Αστοχίες…στα στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα!

Αστοχίες...στα στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα!
70 / 100 SEO Score

Tον Ιούνιο, το ποσοστό αυξήθηκε από 7,9% που το είχαμε αφήσει τον Μάιο, στο 9%. Ένα μήνα μετά, τον Ιούλιο, η ανεργία υποχώρησε στο 8%, μείωση επίσης «παράξενη» κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα. Ενδιάμεσα, το ποσοστό Μαΐου είχε αναπροσαρμοστεί εποχικά, φθάνοντας στο 8,5%. Κι όλα αυτά, ενώ τα στοιχεία για το β’ τρίμηνο του έτους έδειχναν ότι το ποσοστό ανεργίας ακολουθεί μια σταθερή πτωτική τάση, με αποτέλεσμα να «κλείσει» το τρίμηνο στο 8,6%.

Απότομες μεταβολές στην αγορά εργασίας από μήνα σε μήνα, με το ποσοστό ανεργίας να αυξομειώνεται μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου, χωρίς όμως οι μεταβολές αυτές να μπορούν να τεκμηριωθούν, ανάγκασαν τελικά την Ελληνική Στατιστική Αρχή στην αναβολή της δημοσίευσης των στοιχείων, στις αρχές Αυγούστου.

Η εικόνα αυτή, των συνεχών αναθεωρήσεων από μήνα σε μήνα αλλά και των σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ μηνιαίων και τριμηνιαίων στοιχείων, δεν «ξέφυγε» και από τη Eurostat. Μάλιστα, σε μια άσκηση παρακολούθησης της ποιότητας των στοιχείων που αφορούν τον μηνιαίο δείκτη ανεργίας των κρατών-μελών, η αξιολόγηση για τη χώρα μας όσον αφορά τα δύο αυτά στοιχεία ήταν αρνητική.

Συνεπώς, η Ελλάδα κατατάσσεται στης χώρες που βγαίνουν εκτός ορίων και στα δύο μέτρα της Ε.Ε. και συγκεκριμένα της μεταβλητότητας (volatility) και των αναθεωρήσεων (revisions). Συγκεκριμένα, για τον δείκτη «συχνότητας διπλών μεγάλων αναστροφών» (double large reversals), η Ελλάδα υπερβαίνει το όριο του 5% που ορίζει ο Κανονισμός. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι στη σειρά των εποχικά διορθωμένων στοιχείων παρατηρούνται υπερβολικά πολλές απότομες και αντίθετες μεταβολές, σε διαδοχικούς μήνες, κάτι που θεωρείται μη ρεαλιστικό μοτίβο.

Αλλά και στον δείκτη «συχνότητα μεγάλων αναθεωρήσεων σε μηνιαίες μεταβολές» (month-on-month changes > 0,2 π.μ.), η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με υψηλές συχνότητες, πάνω από το 10% που ορίζει ο Κανονισμός. Μαζί με την Κύπρο, τη Λιθουανία, την Εσθονία και τη Δανία, η Ελλάδα καταγράφει τις «υψηλότερες συχνότητες», με αναθεωρήσεις σε πάνω από το ένα τρίτο των μηνιαίων παρατηρήσεων.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ που συνόδευσε τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για το β’ τρίμηνο αλλά και συνοπτικών στοιχείων για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, κάθε τρίμηνο, ερευνώνται 59.000 νοικοκυριά σε όλη την Ελλάδα, ως δείγμα της έρευνας, που έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι αντιπροσωπευτικό για το σύνολο της χώρας.

Οι απαντήσεις των νοικοκυριών ανάγονται στο σύνολο του πληθυσμού και προσαρμόζονται για τα ποσοστά απόκρισης. Το δείγμα ανανεώνεται σταδιακά: κάθε τρίμηνο παραμένουν τα 5/6 των νοικοκυριών και αντικαθίσταται το 1/6. Όταν ολοκληρωθεί η συλλογή του τριμήνου, προκύπτει μια ισορροπημένη εικόνα για το σύνολο του τριμήνου.

Κάθε μήνας όμως βασίζεται σε τμήμα αυτού του δείγματος. Έτσι, στην πράξη, κάθε μήνας είναι σαν μια ξεχωριστή μικρή έρευνα, με διαφορετικό μικρότερο υπο-δείγμα, που, όμως, είναι πιο ευαίσθητο σε χαμηλά ποσοστά απόκρισης, τυχαίες διακυμάνσεις και τεχνικά σφάλματα. Για τον λόγο αυτό, τα μηνιαία δεδομένα αναθεωρούνται στατιστικά με διάφορους τρόπους:

  • Επανυπολογίζονται οι προηγούμενοι μήνες κάθε φορά που προστίθενται νέα στοιχεία,
  • Τα μηνιαία αποτελέσματα ευθυγραμμίζονται με τα τριμηνιαία, ώστε ο μέσος όρος των τριών μηνών να αντιστοιχεί στο αποτέλεσμα του τριμήνου,
  • Εφαρμόζεται εποχική διόρθωση, ώστε να ληφθούν υπόψη οι προβλέψιμες εποχικές τάσεις στην απασχόληση (π.χ. μείωση της ανεργίας το καλοκαίρι).

Όμως και πάλι, όσο μεγαλύτερο είναι το δείγμα τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην πραγματική εικόνα του πληθυσμού. Επειδή τα μηνιαία στοιχεία βασίζονται σε λιγότερα νοικοκυριά από το πλήρες δείγμα του τριμήνου, η εικόνα γίνεται πιο πλήρης καθώς προχωρά η συλλογή του τριμήνου.

Για τον λόγο αυτό, η Ελληνική Στατιστική Αρχή επισημαίνει πως θα συνεχιστεί η συστηματική επανεξέταση του μηνιαίου δείκτη ανεργίας, εξετάζονται εναλλακτικές μέθοδοι που μπορεί να βελτιώσουν τη σταθερότητα και υπάρχει συνεργασία με τη Eurostat για τα επόμενα βήματα.

Όσο για τα στοιχεία Β’ τριμήνου που δημοσιεύθηκαν, αυτά δείχνουν πως το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στο 8,6%, μειωμένο κατά 1,8 μονάδες, συγκριτικά με το 10,4% του Α’ τριμήνου, αλλά και κατά 1,2 μονάδες, σε σχέση με το 9,8% της αντίστοιχης περιόδου του 2024.

Την ίδια περίοδο διαπιστώνεται αύξηση των απασχολούμενων κατά 1,4% ή 59.032 άτομα, συγκριτικά με το αντίστοιχο Β’ τρίμηνο του 2024. Η απασχόληση βέβαια υπολογίστηκε στο 53,3%, δηλαδή διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι η ανεργία διατηρείται σε μονοψήφια ποσοστά.

ΠΗΓΗ