«Ξέρεις ποιος ήταν ο σημαντικότερος ρόλος μου; Ποτέ δεν μόνιασαν οι καλλιτέχνες. Έπαιρναν φωτιά τα καμαρίνια. Κι εγώ έπρεπε από καμαρίνι σε καμαρίνια λέω ψέματα, να μονιάσουν οι καλλιτέχνες, να μην τσακώνονται ποιος θα βγει πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος θα τραγουδήσει περισσότερη ώρα και να τους φέρω βόλτα να μην έχουμε γκρίνιες για να δουλέψουν όλοι αγαπημένοι για το μαγαζί. Από την στιγμή που σταματούσαν να βρίζονται μεταξύ τους κι άρχισαν να βρίζουν όλοι μαζί εμένα, έφτιαχνε το κλίμα κι η ατμόσφαιρα κι όλο αυτό έβγαινε στη σκηνή».
Τη δεκαετία του ‘30 στα «μεικτά λουτρά» της πλαζ των Αστεριών -της χερσονήσου της Πούντας, όπως ονομαζόταν αυτή η πανέμορφη ακτογραμμή στην αρχαιότητα- υπήρχε «περίπτερο χορού λουομένων». Οι νέοι του Μεσοπολέμου, αφού έκαναν εκεί τα μπάνια τους, κορίτσια αγόρια μαζί για πρώτη φορά στη χώρα μας, χόρευαν και διασκέδαζαν – πάντα με ευπρέπεια βέβαια, όπως το καλούσαν τα ήθη της εποχής. Μετά τον πόλεμο, την δεκαετία του ‘50, τα Αστέρια, που είχαν καταστραφεί στην Kατοχή, ξαναφτιάχνονται από τον ΕΟΤ και το σχέδιο προβλέπει μέσα σε όλα και «Κέντρο Διασκέδασης». Κι έτσι ξεκινάει η ιστορία του νυχτερινού κέντρου με τη μεγαλύτερη ίσως λάμψη στην ιστορία της χώρας μας.
Μέχρι τα μέσα δεκαετίας του ’70, το κέντρο Αστέρια είναι στην κορυφή της νυχτερινής ζωής της Αθήνας. Ωστόσο, καθώς τα κέντρα και τα κλαμπ αντικαθίστανται στα ‘80s από τις ντίσκο κι ο κόσμος θέλει περισσότερο θέαμα, τα Αστέρια παρακμάζουν. Τότε περνούν στα χέρια ενός επιχειρηματία που έχει σπουδάσει καλά τη νύχτα, του Αργύρη Παπαργυρόπουλου, ο οποίος υπογράφει τη δεύτερη χρυσή τους περίοδο.