Stratfor: Δύσκολο και επικίνδυνο τοπίο σε Ασία-Ειρηνικό…

Νέες σχέσεις δημιουργούνται και παλιές ανανεώνονται στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού καθώς οι χώρες της περιοχής προσαρμόζονται στις αυξανόμενες ανησυχίες για την ασφάλεια, στην αβεβαιότητα αναφορικά με τις σινοαμερικανικές σχέσεις και πολιτικές, και στην επιστροφή ενός πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος.
του Rodger Baker
Μετά την ορκωμοσία του προέδρου των Φιλιππίνων, Φερντιναντι Μάρκος Τζούνιορ τον Ιούνιο του 2022, η Μανίλα γρήγορα ενίσχυσε εκ νέου την συνεργασία της με τις ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας και ξεκίνησε συζητήσεις που τελικά οδήγησαν στην επέκταση του αποτυπώματος των αμερικανικών δυνάμεων στο αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων.
Οι Φιλιππίνες, όμως, σύμμαχος βάσει συνθήκης με τις ΗΠΑ και από καιρό βασικός παράγοντας της αμερικανικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ασία, δεν επικεντρώνουν τους δεσμούς ασφαλείας της αποκλειστικά στην Ουάσινγκτον. Αντ’ αυτού, η Μανίλα διευρύνει επίσης τις σχέσεις της στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας με τις γειτονικές χώρες Ινδονησία και το Βιετνάμ, με περιφερειακές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας) και με ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Οι προσπάθειες της Μανίλα να εξασφαλίσει ένα πολυεθνικό δίκτυο δεσμών ασφάλειας αντανακλά ένα μοτίβο που γίνεται όλο και πιο σύνηθες στην περιοχή. Αντί να αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ του Αμερικανικού ή του Κινεζικού «στρατοπέδου», ή να προσπαθήσουν να παραμείνουν ανεξάρτητες και μη ευθυγραμμισμένες, πολλές χώρες επιδιώκουν τη δημιουργία σχέσεων ασφάλειας, οικονομίας και πολιτικής που ενδεχομένως να ταιριάζουν καλύτερα με αυτό που ονομάζεται «πολυευθυγρράμιση». Σε μια στρατηγική πολυευθυγράμμισης, οι χώρες επιδιώκουν να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερους εταίρους για να προστατευθούν από την ευάλωτη θέση στην οποία θα βρίσκονταν αν είχαν «όλα τα αυγά σε ένα καλάθι».
Η διαφορά
Σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ στον Βόρειο Ατλαντικό, η περιοχή του Ινδοειρηνικού δεν έχει ένα ενιαίο περιφερειακό πλαίσιο ασφάλειας. Απόπειρες του παρελθόντος, όπως ο Οργανισμός Συμφώνου της Νοτιοανατολικής Ασίας (SEATO) του 1954-1977 απέτυχαν, ενώ άλλα περιφερειακά πλαίσια επικεντρώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Τετραμερούς (Quadrilateral Security Dialogue-Quad) μεταξύ της Αυστραλίας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ, και της νεότερης AUKUS μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, οι ΗΠΑ βρίσκονταν σταθερά στο επίκεντρο οποιασδήποτε περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφάλειας, είτε μέσω της ισχυρής παρουσίας της στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, την εκ περιτροπής παρουσία της στις Φιλιππίνες, ή τους ιστορικούς δεσμούς της με τη Σιγκαπούρη και την Αυστραλία.
Ενώ η Αυστραλία διατήρησε επιλεγμένες συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας με αρκετά κράτη των νησιών του Ειρηνικού, πολλοί δεσμοί ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Ασία ή μεταξύ της Βορειοανατολικής Ασίας και της Ωκεανίας δημιουργήθηκαν μέσω των ΗΠΑ. Οι αμυντικές σχέσεις της Νότιας Κορέας με την Ιαπωνία, για παράδειγμα, υπάρχουν σε ένα τριμερές πλαίσιο (όταν υπάρχουν), με τις ΗΠΑ ως κεντρικό σημείο. Επιπλέον, τα εγχειρήματα της Αυστραλίας βόρεια του ινδονησιακού αρχιπελάγους συχνά γινόταν σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Ακόμα και μεγάλο μέρος της περιφερειακής εμπλοκής της Ινδίας υπόκειται στο πλαίσιο της Τετραμερούς.
Αυτή η δυναμική αλλάζει την τελευταία δεκαετία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εν μέσω της αυξανόμενης κινεζικής ισχύος και διεκδικητικότητας.
Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ινδονησία, που στο παρελθόν τους αρκούσε να παραμένουν σχετικά ουδέτερες και να μην ασχολούνται ιδιαίτερα με το προβληματικό περιβάλλον ασφάλειας στη Νότια Σινική Θάλασσα, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις καθώς η Κίνα κανονικοποίησε τις διεκδικήσεις της σε περιοχές εντός –και ορισμένες φορές πέραν- της λεγόμενης «γραμμής με τις εννέα παύλες» (σ.τ.μ.: πρόκειται για μια οριοθέτηση με «εννέα παύλες» -ή 11 κατά την Ταϊβάν- η οποία υπάρχει στους κινεζικούς χάρτες από τη δεκαετία του 1940 και συνοδεύει τις διεκδικήσεις της Κίνας και της Ταϊβάν στη Νότια Σινική Θάλασσα. Η αμφισβητούμενη περιοχή περιλαμβάνει τα νησιά Παρασέλ, τα νησιά Σπράτλυ, το νησί Πράτας και τις όχθες Βερέκερ, Μάκλσφιλντ και τα αβαθή ύδατα Σκάρμπορο).
Η Αυστραλία, η Νότια Κορέα, ακόμα και η Νέα Ζηλανδία η οποία είχε προσπαθήσει να διατηρήσει στενούς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα και να μην ανακατεύεται σε περιφερειακές διαμάχες σε θέματα ασφάλειας ή σε θέματα που αφορούν στην κυριαρχία της Ταϊβάν, άρχισαν να ξανασκέφτονται την ικανότητά τους να παραμείνουν προστατευμένες από τις περιφερειακές προκλήσεις ασφάλειας και άρχισαν να αναδιαμορφώνουν τις αμυντικές τους θέσεις και πολιτικές.
Και η Ιαπωνία, που αργά αλλά σταθερά αυξάνει τις στρατιωτικές της δυνατότητες και τη δυναμικότητά της και επεκτείνεται σε περιοχές επιχειρήσεων, έχει αυξήσει την πιο ενεργή περιφερειακή της εμπλοκή, επεκτείνοντας τον ορισμό των επιτρεπτών εξαγωγών όπλων και κάνοντας διαπραγματεύσεις για συμφωνίες κοινής εκπαίδευσης και επιχειρήσεων σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η «άνοδος» της Κίνας είναι μια μερική εξήγηση για την επέκταση των περιφερειακών αμυντικών δεσμών, υπάρχει όμως επίσης ανησυχία αναφορικά με το δυνητικό πολιτικό κόστος της στενότερης αμυντικής ενσωμάτωσης με τις ΗΠΑ και την αμφισβητούμενη αξιοπιστία της Ουάσινγκτον ως πρωταρχικού εταίρου.
Πολλές χώρες της περιφέρειας επιδίωξαν να κρατήσουν χωριστά τις διμερείς στρατιωτικές τους σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες από τις ευρύτερες παγκόσμιες στρατιωτικές ενέργειες των ΗΠΑ. Η Νότια Κορέα, για παράδειγμα, δεν επιτρέπει σε αμερικανικές δυνάμεις που έχουν βάση στο έδαφός της να αναπτύσσονται σε άλλες διεθνείς περιπτώσεις, και το 2004, εν μέσω διαμάχης με τη Σεούλ για τον περιορισμό αυτόν, οι ΗΠΑ μείωσαν τις δυνάμεις τους στη Νότια Κορέα για να τις κατευθύνουν στο Ιράκ.
Περίπου την ίδια περίοδο, η Σεούλ και η Ουάσινγκτον είχαν εμπλακεί σε ευρύτερες συνομιλίες αναφορικά με μια ακόμα μεγαλύτερη μελλοντική μείωση των αμερικανικών δυνάμεων στη Νότια Κορέα, ένα σχέδιο που οι αξιωματούχοι ξεκίνησαν, αλλά τελικά περιέκοψαν το 2008 εν μέσω αβεβαιότητας αναφορικά με την υγεία του τότε ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ιλ και την ορκωμοσία του τότε προέδρου της Νότιας Κορέας Λι Μιουνγκ-μπακ, που ήταν λιγότερο πρόθυμος να κατευνάσει τον Βορρά.
Η Νότια Κορέα μπορεί να είναι μια μοναδική περίπτωση, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των αμερικανικών δυνάμεων που είναι σταθμευμένες εκεί και της συνεχιζόμενης σύγκρουσης με τον γείτονά της στα βόρεια, αλλά οι Φιλιππίνες συχνά λειτουργούν ως μάθημα για την υπερβολική εξάρτηση από τις ΗΠΑ και την υποαπόδοσή τους.
Υπό τον πρώην πρόεδρο των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε, η Μανίλα καθυστέρησε και απείλησε πολλές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, παρά το ότι η προηγούμενη κυβέρνηση των Φιλιππίνων είχε φέρει και κερδίσει την υπόθεση κατά της Κίνας για την κατάληψη και ανάπτυξη νησίδων στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Βασικό επιχείρημα του Ντουτέρτε ήταν πως υπήρχε υψηλό πολιτικό και οικονομικό κόστος στην στήριξη της στρατιωτικής συμμαχίας των ΗΠΑ (ιδιαίτερα επειδή έβλαπτε τις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα), αλλά το όφελος στον τομέα της ασφάλειας για της Φιλιππίνες ήταν μικρό, καθώς οι ΗΠΑ είχαν κάνει ελάχιστα για να σταματήσουν την Κίνα από το να καταλάβει και να ενισχύει βασικές θέσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα στους υφάλους και τις νησίδες που διεκδικούσαν οι Φιλιππίνες. Για τον Ντουτέρτε, το μάθημα ήταν πως η υποστήριξη των ΗΠΑ κόστιζε οικονομικές ευκαιρίες με την Κίνα, ενώ η Μανίλα έχανε βασικά εδάφη που ήταν ζωτικής σημασίας για την αλιεία και την εθνική της άμυνα.
Με πολλούς τρόπους, η επιχειρηματολογία του Ντουτέρτε, αν και πιο ανοικτή και ισχυρή, είναι η επικρατούσα άποψη στην περιοχή, ακόμα και σε χώρες με επίσημες συμμαχίες βάσει συνθηκών με τις ΗΠΑ. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχει επανειλημμένως ζητήσει διαβεβαιώσεις από την Ουάσινγκτον πως τα διαφιλονικούμενα νησιά Σενκάκου/Ντιάογιου βρίσκονται στο πλαίσιο της αμυντικής συμφωνίας ΗΠΑ-Ιαπωνίας. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον διστάζει να δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, καθώς επισήμως δεν παίρνει το μέρος κανενός στις περισσότερες περιφερειακές εδαφικές διαφωνίες και διατηρεί ένα στοιχείο στρατηγικής αμφισημίας αναφορικά με το ποιες «κόκκινες γραμμές» μπορεί να πυροδοτήσουν μια παρέμβαση των ΗΠΑ.
Επιπλέον, η Νότια Κορέα ήγειρε ανησυχίες το 2010 όταν η Βόρεια Κορέα βύθισε την κορβέτα Cheoan, ενώ η Ουάσινγκτον φάνηκε να αρνείται να στείλει αεροπλανοφόρο στην Κίτρινη Θάλασσα σε μια κοινή επίδειξη δύναμης αναφορικά με της ανησυχίες για την απάντηση της Κίνας. Οι ΗΠΑ τελικά έστειλαν το USS George Washington στην Κίτρινη Θάλασσα αργότερα μέσα στη χρονιά εκείνη, μόνο όμως αφότου η Πιονγκγιάνγκ είχε βομβαρδίσει ένα απομακρυσμένο νησί της Νότιας Κορέας.
Η Σεούλ αντιμετώπισε επίσης σημαντικές οικονομικές πιέσεις από την Κίνα το 2017, όταν επέτρεψε την ανάπτυξη αμερικανικής συστοιχίας THAAD στη χερσόνησο, αλλά δεν έλαβε κάποια συγκεκριμένη οικονομική ή εμπορική παραχώρηση από τις ΗΠΑ για να μετριάσει την επίπτωση των μέτρων της Κίνας. Και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, η Νότια Κορέα αντιμετώπισε σημαντικές πολιτικές δυσκολίες στην ανανέωση συμφωνιών για τις βάσεις, καθώς η Ουάσινγκτον ζητούσε σημαντική αύξηση των πληρωμών της Νότιας Κορέας και αμφισβητούσε τον αριθμό των Αμερικάνων στρατιωτών που είχαν αναπτυχθεί στην Κορεατική Χερσόνησο.