Μέχρι και ο Στουρνάρας γλύφει τον Τραμπ…

Παραδοχή Στουρνάρα (ΤτΕ): Αν ο Trump φέρει ειρήνη στην Ουκρανία, θα μειωθεί ο πληθωρισμός και θα ενισχυθεί η ανάπτυξη
Αν ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump καταφέρει να διαπραγματευθεί μια ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, οι χαμηλότερες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας θα οδηγήσουν γρήγορα σε μείωση του πληθωρισμού και εν τέλει θα ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης, υποστήριξε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας.
«Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες της ειρηνευτικής συμφωνίας – και ας αφήσουμε στην άκρη την πολιτική – η ειρήνη σίγουρα θα επιδράσει θετικά στην οικονομία», τόνισε.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη στο POLITICO, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα πρέπει να συνεχίσει να χαλαρώνει την πολιτική της με σταθερό ρυθμό έως ότου το βασικό της επιτόκιο φτάσει στο 2%, δεδομένου ότι αυξάνονται οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη και εξασθενούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
«Δεν νομίζω ότι η επόμενη συνεδρίασή μας είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε διακοπή των μειώσεων επιτοκίων», ανέφερε στο POLITICO ο κ. Στουρνάρας από την Αθήνα. «Είναι ακόμη πολύ νωρίς».
Από αυτά τα σχόλιά του προκύπτει σαφής διαφωνία του με την κα Isabel Schnabel, επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η οποία την περασμένη εβδομάδα ανέφερε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να συζητά αν πρέπει να διακόψει ή να τερματίσει τις μειώσεις επιτοκίων στην προσεχή συνεδρίασή του στις 6 Μαρτίου. Η ΕΚΤ από τον περασμένο Ιούνιο έχει μειώσει πέντε φορές το βασικό επιτόκιο πολιτικής της, το επιτόκιο στη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, από το ιστορικά υψηλό 4% στο 2,75% σήμερα. Κατά την κα Schnabel, που θεωρείται ως το «γεράκι» με τη μεγαλύτερη επιρροή μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δεν διαπιστώνεται πλέον ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να επιδρούν ανασταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα.
Ο κ. Στουρνάρας εκφράζει ξεκάθαρα αντίθετη άποψη.
«Ακόμα βρισκόμαστε σε σαφώς περιοριστικό έδαφος», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αυτή είναι και η επίσημη θέση της ΕΚΤ. Αυτή η θέση εξάλλου στηρίζεται στις προσδοκίες που επικρατούν ευρύτερα ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει αδύναμη και ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον επιθυμητό στόχο φέτος. «Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, θα πρέπει σίγουρα να μειώσουμε κι άλλο τα επιτόκια», υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Στουρνάρας – συνήθως ένθερμος υποστηρικτής απόψεων που τον κατατάσσουν στα «περιστέρια» της νομισματικής πολιτικής – απέφυγε να συμφωνήσει με την πιο πρόσφατη πρόβλεψη που προκύπτει από έρευνα του Bloomberg, σύμφωνα με την οποία μια ισχνή πλειοψηφία των ερωτηθέντων αναλυτών αναμένει μείωση των επιτοκίων το Μάρτιο του 2026, επιπρόσθετα προς τις μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά στις τρεις προσεχείς συνεδριάσεις.
«Ό,τι κι αν πούμε τώρα για το 2026, θα είναι πολύ πρόωρο», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, αλλά – συνέχισε – «με βάση τα σημερινά διαθέσιμα στοιχεία, αναμένω ότι έως το φθινόπωρο του 2025 τα επιτόκια θα φθάσουν στο 2%, το οποίο θα είναι πιθανότατα το τελικό τους επίπεδο».
Μέχρι τις 6 Μαρτίου η ΕΚΤ μάλλον δεν θα έχει σαφή εικόνα για το πώς θα επηρεάσουν την οικονομία της ευρωζώνης οι πολιτικές της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά τους δασμούς, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. Και γι’ αυτό το λόγο δεν αναμένει δραστικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων της ΕΚΤ σχετικά με την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «βλέπουμε ενισχυμένους αντίθετους ανέμους να μας έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι οποίοι επιτείνουν την αβεβαιότητα» και συνεπάγονται κινδύνους για τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωζώνης.
Διατλαντικές προκλήσεις – Θετικές οι πρωτοβουλίες του D. Trump
Η συνέντευξη του κ. Στουρνάρα στο POLITICO συνέπεσε με την εβδομάδα κατά την οποία μια σειρά ανακοινώσεων του Προέδρου Donald Trump και άλλων ανώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ προκάλεσαν ταραχή στην Ευρώπη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το ίδιο το μέλλον των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών, με την Ουάσιγκτον να επιδιώκει αποκατάσταση των σχέσεών της με τη Ρωσία εις βάρος της Ουκρανίας και της υπόλοιπης ηπείρου μας.
Ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε το μέγεθος των προκλήσεων που δημιουργεί η απότομη μεταστροφή της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να βρει και θετικές πλευρές.
Όπως υποστήριξε, αν ο D. Trump καταφέρει να διαπραγματευθεί μια ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, οι χαμηλότερες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας θα οδηγήσουν γρήγορα σε μείωση του πληθωρισμού και εν τέλει θα ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης. «Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες της ειρηνευτικής συμφωνίας – και ας αφήσουμε στην άκρη την πολιτική – η ειρήνη σίγουρα θα επιδράσει θετικά στην οικονομία», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Υπογράμμισε επίσης ότι η νέα τροπή των γεγονότων «είναι μια ευκαιρία για την Ευρώπη ώστε να αναπτύξει αυτόνομη δράση και φωνή», καθώς και μια αφύπνιση που πρέπει να αξιοποιηθεί για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας.
Όμως, η αιφνίδια απόφαση της Ουάσιγκτον να αποστασιοποιηθεί από τους δημοκρατικούς συμμάχους της στην Ευρώπη θα μπορούσε να έχει έμμεσες συνέπειες για την ΕΚΤ, εφόσον αναγκάσει την Ευρώπη να ξανασκεφτεί με ποιο τρόπο πληρώνει για την ασφάλειά της.
Όσες χώρες έχουν το περιθώριο να αυξήσουν τις δαπάνες τους σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να το κάνουν, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας. Αλλά, καθώς πολλές χώρες έχουν ήδη εξαντλήσει τις δυνατότητες δανεισμού τους, η ΕΕ μπορεί να αναγκαστεί και πάλι, όπως έκανε και στη διάρκεια της πανδημίας, να δανειστεί για δικό της λογαριασμό, ώστε να ξαναχτίσει τις αμυντικές της ικανότητες, οι οποίες έχουν ατροφήσει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
«Πρέπει να δαπανήσουμε περισσότερο, αλλά και πιο συνετά», τόνισε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι αυτό σημαίνει ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης, αλλά και διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες θα ήταν συμβατές με το όραμα που περιέγραψε πέρυσι η έκθεση του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ Mario Draghi, όπου εξετάζονται συνοπτικά οι προκλήσεις για την ΕΕ, παρότι – όπως παραδέχθηκε ο κ. Στουρνάρας – θα πρέπει να κάμψουν τη σθεναρή αντίσταση που προβάλλουν τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της ΕΕ.
«Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα και να καταλήξουμε σε συμφωνία; Και πιο συγκεκριμένα, είναι πρόθυμες η Γερμανία και η Γαλλία, που συνήθως ξεκινούν τέτοιου είδους συζητήσεις, να συμφωνήσουν σε μια τέτοια κοινή ατζέντα;»