Εκατομμύρια φορολογούμενοι οι οποίοι απέκτησαν πέρυσι εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ακίνητα ήταν υποχρεωμένοι κατά τη διάρκεια του 2021 να καλύψουν ποσοστό έως και 30% των ατομικών εισοδημάτων τους από αυτές τις πηγές με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής. Η υποχρέωση αυτή επανήλθε σε πλήρη ισχύ για τα εισοδήματα του 2021, χωρίς καμία απαλλαγή για όσους υπόχρεους είχαν χαρακτηριστεί ως «πληγέντες» από την πανδημία του κορονοϊού.
Στο πλαίσιο αυτό, η υποχρέωση αναγραφής του συνολικού ύψους των αποδείξεων ηλεκτρονικών αγορών στους κωδικούς της φετινής φορολογικής δήλωσης είναι αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή του «πέναλτι» 22% επί της διαφοράς των αποδείξεων που έπρεπε να συγκεντρώσει ο φορολογούμενος βάσει του εισοδήματός του και εκείνων που συγκέντρωσε. Κάθε χρόνο εντοπίζονται από την ΑΑΔΕ χιλιάδες φορολογούμενοι με «λειψές» αποδείξεις στους οποίους βεβαιώνεται επιπλέον φόρος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του φορολογικού νόμου 4646/2019:
1.Κάθε φορολογούμενος με ετήσιες απολαβές προερχόμενες εκ μιας ή περισσοτέρων από τις 5 βασικές πηγές εισοδήματος, δηλαδή από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ενοίκια ακινήτων, θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα από την 1η/1/2021 έως την 31η/12/2021 δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους έως 30% του ετησίου ατομικού πραγματικού εισοδήματός του από τις πηγές αυτές. Για να αναγνωριστούν οι δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να έχουν εξοφληθεί με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (προπληρωμένες κάρτες, πληρωμές μέσω e-banking κ.λπ.). Από το ετήσιο πραγματικό εισόδημα που θα ληφθεί υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών θα αφαιρούνται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τυχόν δαπάνες του φορολογούμενου για διατροφή. Τεκμαρτά εισοδήματα προσδιοριζόμενα με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν θα ληφθούν υπ’ όψιν.
2. Το ποσό των δαπανών που θα ληφθεί υπ’ όψιν δεν μπορεί να υπερβεί σε ετήσια βάση τα 20.000 ευρώ. Δηλαδή για όσους φορολογούμενους πραγματοποιήσουν φέτος με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσό δαπανών μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, θα ληφθούν υπ’ όψιν μόνο τα 20.000 ευρώ.