
«...Μια πλατεία πολύ κεντρική στην Αθήνα μας είν' η Ομόνοια, που είν' η φήμη της ιστορική», όπως λέει το γνωστό τραγούδι «Ομόνοια πλαζ». Η πολύπαθη, λόγω αλλεπάλληλων αλλαγών, πλατεία Ομονοίας, ήταν «...μια πλατεία παλιά όλο χάρη», η οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη νεότερη ιστορία της Αθήνας και αποτελεί σημείο αναφοράς της πρωτεύουσας. Πάνω σ' αυτήν έγιναν αιματηρές μάχες και συμπλοκές, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, και εκφωνήθηκαν πολιτικοί λόγοι, εν όψει βουλευτικών και δημοτικών εκλογών. Από εκεί ξεκινούν, ακτινωτά, οι πιο σημαντικές αρτηρίες του κέντρου της πόλης (Πανεπιστημίου, Σταδίου, Αθηνάς, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου και Γ’ Σεπτεμβρίου).
Όταν το 1833 οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ εκπόνησαν το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, σχεδίασαν ως κέντρο της πόλης μία περιοχή στις παρυφές του ιστού της, γεμάτη αμπέλια και συκιές, γνωστή στους αυτόχθονες με το τούρκικο όνομα «Τζιρίτι». Την ονόμασαν πρόχειρα, λόγω θέσης, «Βορεία Άκρα» και εκεί, πάνω σε μία μεγάλη τετράγωνη πλατεία (την πλατεία των Ανακτόρων) θα χτίζονταν τα ανάκτορα και γύρω απ' αυτή οι «Κήποι του Λαού» και σημαντικά δημόσια κτίρια. Το σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά η πλατεία τους άρχισε να διαμορφώνεται το 1846, έγινε μικρότερη και κυκλική και μετονομάστηκε σε «Πλατεία Όθωνος». Έλαβε το τελικό της όνομα, «Πλατεία Ομονοίας», ως πράξη συμφιλίωσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων που δημιουργήθηκαν μετά την έξωση του Όθωνα το 1862.
Από τότε δεν υπήρξε δήμαρχος, αρχιτέκτων, πολεοδόμος ή πολιτικός που δεν είχε το δικό του όραμα ή που δεν υπέβαλε τις δικές του προτάσεις για τον εξωραϊσμό και εκσυγχρονισμό της πλατείας. Μερικές προσπάθειες ήταν επιτυχείς, άλλες όμως καθόλου και πολλές μάλιστα υπήρξαν αντικείμενο χλευασμού και τροφή για γελοιογράφους.
Με την προοπτική δε και μόνο της ανέγερσης των ανακτόρων, εύποροι Αθηναίοι και ομογενείς, και κυρίως Φαναριώτες, έσπευσαν να εγκατασταθούν στην περιοχή. Ένας από τους πρώτους οικοπεδούχους αλλά και οικιστές της πλατείας ήταν ο αρχιτέκτων Λύσσανδρος Καυταντζόλου, ο οποίος έχτισε την κατοικία του στη συμβολή της πλατείας με την Αγ. Κωνσταντίνου 2. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 στο οίκημα αυτό στεγάστηκε το ξενοδοχείο «Ελλάς», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Πάνθεον», καθώς επίσης και το καφενείο «Γορτυνία», αγαπημένο στέκι ηθοποιών μιας και ήταν δίπλα στο θέατρο Κοτοπούλη. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1959 και στη θέση του υπάρχει σήμερα ένα πολυώροφο οικοδόμημα, σαν αυτά που, όπως έγραφε ο Μίνως Αργυράκης το 1984 για την Αθήνα, «ξεπετάγονται διαρκώς μπροστά σου σαν Νεοέλληνας νταής, που δείχνει το ανάστημά του...» Δίπλα στο Πάνθεον ήταν το ιστορικό θέατρο Κοτοπούλη, για το οποίο θα γίνει αναφορά παρακάτω.