Του Παναγιώτη Σταμάτη*
Η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων αποτέλεσε διαχρονικά προτιμητέα νομοθετική επιλογή, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης ευκολίας είσπραξης του φόρου, και της αδυναμίας φοροαποφυγής.
Από αξιόλογες έρευνες και μελέτες (του ΚΕΠΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, της «διαΝΕΟσις», του στελέχους της Τράπεζας της Ελλάδος Βασίλη Μανεσιώτη και άλλες) προκύπτει ότι η ιστορία της φορολογίας των ακινήτων στην Ελλάδα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά και ιλαροτραγική.
Υπενθυμίζεται, λοιπόν, ότι η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, με τη μορφή έκτακτης εισφοράς, προκειμένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών (πρόκειται για συνήθη αφορμή ή δικαιολογία για προσωρινές τάχα επιβαρύνσεις, οι οποίες γίνονται μόνιμες. Πάντως, για περισσότερο από πενήντα χρόνια, η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέμενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η εισαγωγή από την 1 Ιανουαρίου 2014 του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι η έβδομη μετά τη μεταπολίτευση. Για πρώτη φορά επιβλήθηκε φόρος στην ακίνητη περιουσία με το Ν. 11/1975, αλλά καταργήθηκε στο τέλος της δεκαετίας. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε με το Ν. 1249/1982, αλλά ο φόρος αυτός καταργήθηκε μεν την 1 Ιανουαρίου 1993, αλλά παρέμεινε το ΤΑΠ. Το 1997 επιβλήθηκε νέος φόρος «μεγάλης» ακίνητης περιουσίας με το Ν. 2549/1997, ακολούθησε το 2008 το ΕΤΑΚ, το οποίο καταργήθηκε το 2010 και αντικαταστάθηκε από νέο φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας (ΦΜΑΠ) με τον Ν. 3842/2010. Το 2011, παράλληλα με το ΦΜΑΠ, επιβλήθηκε το ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι μέσω ΔΕΗ) με το Ν. 4021/2011 και από 1 Ιανουαρίου 2014 επιβλήθηκε (όλο «καταργείται», αλλά συνεχώς παραμένει!) ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. με το Ν. 4223/2013, προκαλώντας, όπως πάντοτε έντονες αντιδράσεις.
Κι όμως, με όλες αυτές τις προσπάθειες, έως το 2007 το κράτος εισέπραττε έσοδα από τον φόρο περιουσίας περίπου 400 εκατ. ευρώ, ενώ μετά το 2014 ξεπερνά τα 2,5 δις. ευρώ (έφτασε και τα 3,17 δις. ευρω!).
Δυστυχώς, από το 2011 (έτος θέσπισης του ΕΕΤΗΔΕ) και μετά, το φαινόμενο έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Ο συνδυασμός ΕΝΦΙΑ και συμπληρωματικού φόρου ακινήτων – που αποτέλεσαν τον διάδοχο του ΕΕΤΗΔΕ και του ΦΑΠ- καταλήγει σε ασύμμετρη, υπερβολική και άδικη επιβάρυνση.