ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Α.1. : Το προϊσχύον Εναρμονισμένο Νομοθετικό Πλαίσιο
Έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. η του Νόμου 1338/83 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (ΦΕΚ 34 Α’/17-3-83) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Νόμου 1440/84 «Συμμετοχή της Ελλάδος στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού EURATOM» (ΦΕΚ 70 Α’/21-5-84) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του Νόμου 1775/88 «Εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101 Α’/24-5-88) και το άρθρο 65 του Νόμου 1892/90 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101 Α’), εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91).
Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως.
Στο άρθρο 2 περ.ε) της εν λόγω Κ.Υ.Α. ορίζεται ότι Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (ΕΠΕ) είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του ποσού της παρεχόμενης πίστωσης.
Το ΕΠΕ μίας πίστωσης είναι το επιτόκιο που σε ετήσια βάση εξισώνει παρούσες αξίες του συνόλου των υποχρεώσεων (δανείων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) μελλοντικών ή τρεχουσών, που έχουν αναληφθεί από τον πιστωτικό φορέα και τον πιστοδοτούμενο καταναλωτή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ που περιέχεται στο άρθρο 14 της Κ.Υ.Α. και είναι ο εξής:
Ήδη λοιπόν, η ίδια η Κ.Υ.Α. αναφέρει ότι το ΕΠΕ μπορεί να υπολογιστεί ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή και πάντως επ’ ουδενί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ.
Επιπλέον, κατ’ άρθρον 6 παρ. 1 της Κ.Υ.Α. διευκρινίζεται κι αποσαφηνίζεται ότι ο υπολογισμός του ΕΠΕ «γίνεται με την υπόθεση ότι η σύμβαση πίστωσης παραμένει σε ισχύ κατά τη συμφωνηθείσα διάρκειά της» σωρευτικά δε «ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τους όρους και μέσα στις προθεσμίες που έχουν συμφωνηθεί».
Ως λογικά αναγκαίο συμπέρασμα, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί ο ΕΠΕ
α) για πίστωση που καταγγέλθηκε ή
β) για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα ή
γ) για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ως άνω παράγοντες της εξίσωσης μεταβάλλονται και ΔΕΝ παραμένουν σταθεροί.
Επιπλέον, κατ’ άρθρον 6 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. διευκρινίζεται κι αποσαφηνίζεται ότι «στις συμβάσεις πίστωσης με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο επιτόκιο (βλ. ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ) και στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΕΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του, ο υπολογισμός του ΕΠΕ γίνεται ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ότι το επιτόκιο και οι λοιπές επιβαρύνσειςΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΑΘΕΡΑ στο αρχικό τους ύψος και ΙΣΧΥΟΥΝ ΚΑΘΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ της πιστωτικής σύμβασης».
Ως λογικά αναγκαίο συμπέρασμα, ΔΕΝ μπορεί εκ των προτέρων, ήτοι κατά τη σύναψη, να υπολογιστεί ο ΕΠΕ σε καμμία πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο κι έτσι πρέπει να υπάρχουν τόσες εξισώσεις υπολογισμού του ΕΠΕ όσες είναι και οι μεταβολές του επιτοκίου.
ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Με την έκδοση της Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91), σκοπός της οποίας ήταν η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως, διαπιστώνουμε τα εξής:
1) Το Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (ΕΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του ονομαστικού επιτοκίου που αναγράφεται στην εν λόγω πιστωτική σύμβαση.
2) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή.
3) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε
4) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα
5) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα.
6) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο.
7) Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΕΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του.
Με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01), ο όρος «Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο» και η συντομογραφία «ΕΠΕ» αντικατεστάθη από τον όρο «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» και τη συντομογραφία «ΣΕΠΠΕ» αντιστοίχως.
Α.2. : Το ισχύον Εναρμονισμένο Νομοθετικό Πλαίσιο
Α. Η Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010
Έχοντας υπόψη την Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ης Μαΐου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. E 133 της 22-5-08, εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10).
Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν η ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ης Μαΐου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και η κατάργηση της Κ.Υ.Α Φ1-983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις Κ.Υ.Α. Φ1-5353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’) και Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’).
Με την έκδοση της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010 διαπιστώνουμε τα εξής:
1) Το «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» (ΣΕΠΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του «επιτοκίου χορηγήσεως» που αναγράφεται στην εν λόγω πιστωτική σύμβαση (ίδ. αρ. 3 περ. θ σε συνδ. με περ. ι ).
2) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή (ίδ. αρ. 19 παρ. 1, τρόπος υπολογισμού ΣΕΠΠΕ).
3) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ. 1:3)
4) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6)
5) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6).
6) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1:3, 7, 9).
7) Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1, 2, 4:10).
ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Τόσο το προγενέστερο Νομοθετικό πλαίσιο, όσο και το νύν, διευκρινίζουν κι αποσαφηνίζουν ότι ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ (πρώην ΕΠΕ) γίνεται:
α) με ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ
ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ με την ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ παραδοχή ότι
β) όλοι οι παράγοντες του μαθηματικού τύπου είναι ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ.
Ουσιαστική διαφορά της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010 με την προγενέστερη Κ.Υ.Α Φ1-983/1991, διαπιστούται ΜΟΝΟΝ στο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ υπολογισμού του ΣΕΠΠΕ (πρώην ΕΠΕ) που αποτυπώνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι της Κ.Υ.Α. Ζ1-699 και είναι ο εξής:
Β. Η Κ.Υ.Α. Ζ1-111/2012
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 296 της 15.11.2011, σελ. 35, εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12).
Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν ,μεταξύ άλλων και ειδικότερα κατ’ άρθρον 1 της Κ.Υ.Α., η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της οδηγίας 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου».
Έτσι, κατ’ άρθρον 1 παρ.2 της εν λόγω Κ.Υ.Α, τροποποιείται η προγενέστερη Κ.Υ.Α. Ζ1− 699/23.6.2010 (ΦΕΚ Β΄ 917) και με τα εις αυτό (άρθρο) αναφερόμενα ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ υπολογίζεται ο ΣΕΠΠΕ, γενόμενος ούτως ο εν λόγω υπολογισμός , από μαθηματικά δύσκολος σε μαθηματικά πανδύσκολος.
ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, κου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ.
Εξ όλων των ανωτέρω ΑΒΙΑΣΤΑ και με πλήρη ΣΑΦΗΝΕΙΑ προκύπτει ότι:
1ον) Το 99,999% [sic] των εκδοθεισών Διαταγών Πληρωμής, ΠΑΣΧΟΥΝ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΓΓΡΑΦΑ, καθώς αυτές έχουν εκδοθεί ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ εκάστης Τραπέζης καθώς ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΓΓΡΑΦΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΑΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΒΑΣΗ Σ.Ε.Π.Ε., ΑΛΛΑ ΑΠΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ-ΧΡΕΩΣΗΣ.
Με πιο απλά λόγια, στην κίνηση λογαριασμού όπου αναφέρονται οι ΧΡΕΩΣΕΙΣ & ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ότι η τάδε ΧΡΕΩΣΗ ή η δείνα ΠΙΣΤΩΣΗ ανταποκρίνεται στο Σ.Ε.Π.Ε. της δανειακής Σύμβασης.
2ον) Το 100% των Ανακοπών που κρίνουν ΑΟΡΙΣΤΟ τον ισχυρισμό περί μή βέβαιης και μή εκκαθαρισμένης απαίτησης ,ούσα μή υπολογισμένη βάση Σ.Ε.Π.Ε., θα πρέπει να Κριθούν (ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ & ΔΙΚΑΣΤΕΣ) περί του πραγματικού ,τελικώς, ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ αυτής ταύτης της εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής.
3ον) Το 100% των Δικαστών που εκτιμούν ότι, επίδικη απαίτηση με Σ.Ε.Π.Ε. μπορεί να ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΙ επί της Έδρας με απλές μαθηματικές πράξεις κι ούτως να ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΤΕΙ η οφειλή, ΜΑΛΛΟΝ είναι οι ίδιοι Απόφοιτοι Οικονομικού Πανεπιστημίου, Τομέα Οικονομετρίας και σε δεύτερο πτυχίο αυτό της Νομικής.
ΥΓ: Σ.Ε.Π.Ε. υπάρχει ΚΑΙ στα Στεγαστικά/Επισκευαστικά Δάνεια
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κος ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΜΒΟΥΚΑΣ