Πρόσθετη επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών και του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων που έχουν οι επιχειρήσεις στις τράπεζες θα επιφέρει η άνοδος των επιτοκίων που έχει προεξοφληθεί από την ΕΚΤ, αρχής γενομένης από φέτος. Η αύξηση των μηνιαίων δαπανών για όσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν οφειλές στις τράπεζες ή στα funds θα αποτελέσει ακόμη ένα χτύπημα στο διαθέσιμο εισόδημα, που έχει ήδη συρρικνωθεί μετά την αύξηση στο ρεύμα, στο κόστος μετακίνησης και στα είδη καθημερινής διαβίωσης, δημιουργώντας ασφυκτικές πιέσεις όχι μόνο στους χαμηλόμισθους αλλά και στα μεσαία νοικοκυριά.
Η άνοδος των επιτοκίων δεν αποτελεί δυνητικό σενάριο. Αποτυπώνεται ήδη στο euribor ενός έτους, δηλαδή του επιτοκίου που ενσωματώνει την πρόβλεψη για την πορεία των επιτοκίων ένα χρόνο από σήμερα. Το euribor διάρκειας ενός έτους, που είναι από το 2016 σε αρνητικό έδαφος, «φλερτάρει» ήδη με μηδενικά επίπεδα και έκλεισε την περασμένη εβδομάδα στο -0,058% από -0,488% ένα χρόνο πριν. Η τάση αυτή πιστοποιεί την άνοδο των επιτοκίων τους προσεχείς μήνες και θα συμπαρασύρει την άνοδο και του euribor 3μήνου, με βάση το οποίο τιμολογείται σχεδόν το σύνολο των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων.
Το euribor 3μήνου βρίσκεται επίσης σε αρνητικά επίπεδα από το 2015, αλλά η εικόνα αυτή αναμένεται να αναστραφεί μέχρι τα τέλη του έτους και με μεγαλύτερη ένταση από τις αρχές του επόμενου, προεξοφλώντας –με βάση τη σημερινή εικόνα– άνοδο κατά 35 έως 150 μονάδες βάσης εντός του 2023. Η προοπτική αυτή, που ενσωματώνει τις εκτιμήσεις για την αντίδραση της ΕΚΤ στην άνοδο του πληθωρισμού, θα προσθέσει στα ισχύοντα επίπεδα επιτοκίων από 0,35% έως και 1,50%, ενισχύοντας τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στη ρευστότητα των επιχειρήσεων που έχουν οφειλές στις τράπεζες.