Όταν ο Ελληνικός Στρατός έφτασε 60 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα
Αρχές Σεπτεμβρίου 1921 ο Ελληνικός Στρατός έφτασε σε απόσταση μόλις 60 χιλιομέτρων από την Άγκυρα προκαλώντας παγκόσμιο θαυμασμό, αλλά και πανικό στον Κεμάλ και τους συνεργάτες του.
Επρόκειτο για το απώτατο όριο της ελληνικής προέλασης. Θα δούμε σήμερα πώς οι Έλληνες έφτασαν ως εκεί, ποιες ήταν οι τουρκικές αντιδράσεις, πώς έγινε η αναδίπλωση του Στρατού μας και αν η κίνηση αυτή ήταν σωστή ή λανθασμένη.
Ο ελληνικός θρίαμβος στη μάχη του Εσκί Σεχίρ- Σεϊντή Γαζή.
Από τις 25 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) 1921 ξεκίνησαν οι ελληνικές επιχειρήσεις προς Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια και Αφιόν Καραχισάρ. Ο Στρατός μας υπερφαλάγγισε τους εχθρούς από βορρά προς νότο και απελευθέρωσε δεκάδες πόλεις και κωμοπόλεις, ανάμεσά τους τις τρεις πόλεις στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω.
Φαίνεται ότι η κατάληψη των πόλεων αυτών δεν ήταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά σαφώς και αποτελούσε τεράστια επιτυχία, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι αποτελούσαν σιδηροδρομικό κόμβο. Στις 8 Ιουλίου (παλαιό ημερολόγιο) οι κεμαλικοί επιχείρησαν σφοδρή αντεπίθεση εναντίον του Ελληνικού Στρατού, κυρίως στο κενό που υπήρχε μεταξύ του Α’ και του Β’ Σώματος Στρατού.
Αρχικά, οι ελληνικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν, σύντομα όμως οι διοικητές των μεραρχιών με τις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν απέκρουσαν τις επιθέσεις και υποχρέωσαν τους κεμαλικούς να οπισθοχωρήσουν ταχύτατα, αλλά συντεταγμένα 45 χιλιόμετρα ανατολικότερα. Η μάχη αυτή έμεινε στην ιστορία ως σύγκρουση Εσκί Σεχίρ- Σεϊντή Γαζή. Οι κεμαλικοί υπέστησαν τεράστιες απώλειες, όμως δεν εξοντώθηκαν τελείως, καθώς μεγάλο τμήμα τους διέφυγε πέρα από τον Σαγγάριο.
Είχαν χάσει όμως, τη μόνη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε τη Σμύρνη με το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ και τις δύο πόλεις. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που βρισκόταν στο Κορδελιό, έφτασε στις 10 Ιουλίου στο Εσκί Σεχίρ. Στις 18 Ιουλίου έγινε μια λαμπρή τελετή κατά την οποία 22 σημαίες Συνταγμάτων τιμήθηκαν με το αριστείο ανδρείας. Επίσης, εκατοντάδες αξιωματικοί και οπλίτες παρασημοφορήθηκαν.
Ο ελληνικός θρίαμβος προκάλεσε αίσθηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο Lloyd George σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 25 Ιουλίου 1921 τόνισε: «Εάν η Ελλάς παρέμεινε πιστή εις τον βασιλέα της είναι ιδική της υπόθεσις. Ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν την υπόθεσιν κατά την πραγματικής αυτής αξίαν. Τοιούτος λαός, οίος ο Ελληνικός, είναι άξιος εκτιμήσεως εκ μέρους πάσης χώρας. Ήγειρε δε κατά τας διεξαγομένας ήδη επιχειρήσεις το μεγαλύτερον μνημείον δόξης της Ελληνικής φυλής».
Ο Στρατός μας επικράτησε στη μάχη του Εσκί Σεχίρ, αλλά δεν πέτυχε να συντρίψει τους κεμαλικούς.
Πάντως, η ήττα των Τούρκων είχε αρνητική επίδραση στο ηθικό των αξιωματικών και των οπλιτών τους. Η πολιτική της υποχώρησης που ακολούθησε ο Κεμάλ συνάντησε σφοδρές αντιδράσεις από την εθνοσυνέλευση της Άγκυρας.
Πάντως ο Ατατούρκ επέμεινε ότι η επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και εφοδιασμού του Ελληνικού Στρατού θα οδηγούσε στην ήττα του. Στην ελληνική πλευρά, αν και το ηθικό ήταν υψηλό, υπήρχε προβληματισμός για την επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και μεταφορών, καθώς και για το ότι το στράτευμα βρισκόταν σε δύσβατο έδαφος, ενώ δεχόταν και επιθέσεις από εχθρικούς πληθυσμούς.
Το Συμβούλιο της Κιουτάχειας (15-28 Ιουλίου 1921)
Αποφασίστηκε λοιπόν να διεξαχθεί ένα πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια για να σχεδιαστεί το μέλλον της εκστρατείας. Σε αυτό ήταν παρών ο Κωνσταντίνος, ενώ συμμετείχαν υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν εκεί καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της εκστρατείας.
Στο υπόμνημα που κατέθεσε η διοίκηση της Στρατιάς υποστήριζε ότι σκοπός των επιχειρήσεων έπρεπε να είναι η διάλυση του στρατού των κεμαλικών ή η απομάκρυνση από το μέτωπο του Εσκί Σεχίρ με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σύντομα εκεί. Για τον λόγο αυτό ο Ελληνικός Στρατός όφειλε να εκτελέσει επιδρομή προς την Άγκυρα για να συντρίψοει τους κεμαλικούς και να διαλύσει το κέντρο ανεφοδιασμού τους που βρισκόταν στην πόλη αυτή. Αν οι κεμαλικοί δεν υπέκυπταν, τα ελληνικά τμήματα θα επέστρεφαν στη γραμμή Εσκί Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ, αφού πρώτα κατέστρεφαν τελείως τη γραμμή Εσκί Σεχίρ- Άγκυρας.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Γεώργιος Ρούσσος: «Η απόφασις δεν δυσκολεύτηκε να βγει. Θα συνεχίζετο η εκστρατεία το ταχύτερον προς την κατεύθυνση εκείνη με αντικειμενικό σκοπό να επιτευχθεί μεταξύ Εσκί Σεχίρ και Άγκυρας, ό,τι δεν επετεύχθη μεταξύ Εσκί Σεχίρ- Κιουτάχειας.
Ο εγκλωβισμός του κεμαλικού στρατού. Αν ξέφευγε πάλιν η οργανωμένη δύναμη των Τούρκων, η κατάληψη της Άγκυρας θα ήταν μοιραία γι’ αυτόν. Διότι μπορούσε ο Κεμάλ να συνεχίσει τον αγώνα και πέραν από την πρωτεύουσά του, αλλά μόνον υπό μορφή ανταρτοπόλεμου.
Η περιοχή, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς σημαντική δημογραφική βάση, χωρίς πόρους, δεν θα επέτρεπε την ύπαρξη και δράση πραγματικού τακτικού στρατού. Ώστε έτσι ή αλλιώς, η μέχρις Άγκυρας προέλαση θα εξάρθρωνε την αμυντική ισχύ της Τουρκίας και θα επέτρεπε στην Ελλάδα να δεχθεί μεσολαβήσεις των δυνάμεων ή γενικότερα να αναλάβει διαπραγματευτικές ενέργειες, από θέσεις ισχύος».
Αυτό ήταν το γενικό πλαίσιο των αποφάσεων του συμβουλίου της Κιουτάχειας. Υπέρ της προέλασης τάχθηκε αναφανδόν ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης και τα περισσότερα στελέχη του Επιτελείου. Κομβικής σημασίας ήταν η τοποθέτηση του Συνταγματάρχη Πτολεμαίου Σαρηγιάννη Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου και υπεύθυνου για τον ανεφοδιασμό των ελληνικών στρατευμάτων. Η απόσταση μεταξύ Εσκι Σεχίρ και ‘Αγκυρας ήταν περίπου 300 χιλιόμετρα.
Σύμφωνα με τον Σαρηγιάννη, χρειάζονταν 20 ημέρες για την προπαρασκευή και 20-40 ημέρες για την πραγματοποίησή της. Ο ίδιος, παρείχε συνεχείς διαβεβαιώσεις για την επάρκεια των μεταφορικών μέσων ως τον ποταμό Σαγγάριο. Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι επιφυλακτικός ως προς τον συγκεκριμένο: «Παραμένει ανεξιχνίαστος ο πραγματικός ο ρόλος του αξιωματικού αυτού στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Παρείχε εκ νέου διαβεβαιώσεις για τη δυνατότητα να συντρίψει τον Κεμάλ και ήταν εν πολλοίς υπεύθυνος για τη διεξαγωγή της νέας επιχειρήσεως προς ανατολάς.
Έχει ήδη προαναφερθεί ότι υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής και των εαρινών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού. Δεν απεστρατεύθη ούτε μετά τη νέα διάψευση των προβλέψεών του, αλλά πολύ αργότερα (κατά τους πρώτους μήνες του 1922). Ο Αλέξ. Μαζαράκης – Αινιάν αναφέρει (σελ. 311) ότι διηύθυνε κατ’ ουσίαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τη θερινή εξόρμηση του Ελληνικού Στρατού προς ανατολάς το 1921». Ποια ήταν όμως η άποψη του Κωνσταντίνου για την εκστρατεία της Άγκυρας; Απ’ όσα γράφει ο Γεώργιος Ρούσσος φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός. Ενδεικτικός είναι ο διάλογός του με τον Βίκτωρα Δούσμανη:
Β. Δούσμανης: «Αυτή τη φορά δεν πρέπει να μας διαφύγει ο Κεμάλ. Πρέπει να τον πιάσουμε».
Κωνσταντίνος: «Ναι, αλλά για να τον πιάσουμε πρέπει να θελήσει να σταθεί».
Πιο χαρακτηριστικά είναι όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον Μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο που συναντήθηκε μαζί του στην Κιουτάχεια. Ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Δεν αποφασίσατε Μεγαλειότατε την κατά της Αγκύρας εκστρατείαν; Αι τελευταίαι μου λέξεις συνεκλόνισαν τον βασιλέα, όστις εγερθείς βιαίως και ενώ η όψις του είχε προσλάβει μίαν καταφανή έκρηξιν θυμού, κατέφερε τον γρόνθον του επί του προ αυτού γραφείου του, συγχρόνως δε με την κεραυνώδη φωνήν του απήντησε:
«Εγώ ουδέν απεφάσισα. Δεν είμαι ο αρμόδιος εγώ. Δύνασθε (μπορείτε) να ερωτήσετε απ’ έξω εκείνους που κυβερνούν. Και χωρίς να προσθέσει άλλην λέξιν συνέπλεξεν όπισθέν του τας χείρας του και ήρχισε βηματίζων νευρικά κατά μήκος του δωματίου ψιθυρίζων πότε – πότε με προφανή δυσαρέσκειαν κάτι μεταξύ των οδόντων του».
Από τους στρατιωτικούς, εκείνος που αντέδρασε περισσότερο ήταν ο Υπαρχηγός του Επιτελείου Πάλλης. Ο πανικός των Τούρκων πάντως μετά την ήττα τους στο Εσκί Σεχίρ ήταν μεγάλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κεμάλ πήρε μαζί του και όλο το υλικό των νοσοκομείων, εγύμνωσε τα σπίτια και «παρέλαβε» και τις χανούμισσες!
Οι δυσκολίες της «Επιχείρησης Άγκυρα»
Αναφερθήκαμε εκτενέστερα παραπάνω στις πολλές δυσκολίες που υπήρχαν εξ αρχής στην «Επιχείρηση Άγκυρα». Σε προφορικές μαρτυρίες του Αντιστράτηγου Ιωάννη Κατσαδήμα και του Γρηγόριου Σπάρταλη στο Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο, το περιεχόμενο των συζητήσεων των Ελλήνων διέρρευσε στον εχθρό!
Δεν επρόκειτο μάλιστα για αμιγώς νέο σχέδιο, αλλά για παλαιότερο, το οποίο είχε προταθεί στο Υπουργείο Στρατιωτικών από την τότε ηγεσία της Στρατιάς τον Αύγουστο του 1920. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Γεώργιο Γιαννόπουλο, η τότε εισήγηση προέβλεπε την επέκταση των επιχειρήσεων ως το Ικόνιο για πλήρη εκμηδένιση του εχθρού! Με το σχέδιο αυτό είχαν συμφωνήσει οι Βρετανοί, αλλά διαφώνησαν, κυρίως εκ των υστέρων, πολλοί στρατιωτικοί.
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού θα γινόταν μέσα από το Κεντρικό Μικρασιατικό Οροπέδιο. Σύμφωνα με τον Ι. Παπαφλωράτο: «Η εδαφική αυτή λεκάνη περικλείεται από τις νοτιοδυτικές αντηρίδες του Ελμά Νταγ (το οποίο βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Άγκυρας), το Τσελίκ Νταγ και τους ποταμούς Σαγγάριο και Γκεούκ – Κατραντζί (οι ποταμοί αυτοί έχουν πλάτος από 20 έως 40 μέτρα και μέσο βάθος από 2,5 έως 3,3 μέτρα.
Η διάβασή τους είναι πολύ δύσκολη, όταν έχουν καταστραφεί οι γέφυρες. Μάλιστα ο Γκεούκ – Κατραντζί ρέει μέσα σε βαθιά χαράδρα, έχει απότομες όχθες και το έδαφος που τον περιβάλλει είναι δύσβατο στα περισσότερα σημεία). Η επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας από τον εχθρό ήταν πολύ επιτυχής διότι προσέφερε όλες τις προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση της μάχης».
Η εκστρατεία εναντίον της Άγκυρας
Στις 2/15 Αυγούστου 1921 ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προέλασή του προς τα ανατολικά, διαθέτοντας 9 μεραρχίες Πεζικού και μία ταξιαρχία Ιππικού.
Επίσης υπήρχαν 3 συντάγματα πεδινού Πυροβολικού, 2 μοίρες Skoda των 105 χιλιοστών και ένα Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού (εκτός από το Πυροβολικό των Μεραρχιών). Οι μονάδες ήταν συγκροτημένες ως εξής:
Α’ Σώμα Στρατού (διοικητής ο Υποστράτηγος Κοντούλης), που περιελάμβανε την I, την II και την XII Μεραρχία, στην περιοχή νότια του Εσκί Σεχίρ.
Β’ Σώμα Στρατού (διοικητής ο Υποστράτηγος – Πρίγκιπας Ανδρέας) που περιελάμβανε τη V, την IX και την XIII Μεραρχία στην περιοχή Σεϊντή – Γαζή.
Γ’ Σώμα Στρατού (διοικητής ο Υποστράτηγος Πολυμενάκος), το οποίο περιελάμβανε την III, τη VII και τη X Μεραρχία στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ.
XI Μεραρχία (διοικητής ο Υποστράτηγος Κλαδάς) που βρισκόταν στα ΒΔ του Εσκί Σεχίρ για την ασφάλεια του αριστερού της Στρατιάς.
Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών (διοικητής ο Υποστράτηγος Τρικούπης), στο οποίο υπαγόταν η IV Μεραρχία στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ για την ασφάλεια του δεξιού και των νώτων της Στρατιάς.
Ταξιαρχία Ιππικού (διοικητής ο Συνταγματάρχης Νικολαΐδης) που βρισκόταν στην περιοχή Σεϊντή – Γαζή και υπαγόταν στο Β’ Σώμα Στρατού.
Τέλος, η IV Μεραρχία και η XI Μεραρχία είχαν αναλάβει την ασφάλεια των συγκοινωνιών.
Η Στρατιά μπορούσε να ενισχυθεί με την Ανεξάρτητη Μεραρχία και με μια μοίρα Skoda των 105 χιλιοστών. Η φυσική διαμόρφωση του εδάφους, με αλλεπάλληλους λόφους και βουνοκορφές, απλωνόταν σε βάθος 20-30 χιλιόμετρα και προσφερόταν ιδανικά για άμυνα. Οι κεμαλικοί είχαν εγκαταστήσει τις δυνάμεις τους σε τρεις διαδοχικές τοποθεσίες, με βάθος πολλών χιλιομέτρων.
Ακόμα, οι κεμαλικοί είχαν δημιουργήσει και άλλες εστίες αντίστασης που ενίσχυαν την αμυντική προσπάθεια των στρατευμάτων τους και διευκόλυναν την εκδήλωση άμεσων αντεπιθέσεων. Οι κύριες αμυντικές οχυρώσεις τους ήταν έργα εκστρατείας, που κατά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο «περιελάμβαναν περιβολές, ορύγματα μάχης, παρατηρητήρια, πυροβολεία και πολυβολεία».
Το έπος της Άγκυρας, ο παγκόσμιος θησαυρός και ο πανικός του Κεμάλ – Τα σοβιετικά όπλα στα χέρια των κεμαλικών
Ό,τι έγινε ως τις 27 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1921 ξεπερνά κάθε όριο ανθρώπινης φαντασίας. Σύμφωνα με τον Κ. Σακελλαρόπουλο: «Η εξόρμησις του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα πολεμικά κατορθώματα όλων των εποχών».
Η επίθεση των Ελλήνων ήταν ταχύτατη και νικηφόρα. Η Στρατιά πέρασε την Αλμυρά Έρημο και τον ποταμό Σαγγάριο και έφτασε προ του οροπεδίου της Άγκυρας. Κατέλαβε το Γόρδιο (γνωστό από τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Γόρδιο Δεσμό) και διέσπασε την πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού, πετυχαίνοντας νίκες σε μια σειρά φονικών μαχών, στις 17/30 Αυγούστου. Λίγο αργότερα διέσπασε και τη δεύτερη γραμμή άμυνας των Τούρκων και έφτασε μόλις 60 χιλιόμετρα πριν την Άγκυρα! Στις 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου καταλήφθηκε το Εσκί Παλατλί από το 12ο Σύνταγμα της III Μεραρχίας. Ο Ι. Παπαφλωράτος γράφει: «Ουδέποτε είχε πατήσει το πόδι του Έλληνας στρατιώτης στα χώματα αυτά από την εποχή του Βυζαντίου».
Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού άφησε τους πάντες άφωνους. Ο απεσταλμένος της «Daily Mail» στο μέτωπο έγραψε ότι ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς όσα πέτυχαν οι Έλληνες. Ένα Σύνταγμα του Στρατού μας έμεινε για 16 ώρες χωρίς νερό.
Παρά την κόπωση και τη δίψα τους, οι Έλληνες στρατιώτες διήνυσαν με πορεία 40 και πλέον χιλιόμετρα σε 24 ώρες. «Η αντοχή των Ελλήνων στρατιωτών είναι περισσότερο αξιοθαύμαστη. Το συσσίτιό τους κατά τη γνώμη τους είναι επαρκές αν και δεν θα έφθανε ούτε για την κατά το ήμισυ διατροφή Άγγλου στρατιώτη» γράφει ο απεσταλμένος της «Daily Mail».
Κατά τη διάρκεια των σκληρών μαχών υπήρχαν υψώματα που άλλαξαν χέρια τρεις ή και τέσσερις φορές. Στο στρατόπεδο του Κεμάλ εν τω μεταξύ επικρατούσε πανικός. Ο ίδιος εξέδωσε διαταγές με τις οποίες απαγόρευε κάθε σκέψη υποχώρησης. Όποιος στρατιωτικός υποχωρούσε εκτελείτο επί τόπου. Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής γράφει ότι: «… παράλληλα με την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων είχε ενταθεί η εναντίωση του ίδιου του τουρκικού λαού που είχε στραφεί εναντίον των κεμαλικών ακόμα και μέσα στην Άγκυρα… Η απελπισία είχε κυριεύσει τους πρωτεργάτες του κεμαλικού αγώνα.
Πρώτα απ’ όλα δεν υπήρχε διάθεση για αντίσταση στον λαό. Από στιγμή σε στιγμή οι ηγέτες του κινήματος ανέμεναν λαϊκή εξέγερση και φοβούνταν ότι θα τους λιντσάρει ο λαός. Αρκετοί από αυτούς είχαν προμηθευτεί δηλητήριο για να αυτοκτονήσουν. Η Χαλιντέ Εντίπ Αντιβάρ (η εβραϊκής καταγωγής «πασιονάρια» του κεμαλισμού) γράφει: «Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο κουρασμένο και απελπισμένο τον Μουσταφά Κεμάλ όσο τότε… Όλοι ανεξαιρέτως πιστεύαμε πως πλησιάζουν οι τελευταίες μέρες της ζωής μας». Σημειωτέον ότι κατά την έναρξη της μάχης του Σαγγαρίου τα περισσότερα από τα τυφέκια των κεμαλικών ήταν σοβιετικά (τριπλάσια από τα γαλλικά) όπως και το 1/3 των πυροβόλων και το 1/4 των μυδραλιοβόλων».
Σύμφωνα πάντα με τον Ν. Σαρρή ο Κεμάλ μετέφερε την πρωτεύουσά του από την Άγκυρα στη Σεβάστεια και με επιστολή του στους Κούρδους φυλάρχους που είχαν πρωτοστατήσει στη γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών τους τόνιζε ότι σε περίπτωση ελληνικής νίκης θα δικάζονταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και θα έπρεπε να επιστρέψουν όσα είχαν αρπάξει. Τους συνέφερε λοιπόν να στηρίξουν τους κεμαλικούς και σε περίπτωση νίκης να ιδρύσουν ένα τουρκοκουρδικό κράτος…
Η απόφαση για αναδίπλωση του Ελληνικού Στρατού
Τα ελληνικά στρατεύματα λίγο έλειψε να καταβάλλουν τελείως την αντίσταση των κεμαλικών. Ο φόβος εγκλωβισμού στην Άγκυρα, το δισεπίλυτο πρόβλημα του ανεφοδιασμού, η κούραση και οι αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες πολεμούσαν τα ελληνικά στρατεύματα υποχρέωσαν το Γενικό Στρατηγείο να διατάξει την αναβολή της διεξαγωγής μιας νέας επίθεσης λόγω κόπωσης των στρατευμάτων και εξάντλησης των εφοδίων. Σχετικό είναι το 19303/6124-22 Αυγούστου 1921 υπόμνημα του Γενικού Στρατηγείου προς την κυβέρνηση. Το υπόμνημα αυτό προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις σε πολλούς στρατιωτικούς καθώς δεν περιέγραφε σωστά την κατάσταση και παραπλανούσε την κυβέρνηση. Με νέο υπόμνημα της η διοίκηση της Στρατιάς (26/8/1921) τόνιζε: «Παράτασις επιχειρήσεων θεωρείται επικίνδυνος.
Στρατός απέδωκεν ό, τι ηδύνατο». Ο Κεμάλ επιχείρησε νέα σφοδρή αντεπίθεση στις 28 Αυγούστου. Μέσα σε μια μέρα ο Στρατός μας την απέκρουσε προκαλώντας τεράστιες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό στους εχθρούς και πτώση του ηθικού των ανδρών του. Η επιτυχία αυτή δεν άλλαξε την άποψη της ηγεσίας της Στρατιάς που πίστευε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα παραμονής σε τόσο προκεχωρημένες θέσεις. Αρχικά η κυβέρνηση αμφιταλαντεύτηκε. Τελικά συντάχθηκε με την άποψη του Αρχιστράτηγου Παπούλα και διέταξε τη σύμπτυξη της Στρατιάς. Τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου ξεκίνησε η κίνηση των ελληνικών δυνάμεων προς τα δυτικά. Καθ’ οδόν κατέστρεψαν 120 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου. Τελικά τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν αμυντικές θέσεις επί της γραμμής Κίος-Μπιλετζίκ-Μποζ Νταγ-Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Ακάρ Νταγ-Τσιβρίλ-Μαίανδρος.
Επίλογος
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει 102 χρόνια μετά. Έπρεπε να γίνει εκστρατεία προς την Άγκυρα; Ήταν μοιραίο το πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια; Και αφού οι Έλληνες συνέτριψαν τους κεμαλικούς γιατί δεν τους έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα; Ποιος ευθύνεται για την αδυναμία ανεφοδιασμού των στρατευμάτων μας; Ο Σαρηγιάννης ή και κάποιοι άλλοι; Διέρρευσε ή όχι το ελληνικό σχέδιο και από ποιους;
Τι νόημα είχε η εκστρατεία που οδήγησε τον Στρατό μας 60 χλμ. μακριά από την Άγκυρα και στη συνέχεια τον υποχρέωσε να επιστρέψει δεκάδες χιλιόμετρα πίσω; Η κυβέρνηση μετά τη ματαίωση της κατάληψης της Άγκυρας υποχρεώθηκε να στραφεί σε διπλωματική λύση. Μόνο που από τον Απρίλιο του 1921 οι Σύμμαχοι είχαν διακηρύξει την αυστηρή ουδετερότητα τους στον πόλεμο.
Και ο Κεμάλ λίγο πριν το κεφάλι του κοσμήσει κάποιον φανοστάτη της Άγκυρας (νομίζουμε ότι το έχει γράψει σε σχόλιο ένας αναγνώστης) ανέπνευσε, αναδιοργανώθηκε και πέτυχε με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων ένα χρόνο αργότερα την εκδίωξη του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία και εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες για πάντα…
Πηγές:
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ, «ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 1826-1974», ΤΟΜΟΣ ΣΤ’ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑΙ, 1976
Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΥ, «ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1912-1922», ΑΘΗΝΑ, 1961
Στις σελ. 484-498 του βιβλίου υπάρχουν λεπτομέρειες για την επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα.