Η εποχή της “κακιστοκρατίας” και η “ατομιστική” Ελλάδα!

Η εποχή της
70 / 100 SEO Score

Στην εποχή της «κακιστοκρατίας» ΙΙ: Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

Είναι μάλλον αναντίρρητο ότι η σχέση της χώρας μας με φαινόμενα κακιστοκρατίας, (οι αιτίες και τα αποτελέσματα της οποίας για τη Δύση συνολικά, περιεγραφήκαν στο προηγούμενο σημείωμα), είναι σχεδόν διαχρονική.

Πολλοί εξακολουθούν να την ερμηνεύουν ως ντόπιο φαινόμενο, ανατρέχοντας στη ζημία από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και την απώλεια της εποχής του διαφωτισμού, που οδήγησε σε ένα είδος κοινωνικής και ιδεολογικής ανωριμότητας των ελληνικών «ελίτ». Τι απλούστερο όταν το «μπαχτσίσι» το «ρουσφέτι» και ο «κοτζαμπασισμός», είναι λέξεις με τουρκική ρίζα.

Γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου, euro2day.gr

Στην πραγματικότητα, όσοι έζησαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έχουν αντιληφθεί πια το προφανές. Ότι το φαινόμενο έχει πάψει να είναι «ελληνικό». Εκείνη την περίοδο πολλοί κοιτούσαν προς τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, ελπίζοντας ότι «θα γίνουμε σαν κι εκείνους». Με έκπληξη διαπιστώνουν εδώ και καιρό, ότι «εκείνοι» μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με μας, σε φαινόμενα κακιστοκρατίας.

Αλλά και οι ελπίδες για «αλλαγή παραδείγματος» μετά τη κρίση της χρεοκοπίας, έχουν εν πολλοίς διαψευστεί, όπως προκύπτει από τα όσα συμβαίνουν.

Στο μεταξύ, το θέμα της παιδείας, κι ακόμη περισσότερο της αγωγής (δηλαδή της εκμάθησης αξιών και κοινωνικής συμπεριφοράς,) παραμένει στο περιθώριο. Η «ελληνική παιδεία», υποτίθεται δωρεάν, στην πραγματικότητα ακριβοπληρωμένη σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, παράγει κουρασμένους παπαγάλους, περιφρονώντας τη σύνθεση και την ανάλυση. Δηλαδή τη βάση της κριτικής σκέψης, «out of the box», που δημιουργεί γνήσιους Πολίτες, αλλά και τους επαγγελματίες που θα μπορούν να επιβιώσουν στην εποχή της τεχνίτης νοημοσύνης.

Η τριβή με τις αξίες της κοινωνίας, αλλά και με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του δημοκρατικού πολιτεύματος, διεκπεραιώνεται άψυχα, ως θεωρητική αγγαρεία.

Η κοινωνική επίδραση είναι μεγάλη. Πολλαπλές έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι υπάρχει βαθιά κρίση των θεσμών, που συνδυάζεται με την οικονομική ανασφάλεια, με αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος της κοινωνίας να βρίσκεται σε κατάσταση απογοήτευσης και οργής, αντίστοιχη της μεγάλης κρίσης.

Υπάρχουν όμως έρευνες που δείχνουν και κάτι άλλο. Την αυξανόμενη αποδοχή της διαφθοράς, εφόσον συνοδεύεται από κάποια αποτελεσματικότητα, ή καταλήγει σε προσωπικό όφελος για τον ερωτώμενο.

Σύμφωνα με έρευνα της QED στο τέλος Ιουνίου, «Οι Έλληνες σχετικοποιούν την ηθική βάσει του αποτελέσματος: ένας ικανός, αλλά διεφθαρμένος, πολιτικός είναι καλύτερος από έναν μη ικανό, αλλά τίμιο. Η αποκόμιση προσωπικού οφέλους λειτουργεί ως μηχανισμός περαιτέρω ανοχής στη διαφθορά».

κοσμος πολιτες

Επιπλέον, «οι Έλληνες θεωρούν ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να ανεχτεί τη διαφθορά, παρότι μόνο μικρότερο ποσοστό παραδέχεται ότι θα ψήφιζε διεφθαρμένο πολιτικό. Η απόσταση ανάμεσα στην ατομική στάση και την κοινωνική εκτίμηση μαρτυρά διάχυτο κυνισμό και έλλειψη θεσμικής εμπιστοσύνης» (μπορείτε να δείτε απαντήσεις και αριθμητικά στοιχεία εδώ).

Όπως σημειώνεται: «Ο Έλληνας ψηφοφόρος δεν είναι ανήθικος – είναι επιλεκτικά ανεκτικός. Και όσο αυτή η επιλεκτικότητα παραμένει εκτός θεσμικού ελέγχου, τόσο η πολιτική θα παλινδρομεί ανάμεσα στην ανάγκη για καθαρότητα και στη διαρκή αγωνία για την επιβίωση».

Αντίστοιχα είναι και τα συμπεράσματα από έρευνα της QED που έγινε ως τα μέσα Ιουλίου για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα εδραιωμένης «κακιστοκρατίας», λόγω διάρκειας, έκτασης και εμπλοκής σημαντικών πολιτικών προσώπων, σε μια «διαπλοκή» συμφερόντων, που έχει οικονομικές, αλλά και συστηματικά ψηφοθηρικές προεκτάσεις.

Όπως αναφέρει η QED «Τέσσερις στους πέντε Έλληνες εκτιμούν ότι η διερεύνηση της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ επιδρά αρνητικά στην αξιολόγηση της κυβέρνησης, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο όσων εκτιμούσαν ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών επιδρά αρνητικά στην αξιολόγηση της κυβέρνησης.

Εν τούτοις, επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα ευρήματα, προκύπτει ότι «σχεδόν οι μισοί Έλληνες, (για την ακρίβεια, το 44%), ανεξαρτήτως πολιτικής αυτό-τοποθέτησης, δηλώνουν ότι θα ψήφιζαν σίγουρα ή πολύ πιθανά έναν βουλευτή του οποίου το όνομα εμπλέκεται στην υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και ο οποίος εισηγείται στη Βουλή την άμεση διακοπή των αιτήσεων ασύλου και τη φυλάκιση όσων μεταναστών και προσφύγων φτάνουν στην Ελλάδα»!

Τα ευρήματα αυτά δεν είναι τυχαία. Η ούτως ή άλλως περιορισμένη απήχηση των συλλογικών δράσεων στην ανέκαθεν «ατομιστική» Ελλάδα, (που επιδεινώθηκε από τον εξανδραποδισμό του συνδικαλιστικού κινήματος), συνοδεύεται από τις «χρόνιες παθογένειες», για να χρησιμοποιήσουμε την μόνιμη επωδό της κυβέρνησης, ενός κράτους που παραμένει πανίσχυρο, αλλά και λάφυρο της εκάστοτε εξουσίας.

Ο γνήσιος φιλελευθερισμός ανέκαθεν είχε ιδιαίτερα περιορισμένη απήχηση, με αναφορές περισσότερο στα «σαλόνια» της κοινωνίας. Διότι έχει απέναντι του τον πανίσχυρο κρατισμό, που έχει ριζώσει, σε όλο το πολιτικό φάσμα, κυρίως ως βασικό στοιχείο διαιώνισης των κομματικών μηχανισμών, που στην πράξη, ζουν απομυζώντας το.

Κι όπως φάνηκε εσχάτως, η σίτιση του μηχανισμού αυτού δεν απαιτείται να γίνεται ευθέως. Μπορεί να συμβαίνει εν μέρει και με «μεσάζοντα» τον ιδιωτικό τομέα, ως «αντιπαροχή» για τα ωφελήματα που μπορεί να παράσχει η κρατική εξουσία.

νδ πασοκ

Σε μια χώρα όπου τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν αθροιστικά χρέη άνω του 1 δισ. ευρώ, τα οποία αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, λόγω αδυναμίας πληρωμής έστω και των τόκων, χωρίς ουδείς να επιχειρεί μια λύση, δεν είναι δύσκολο για τον πολίτη να θεωρήσει πως έχει καταλάβει «πως λειτουργεί το σύστημα».

Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και τα συνεχιζόμενα «τερτίπια» με τους θεσμούς και το κράτος δικαίου, τα οποία συνδέονται με την αίσθηση της κυβέρνησης και γενικότερα του πολιτικού συστήματος, ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ότι τα πάντα μπορεί να θυσιάζονται στο βωμό της ωφελιμιστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και των εντυπώσεων.

Όμως, όσο ευτελίζονται οι θεσμοί που αποτελούν το θεμέλιο μιας λειτουργικής δημοκρατίας, κι όσο μειώνεται η αποτελεσματικότητα της, για την πλειοψηφία της κοινωνίας, τόσο ανοίγει, αργά αλλά σταθερά, ο δρόμος για το «αντισύστημα». Που εύκολα μπορεί να καταλήξει, με την υποστήριξη μιας ανοσοποιημένης πλειοψηφίας, σε κάποια μορφή «χαρισματικού» αυταρχισμού.

Αν μη τι άλλο, αυτό θα έπρεπε να το έχει αντιληφθεί το πολιτικό σύστημα, ώστε να στρίψει το τιμόνι, έστω και για λόγους αυτοσυντήρησης.