου”, με δεδομένο και ότι τα κριτήρια χρηματοδότησης παραμένουν αυστηρά. Ετσι, παρατηρείται πολύ μεγάλη διαφοροποίηση σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση. Αυτό εξηγείται από την απροθυμία των σημερινών νέων να δεσμευθούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και συνδέεται φυσικά με δύο κρίσιμες παραμέτρους, την υψηλή επισφάλεια στην αγορά εργασίας και το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα των νέων ζευγαριών», τόνισε ο κ. Μητράκος.
Το έλλειμμα προσφοράς
Εν τω μεταξύ, η προσφορά παραμένει έντονα ελλειμματική έναντι της ζήτησης, τόσο πανελλαδικά, όσο και στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου, όπως και στην Αθήνα, μεγάλο μέρος των αγορών πραγματοποιείται από ξένους επενδυτές που ενδιαφέρονται για τη βραχυχρόνια μίσθωση ή για το πρόγραμμα «χρυσή βίζα». Κάπως έτσι, ο ρυθμός αύξησης των τιμών πώλησης άγγιξε το 15,6% στις αρχές του 2023 και έκτοτε κινείται με τάσεις αποκλιμάκωσης, παραμένοντας υψηλός, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Μητράκος, κατά το εννιάμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε 9,2%. Ετσι, ενώ οι τιμές έχουν υπερκαλύψει τις απώλειες της οικονομικής κρίσης, άλλες κρίσιμες μεταβλητές της αγοράς ακινήτων, όπως οι επενδύσεις σε νέες κατοικίες και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, εξακολουθούν να υστερούν. «Πριν από την κρίση, οι επενδύσεις σε κατοικίες άγγιζαν το 10,8% του ΑΕΠ, έναντι 2,3% που είναι σήμερα, κάτι που ερμηνεύει και το κενό στην προσφορά, συγκριτικά με τη ζήτηση», σημείωσε ο κ. Μητράκος.
Πριν από την οικονομική κρίση συνάπτονταν 80.000 δανειακές συμβάσεις αγοράς κατοικίας και σήμερα μόλις 14.000.
Ετσι εξηγείται και η δυσκολία των δικαιούχων των προγραμμάτων στήριξης των νέων για αγορά ακινήτου, όπως το «Σπίτι μου», να εντοπίσουν το κατάλληλο σπίτι. Ο κ. Μητράκος στάθηκε στην πολυδιάσπαση της πληροφορίας, που καθιστά πιο δύσκολη τη διαδικασία αναζήτησης κατοικίας. «Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι κάθε τράπεζα και servicer έχουν τη δική τους ξεχωριστή ψηφιακή πλατφόρμα διάθεσης ακινήτων. Θα έπρεπε όλα αυτά να ενοποιηθούν κάπου κεντρικά, ώστε να είναι ευκολότερος ο εντοπισμός των ακινήτων από τους ενδιαφερόμενους», τόνισε ο ίδιος.