Στην έντονα ανταγωνιστική αγορά του ευρωπαϊκού χώρου η δυσκολία χρηματοδότησης των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων με έκδοση ομολογιακών δανείων λόγω του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ενείχε τον κίνδυνο να οδηγηθούν οι επιχειρήσεις στην αναζήτηση κεφαλαίων και σε επενδύσεις εκτός ελληνικής κεφαλαιαγοράς.
Γράφει ο Λεωνίδας Στάμος,Αντιπρόεδρος Υπέρβασης
Στο πλαίσιο αυτό ήταν απαραίτητη η θέσπιση στην Ελλάδα ενός σύγχρονου, πλήρους, αλλά και συμβατού με την οικογένεια δικαίων στην οποία ανήκει το ελληνικό δίκαιο, πλέγματος διατάξεων, που θα διασφαλίσουν τη δημιουργία τόσο της χρηματιστηριακής όσο και της εξωχρηματιστηριακής αγοράς ομολόγων που εκδίδονται στα πλαίσια ομολογιακών δανείων ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και η θέσπιση διατάξεων που να επιτρέπουν την τιτλοποίηση επιχειρηματικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα (securitisation). Με τον τρόπο αυτόν, η Ελληνική Κεφαλαιαγορά θα αποκτήσει πληρότητα προς όφελος των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο ξεκινούν οι γενικές, της Εισηγητικής του νόμου 3156/2003, παρατηρήσεις.
Εκ των σημαντικότερων διατάξεων του νόμου, η εισαγωγή του θεσμού της τιτλοποίησης απαιτήσεων (securitisation) (άρθρο 10), ενός δηλαδή τρόπου χρηματοδότησης ιδιαίτερα διαδεδομένου στην αλλοδαπή (ο όρος προέρχεται από τον αγγλικό όρο «securitisation»). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από στεγαστικά δάνεια, που αποτελεί μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς) προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρεία εκδίδει για τον σκοπό αυτόν. Σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς, η εκδότρια των ομολογιών ονομάζεται «εταιρία ειδικού σκοπού», ενώ στα αγγλικά αναφέρεται με τον όρο «special purpose vehicle» ή «special purpose company» και με τα ακρωνύμια «SPV» ή «SPC».
Η νομοθετική ρύθμιση της τιτλοποίησης, κρίθηκε τόσο απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας, ώστε συνοδεύτηκε από ειδικό φορολογικό καθεστώς (άρθρο 14) και επί μέρους ρυθμίσεις, κατά παρέκκλιση των κοινών διατάξεων, επιλύοντας ορισμένα προβλήματα τα οποία θα καθιστούσαν την τιτλοποίηση πρακτικά ανέφικτη (π.χ. λόγω κόστους) ή ιδιαίτερα δυσχερή (π.χ. λόγω περίπλοκων καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία ή επί μέρους κοινοποιήσεων σε μεγάλο αριθμό οφειλετών) είτε διότι θα βελτίωναν την οικονομική κατάσταση της εταιρίας που θα τιτλοποιούσε τις απαιτήσεις της. Άλλωστε, εάν με τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών κερδών το αποτέλεσμα είναι ζημία εντός του φορολογικού έτους, η ζημία αυτή θα μεταφέρετο για να συμψηφισθεί με τα επιχειρηματικά κέρδη διαδοχικά στα επόμενα πέντε (5) φορολογικά έτη (παράγραφος 1 άρθρου 27 νόμου 4172/2013 – Α’ 167: [Φορολογία Εισοδήματος]).
Η τελευταία προσδοκία, αυτή δηλαδή της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας που θα τιτλοποιούσε τις απαιτήσεις της, αποδείχθηκε όχι απλά εσφαλμένη αλλά καταστροφική. Και ναι μεν η αναζήτηση θεσμικών ευθυνών από τα κάθε είδους νομικά πρόσωπα θα προσέκρουε στον λεγόμενο «συστηματικό επενδυτικό κίνδυνο», που λόγω έλλειψης οικονομοτεχνικής παιδείας, εύκολα συγχέεται με τον λεγόμενο «επιχειρηματικό κίνδυνο», στην περίπτωση όμως των νομικών προσώπων που εκπροσωπούν το Χρηματοπιστωτικό Θεσμό, οι συνέπειες θα ήταν μη αναστρέψιμες για το σύνολο της ζώνης του ευρώ. Αναγνωρίζοντας, προφανώς, το αναπόφευκτο, εισήχθησαν για πρώτη φορά οι έννοιες της «Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης» και της «Οριστικής Ζημίας», λόγω πιστωτικού κινδύνου, τραπεζών, εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring).
Η αρχή θα γινόταν με τον νόμο 4302 (Α΄225/8.10.2014) που αφορούσε μεν τη ρύθμιση θεμάτων Εφοδιαστικής, στις λοιπές δε διατάξεις και ειδικότερα στο άρθρο 23, προβλέφθηκε προσθήκη, μετά το άρθρο 27 του Ν.4172/2013 (Α΄ 167), άρθρου 27Α, με το οποίο εισήχθη ως προελέχθη η έννοια της «αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης», σε περιπτώσεις πτώχευσης, διαδικασίας εξυγίανσης, ειδικής εκκαθάρισης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου, που τυχόν προκαλούντο από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου [PSI: Private Sector Involvement – Εμπλοκή Ιδιωτικού Τομέα), διήρκησε δε εννέα μόλις ημέρες καθώς με το άρθρο 5 του νόμου 4303 (Α΄231/17.10.214), τροποποιήθηκε με αναδρομική ισχύ (εκ νέου δε με το άρθρο 4 του νόμου 4340 (Α’ 134/01.11.2015)]. Η συνέχεια έγινε με τον νόμο 4307 (Α΄ 246/15.11.2014), με τον οποίο ενσωματώθηκαν μεν οι Αποφάσεις-Πλαίσιο του Συμβουλίου (α.2008/909/ΔΕΥ/27-11-2008 και β.2008/947/ΔΕΥ/27-11-2008, όπως τροποποιήθηκαν στις 26-02-2009 με την Απόφαση – Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ και γ.2009/829/ΔΕΥ/23-10-2009), με το άρθρο 78, όμως, οι παράγραφοι 3 και 4 στο άρθρο 27 του ν. 4172/2013 (Α`167), αναριθμήθηκαν ως παράγραφοι 4 και 5, προστέθηκε δε παράγραφος 3 με την οποία εισήχθη, ως ανωτέρω, η έννοια της «οριστικής ζημίας» τραπεζών, εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring).
Ήδη, το 2015 το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε καταστεί μείζον κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα. Η οικονομική ύφεση των προηγουμένων ετών, σε συνδυασμό με τον υπερδανεισμό που προηγήθηκε υπαιτιότητα των τραπεζών, άλλως θα μιλάγαμε για υφαρπαγή δανείων από την εγκληματική οργάνωση δανειοληπτών, οδήγησαν σε μία ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αποτέλεσμα της αύξησης αυτής ήταν η καταγραφή μεγάλων ζημιών των πιστωτικών ιδρυμάτων, γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, ολοένα και περισσότεροι οφειλέτες έφταναν στα όρια της απόγνωσης, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα δεν πρότειναν προτάσεις ρύθμισης των δανείων δυνάμενες να γίνουν αποδεκτές από τους οφειλέτες, καθώς μία ευνοϊκή για τον οφειλέτη πρόταση ρύθμισης θα εξέθετε τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, [αδίκημα που κατέστη κατ’ έγκληση διωκόμενο με τις τροποποιήσεις που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα ο νόμος 4637/2019 (παράγραφος 3 άρθρου 12)] και επομένως τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν αναγκασμένα να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά των οφειλετών, λύση μη συμφέρουσα για κανένα μέρος, αφού ο μεν οφειλέτης στερείτο των περιουσιακών του στοιχείων, το δε πιστωτικό ίδρυμα πολλές φορές εισέπραττε μικρό μόνο μέρος της αξίωσής του.
Στο πρόβλημα, λοιπόν, των μη εξυπηρετούμενων δανείων, λύση θα έδινε η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς θα ήταν ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους οφειλέτες. Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορούσε να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα το εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορούσε να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα ήταν κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Παράλληλα, θα θεσπίζετο καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα χειροτερεύσει η νομική ή πραγματική θέση του οφειλέτη μόνο και μόνο λόγω της μεταβίβασης της οφειλής του ή της ανάθεσής της προς διαχείριση.
Με τα αμέσως δύο ανωτέρω περιεχόμενα, ξεκίναγε η αιτιολογική έκθεση του νόμου 4354 (Α΄176/16.12.2015).
Μετά την ψήφιση του νόμου 4354/2015, το πιστωτικό ίδρυμα μπορούσε όντως να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, τα οικονομικά του όμως μεγέθη θα κατέρρεαν λόγω της πώλησης σε τιμή μικρότερη των ονομαστικών αξιών. Λύση δόθηκε με συνεχείς τροποποιήσεις των ως άνω άρθρων που εισήγαγαν τις έννοιες «Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης» και «Οριστικής Ζημίας», λόγω πιστωτικού κινδύνου, τραπεζών, εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης και εταιρειών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring).
Έτσι, η παράγραφος 3 του άρθρου 27, θα τροποποιηθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 43 του νόμου 4465/2017, εκ νέου με την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του νόμου 4701/2020 και μέχρις νεωτέρας με το άρθρο 125 του νόμου 4831/2021.
Οι δε παράγραφοι 2,4,9 και 10 του άρθρου 27Α, θα τροποποιηθούν με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του νόμου 4465/2017. Η παράγραφος 12 του άρθρου 27Α, θα τροποποιηθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 80 του νόμου 4484/2017. Η παράγραφος 6 του άρθρου 27Α, θα τροποποιηθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 114 του νόμου 4549/2018. Μέχρις δε νεωτέρας, η παράγραφος 3 του άρθρου 27Α, θα τροποποιηθεί με με το άρθρο 13 του νόμου 4722/2020.
Ακόμη και σήμερα όμως, λύση δεν έχει δοθεί ούτε για τα πιστωτικά ιδρύματα που ξεπούλησαν τις απαιτήσεις τους εκ δανείων και πιστώσεων, σε τιμές μικρότερες των ονομαστικών τους αξιών, χρεώνοντας (κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 27 του νόμου 4173/2013, ως ισχύει) το συνολικό ποσό της ζημίας που προέκυψε από τη μεταβίβαση, κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (Α’ 176) ή του ν. 3156/2003 (Α’ 157), στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ως οιωνεί εγγυητής εκάστου δανειολήπτη, αντιλογίζει την ως άνω ζημία μέσω της «αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης» για είκοσι έτη, κατ’ άρθρον 27Α του νόμου 4172/2013, ως ισχύει. Ούτε όμως και για τον δανειολήπτη, που σε αντίθεση με την αιτιολογική του νόμου 4354/2015 έκθεση, δεν λαμβάνει από τον εκδοχέα ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, αν και ο εκδοχέας έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα ήταν κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Ούτε όμως και για την Εθνική Οικονομία, που απολύει έσοδα από τους εκδοχείς των τραπεζικών απαιτήσεων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά οφέλη των διατάξεων του νόμου 3156/2003, της αποστερούν περαιτέρω έσοδα με την αναγκαστική είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων στις ονομαστικές τους αξίες την στιγμή που η προκληθείσα από τις μεταβιβάσεις αυτές ζημία μεγεθύνει το Δημόσιο Έλλειμα.
Η δε θεσμική άγνοια βασικών οικονομοτεχνικών γνώσεων, παρέχει την ευκαιρία στους εκδοχείς ενώ έχουν αποκτήσει τιτλοποιημένες απαιτήσεις κατά τις διατάξεις του νόμου 3156/2003, να προβαίνουν σε πωλήσεις των απαιτήσεων αυτών κατά τις διατάξεις του νόμου 4354/2015, χωρίς να έχουν προβεί προγενέστερα στην αποτιτλοποίησή τους.