"Για βόλια τ' ασημόκουμπα βάζαμε στα τουφέκια χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, χωρίς κανά προσφάϊ "
Τον Ξεσηκωμό δεν τον έκαναν λευκοντυμένα ευγενικά τσολιαδάκια που άκουγαν Μότσαρτ και Μπετόβεν· που χόρευαν λεπτεπίλεπτα βαλς σε σαλόνια με αφράτες πολυθρόνες και πολύχρωμες μεταξωτές ταπετσαρίες στους τοίχους. Τον κάμανε αγριάνθρωποι μουστακαλήδες, που φορούσαν λερή φουστανέλα και τρύπια τσαρούχια, αποφασισμένοι για ζωή και θάνατο. Χόρευαν τον πρωτόγονο πυρρίχιο χορό τους, τον "τσάμικο", με γκρινιάρηδες ζουρνάδες και πολεμικά σκληρόηχα νταούλια που αντηχούσαν βαριά, πέρα ως πέρα στα πέτρινα χωριά τους. Αρχέγονοι ρυθμοί και μελωδίες που ήχησαν άλλοτε σε χαροκόπι και άλλοτε σαν πολεμιστήριο σάλπισμα και χορός στρατολόγησης πολεμιστών (Γραβιά, 1821).
Άνθρωποι-θεριά, που το μάτι τους γυάλιζε από την φλογερή επιθυμία για "μιας ώρας ελεύθερη ζωή" (Ρήγας, 1797), σαν εκείνη που απολάμβαναν οι αητοί κι οι πέρδικες στα πετρωτά και δασωμένα βουνά τους (Κατσαντώνης). Παλληκαράδες αληθινοί, που προκαλούσαν τούς πανικόβλητους οθωμανούς "σταθήτε ωρέ περσιάνοι να μετρηθούμε !" (Νικηταράς). Που από την κορφή του λόφου σήκωναν προς τον σαστισμένο εχθρό περιπαικτικά/υποτιμητικά τη φουστανέλα τους και του έδειχναν ποιον είχαν διορίσει στρατηγικό συμβουλάτορά τους (Καραϊσκάκης, 1827). Που σαν άλλοι Λεωνίδες, ευρισκόμενοι στην πιο δεινή θέση, ειρωνεύονταν τους μουρτάτες πως "τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών μας" (Μεσολόγγι, 1826). Ψημένοι πολεμιστάδες, που βάζαν τούς δεκάχρονους υιούς τους να ματώσουν για πρώτη φορά στην μάχη τ´ άρματα και να τα τιμήσουν (Καστάνιτσα, 1780).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν κυριλέδες νησιώτες "έμποροι", που κάτεχαν από διεθνείς συναλλαγές, ναυτικό δίκαιο και χρηματοπιστωτικές αξίες. Τον έκαμαν θαλασσοδαρμένοι πειρατές, που έσπαγαν με τη ναυτοσύνη τους αποκλεισμούς της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας για να μπουν στα λιμάνια, γιατί δεν κάτεχαν κανέναν αξιώτερο από τον εαυτό τους να τους δίδει διαταγές. Με θράσος, αν και αιχμάλωτοι, κοίταξαν κατάματα τον ναύαρχο Νέλσωνα και τόλμησαν να του πουν "αν σε είχα στα χέρια μου, θα σε κρεμούσα απ´ το κατάρτι !" (Μιαούλης, 1802). Τον έκαναν τα καταδρομικά "Μαύρα Καράβια" του Γιάννη Σταθά, που πρώτα σήκωσαν την σύγχρονη γαλανόλευκη κι έκαναν "το πέλαο να κοκκινήσει" (Σκιάθος, 1808).
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν ξιπασμένες φεμινίστριες. Τον έκαναν αντρογυναίκες-καπετάνισσες που τίμησαν το οικογενειακό τους όνομα, που διέθεσαν την περιουσία τους και τους γυιους τους στον Αγώνα, σαν την μάνα Υψηλάντισσα και την Μαυρογένους ή που καβάλησαν τα καράβια των αντρών τους, σαν την Μπουμπουλίνα και που βρόντηξαν τα άρματα των αντρών τους, σαν την Δέσπω ή που ντύθηκαν αντρικά μόνο και μόνο για να μπουν στον Αγώνα (τραγούδι της Αρκαδιανής). Τον έκαναν με σπαρτιάτικη νοοτροπία, οι Μανιάτισσες με τα δρεπάνια στα χέρια (Διρός, 1826) που σήκωσαν το άξια το βάρος του Αγώνα την στιγμή που οι άντρες τους πολεμούσαν αλλού (Βέργα, 1826). Τον έκαναν οι σκληρές νοικοκυρές του χωριού, που ζύμωναν για τα παλληκάρια, που φύλαγαν στο πόστο των αντρών για να ξαποστάσουν κι εκείνοι μια στάλα, που γέμιζαν τα τουφέκια των σκοπευτών στον λίγο χρόνο ανάμεσα σε δυο βολές. Οι γυναίκες και τα μωρά τους, που έφτιαχναν μπαρουτόβολα στους μύλους της Δημητσάνας. Οι γυναίκες και τα πιτσιρίκια, που ξυπόλητοι ή με τα γαϊδουράκια τους ανέβαιναν τα βουνά σαν μαντατοφόροι κι εφοδιαστές.
Τον Ξεσηκωμό, δεν τον έκαναν άεθνοι προλετάριοι. Τον έκαναν νοικοκυραίοι και απλοί χωριάτες, οι φορείς ενός πολιτισμού με τις ρίζες του στο άμεσο ιστορικό παρελθόν μας, που αναγνώριζαν πως ο Βασιλιάς μας εσκοτώθη και καμιά συνθήκη δεν έκαμε με τους Τούρκους (Κολοκοτρώνης προς τον Χάμιλτον).