Παχιές αγελάδες και γερμανικά αδιέξοδα
Εμαθαν να ζουν επί χρόνια με την αίσθηση ανωτερότητας αλλά και «ασυλίας» που παρέχει η ιδιότητα της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ. Πλέον, βρίσκονται αντιμέτωποι με τα επίχειρα των επιλογών τους. Η «προσαρμογή» θα είναι κοπιώδης…
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όταν είσαι ο μεγαλύτερος και πλέον εύρωστος της παρέας, μαθαίνεις να συμπεριφέρεσαι ως τέτοιος. Πιστεύεις ότι έχεις περισσότερα δικαιώματα έναντι των υπολοίπων ή εντέλει των “μικρότερων” και πάντως “ποντάρεις” στην ανοχή του συστήματος, σε περίπτωση που κάνεις “στραβοπατήματα”.
Όσα “αποκάλυψε” χθες δημοσίως ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, δηλαδή ότι η Γερμανία ζει πάνω από τις δυνάμεις της εδώ και χρόνια και ότι απαιτούνται μέτρα λιτότητας ώστε να έχουν στο μέλλον σύνταξη οι νέοι εργαζόμενοι, στην πραγματικότητα ήσαν γνωστά … εδώ και χρόνια. Άπαντες, όμως, επέλεγαν να στρέφουν το βλέμμα τους αλλού, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της Κομισιόν, η οποία ουδέποτε διανοήθηκε να “κουνήσει το δάκτυλο” στην κραταιά Γερμανία για την κατεύθυνση του ασφαλιστικού της συστήματος.
Δεν γνώριζε η Κομισιόν τις περυσινές προβλέψεις του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι κάθε χρόνο, περίπου το ένα τέταρτο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού -117,9 δισ. ευρώ το 2024- χρησιμοποιείται για να καλύψει τα κενά στο συνταξιοδοτικό σύστημα;
Δεν είχε ακούσει τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας ότι το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών θα πρέπει να μειωθεί, «ενώ το ποσοστό εισφοράς θα αυξηθεί απότομα με βάση τους ισχύοντες κανόνες»;
Γνωστά ήσαν όλα αυτά και πλήρως καταγεγραμμένα. Όμως, ακριβώς όπως και στην περίπτωση της Γαλλίας, της δεύτερης από πλευράς μεγέθους ευρωπαϊκής οικονομίας, η Κομισιόν “κοίταγε αλλού” επί χρόνια, και μόνον εσχάτως θυμήθηκε την “διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος”. Μία χώρα η οποία βρέθηκε χθες στους δρόμους, αρνούμενη επί της ουσίας να προχωρήσει στην αναγκαία -ή σε οποιαδήποτε εντέλει- δημοσιονομική προσαρμογή.
Αν και οι δυο περιπτώσεις, Γερμανίας και Γαλλίας, διαφέρουν ριζικά ως προς τα βασικά τους χαρακτηριστικά, καθώς στο Βερολίνο επικρατεί σαφώς ισχυρότερο μέτρο δημοσιονομικής ευταξίας από ό,τι στο Παρίσι, (τα λόγια της Λαγκάρντ ως υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας ότι θα ασχοληθεί αργότερα… και πάντως τα επόμενα χρόνια, με το έλλειμμα, ακόμη ηχούν στις Βρυξέλλες) ο κοινός τους παρανομαστής αφορά την αίσθηση ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο από προβλήματα που μαστίζουν κυρίως… τον ευρω-νότο.
Αυτή η επανάπαυση, δε, δεν είναι ορατή μόνον στο πεδίο του γερμανικού ασφαλιστικού συστήματος. Είναι ορατή ακόμη και μεταξύ των πολιτών, αν δούμε στοιχεία για τις αναρρωτικές άδειες, οι οποίες αναδεικνύονται ως… πληγή για την γερμανική οικονομία. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με εκτιμήσεις που επικαλούνται οι FT, «το υψηλό ποσοστό απουσίας είναι σύμπτωμα ενός εργατικού δυναμικού που έχει γίνει «πολύ κακομαθημένο και υπερβολικά σίγουρο για τον εαυτό του».
Μελέτη του γερμανικού Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών VFA, διαπιστώνει ότι αν δεν υπήρχε ο υπερβολικά υψηλός αριθμός αναρρωτικών ημερών, η γερμανική οικονομία θα είχε αναπτυχθεί 0,5% πέρυσι, αντί να συρρικνωθεί 0,3%.
Αυτές, όμως, οι πρακτικές είναι που οδηγούν σε… αδιέξοδα, ακόμη και την μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ. Το γεγονός, δε, ότι αυτό το αδιέξοδο περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τους κυβερνώντες, όπως ο Μέρτς, δεν σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται με την συναίνεση και του λοιπού πολιτικού κόσμου.
Η Μπέλμπελ Μπας, Ομοσπονδιακή υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Μερτς «βλακείες», ενώ ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, εξήρε το κοινωνικό κράτος ως έναν «θησαυρό» και έναν «πόρο που έκανε τη χώρα μας αυτό που είναι», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι το «σύστημα ραγίζει».