Του Νίκου Μουμούρη
Η πανδημία επιτάχυνε την πορεία προς τις λεγόμενες “cashless societies”. Όμως, η απομάκρυνσή μας από το φυσικό χρήμα κρύβει και αρκετές προκλήσεις.
Τα κοινόχρηστα ψυγεία στην πανεπιστημιούπολη του ΜΙΤ περιέχουν κατά κανόνα ό,τι έχουν τα ψυγεία σε χώρους εργασίας – σάντουιτς, φρούτα, νερό, αναψυκτικά… Λέμε «κατά κανόνα» καθώς μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Dan Ariely πραγματοποίησε, προ 12ετίας περίπου, ένα ίσως εκκεντρικό πείραμα. Σε διάφορα ψυγεία της πανεπιστημιούπολης τοποθέτησαν πιάτα στο καθένα από τα οποία τοποθέτησαν έξι χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου. Παράλληλα, τοποθέτησαν και μερικά κουτιά αναψυκτικού.
Ήθελαν να δουν αν κάποιοι θα υπέκυπταν στον πειρασμό και θα… τσέπωναν τα χαρτονομίσματα που παρέμεναν στη συντήρηση, δίπλα σε μήλα και σάντουιτς με τόνο.
Όταν η ομάδα των ερευνητών επέστρεψε διαπίστωσε πως τα δολάρια παρέμεναν άθικτα. Ουδείς είχε σκεφτεί να τα πάρει, αντίθετα, τα αναψυκτικά που είχαν τοποθετήσει οι ίδιοι ήταν άφαντα.
Δεν ήταν το μόνο πείραμα με επίκεντρο τη μικρή, καθημερινή ανεντιμότητα, o D. Ariely είναι γνωστός για τις έρευνές του τόσο στο συγκεκριμένο θέμα όσο και στον ευρύτερο τομέα της συμπεριφορικής οικονομίας.
Σε μια περίοδο όμως όπου το χρήμα εξαϋλώνεται και το οργανωμένο οικονομικό σύστημα προωθεί την ιδέα των ψηφιακών συναλλαγών, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς η απομάκρυνσή μας από τα απτά κέρματα και χαρτονομίσματα μπορεί -ίσως- να ενθαρρύνει παράτυπες πρακτικές.
Για την ομάδα του Ariely αυτή η απομάκρυνση από τη φυσική εικόνα του χρήματος παίζει τεράστιο ρόλο. Είναι πιο εύκολο να πάρει κανείς ένα στιλό παρά ένα κέρμα των δύο ευρώ από το γραφείο του απόντος συναδέλφου. Σε μεγαλύτερα μεγέθη, έχουμε ακούσει αρκετές φορές για ανθρώπους που βρήκαν μεγάλα χρηματικά ποσά στον δρόμο και τα παρέδωσαν αλλά σπανιότερα (ή, ίσως, ποτέ) για ανθρώπους που βρήκαν ένα πολύτιμο αντικείμενο και το παρέδωσαν στις αρχές για να βρει τον ιδιοκτήτη του.
Ένα πολύτιμο αντικείμενο θεωρείται a priori πως ανήκει σε κάποιον ευκατάστατο, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό όμως μπορεί να είναι ο καρπός δουλειάς πολλών ετών. Ο ίδιος ο καθηγητής έχει κατ’ επανάληψη σχολιάσει πως φαίνεται να είναι ευκολότερο να παραβιάσει κανείς τους κανόνες όταν έχει να κάνει με ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο. Ίσως αυτό να αποτελεί μια εξήγηση για τα ηχηρά οικονομικά σκάνδαλα που συγκλόνισαν μεγάλες χρηματαγορές όπως οι ΗΠΑ ή προκάλεσαν αίσθηση σε μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα κατά τα τελευταία 20 χρόνια.
Ο κατάλογος με τις μεγαλύτερες τραπεζικές ληστείες που πραγματοποιήθηκαν ποτέ φέρνει στην κορυφή την επιχείρηση που οργανώθηκε το 2003 από τον Σαντάμ Χουσεϊν για την υφαρπαγή 920 εκατ. δολαρίων από την Κεντρική Τράπεζα του Ιράκ. Δεύτερη στην κατάταξη βρίσκεται μία ακόμα επιχείρηση σε βάρος τράπεζας στη Βαγδάτη με λεία 282 εκατ. δολάρια, ενώ η δεκάδα κλείνει με την επιχείρηση εναντίον ενός θωρακισμένου οχήματος της εταιρείας Dunbar, το 1997, με λεία 18,9 εκατ. δολάρια.
Αντίθετα, η κλίμακα στα οικονομικά εγκλήματα είναι εντελώς διαφορετική. Ο μηχανισμός που είχε στηθεί από τον Bernard Madoff είχε ως αποτέλεσμα να υπεξαιρεθούν ως και 65 δισ. δολάρια έφερε τον εμπνευστή του στην κορυφή των οικονομικών απατεώνων. Στην Ιστορία ως χαρακτηριστικοί οικονομικοί εγκληματίες έχουν επίσης μείνει ο Scott W. Rothstein που λειτουργούσε μία «πυραμίδα» 1,2 δισ. δολαρίων, ο Marc Dreier που υπολογίζεται ότι αποκόμισε 700 εκατ. δολάρια εξαπατώντας επενδυτές και ο Samuel Israel III που υπεξαίρεσε 450 εκατ. δολάρια. Με εξαίρεση δηλαδή την ενορχηστρωμένη από τον Σ. Χουσεϊν υπεξαίρεση, η κλασική ληστεία με λεία το φυσικό χρήμα ωχριά μπροστά στις οικονομικές απάτες που αφορούν σε άυλο χρήμα.