Του Νίκου Χριστοδουλάκη*
Αν και πολλοί φοβούνται ότι με τα απανωτά λοκντάουν κινδυνεύουμε από πλήξη, σίγουρα αυτό δεν ισχύει στην οικονομία όπου τη φετινή χρονιά θα έχουμε πολλές οδυνηρές εκπλήξεις. Στα μέσα του περασμένου έτους, τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, κυριαρχούσε η εκτίμηση ότι η ξαφνική ύφεση λόγω της πανδημίας θα ήταν προσωρινή και φέτος θα την υπερακόντιζε ένα ισχυρό κύμα επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Καθώς όμως η επιστροφή στην κανονικότητα διαρκώς αναβάλλεται και αρκετοί κλάδοι στον χώρο των υπηρεσιών κρατούνται σε μόνιμη υπολειτουργία ή και πλήρη καταστολή, η ύφεση συνεχίζεται ακάθεκτη και έχει μια σειρά από δυσβάστακτες συνέπειες, όπως οι εξής:
Πρώτον, κάνει αναπόφευκτη τη συνέχιση της κρατικής στήριξης με επιδόματα, αλλεπάλληλες αναστολές πληρωμών και μαζικές προκαταβολές ρευστότητας. Οι δαπάνες έχουν εκτοξευθεί ενώ τα έσοδα του κράτους πέφτουν διαρκώς λόγω της μειωμένης δραστηριότητας και των διαδοχικών ρυθμίσεων. Προφανές αποτέλεσμα, η διόγκωση του δημόσιου χρέους, το οποίο στην Ευρωζώνη έφτασε το 100% του ΑΕΠ και στην Ελλάδα ξεπέρασε το 200% και έχει δυναμική για ακόμα ψηλότερα.
Δεύτερον, τα νοικοκυριά αυτοπεριορίζονται γιατί φοβούνται ότι η ύφεση θα κρατήσει ακόμα για πολύ και το εισόδημά τους θα πιεστεί και άλλο. Ακόμα και τα επιδόματα στήριξης δεν πάνε όλα σε κατανάλωση, αλλά ένα μέρος τους καταλήγει σε καταθέσεις μήπως έλθουν χειρότερες μέρες. Από την άλλη, οι τράπεζες που τις δέχονται απλώς βελτιώνουν τα κεφάλαιά τους αφού δεν μπορούν να τις διοχετεύσουν σε ευρείες χορηγήσεις λόγω των πιέσεων από τα «κόκκινα δάνεια».