Μέσα σε όλα όσα καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση από τις αρχές Σεπτεμβρίου και μετέπειτα, ξεχωρίζουν δύο πολύ μεγάλα θέματα, που συνιστούν ταυτόχρονα και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, με έντονα όμως αντικοινωνικό πρόσημο και χαρακτηριστικά.
Το πρώτο και σοβαρότερο, είναι αυτό των επικείμενων πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η οποία πλέον δεν προστατεύεται από κανέναν νόμο, οπότε τα funds και οι διαχειριστές είναι ελεύθεροι να προχωρήσουν νομότυπα σε εξώσεις οφειλετών. Υπολογίζεται μάλιστα ότι οι σχεδιαζόμενοι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας ανέρχονται σε πάνω από 4.000 περιπτώσεις μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, αρχής γενομένης από τις πρώτες κιόλας μέρες του Σεπτεμβρίου.
Όπως γίνεται αντιληπτό, κανένας οφειλέτης δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη στέγη του, ειδικά στις περιπτώσεις οικογενειών με παιδιά, γεγονός που με μαθηματική ακρίβεια θα απαιτήσει τη συνδρομή Αστυνομίας ή και άλλων κρατικών φορέων, για παράδειγμα της Πυροσβεστικής, όπως έχει συμβεί σε κάποιες περιπτώσεις που προηγήθηκαν μέσα στο χρόνο. Κρίνοντας από τις μέχρι τώρα κοινωνικές αντιδράσεις, οι διαχειριστές έχουν διαμηνύσει στην κυβέρνηση ότι θα χρειαστούν σε μόνιμη βάση τμήματα αστυνομικών δυνάμεων και της Πυροσβεστικής, προκειμένου να προχωρήσουν και να ολοκληρώσουν τις κατασχέσεις. Εδώ ακριβώς αρχίζουν οι έντονοι προβληματισμοί στην κυβέρνηση, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει την έντονη κοινωνική έκρηξη που θα δημιουργήσουν τέτοιες πρακτικές, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις υπόχρεων, που έχουν δυνατότητες ρυθμίσεων, αλλά δεν τις αξιοποιούν.
Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει έντονος προβληματισμός από μηνύματα που φτάνουν μέσω βουλευτών, δημάρχων και περιφερειακών συμβούλων και για το λόγο αυτό έχει συσταθεί μία άτυπη επιτροπή, η οποία σε συνεννόηση με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αναζητεί εκτονωτικές λύσεις. Πλην, όμως, οι εκπρόσωποι των funds και οι διαχειριστές, δεν δίνουν πλέον κανένα περιθώριο ανοχής, μετά από τόσες παρατάσεις επί του συγκεκριμένου θέματος που αφορά την πρώτη κατοικία, αλλά και γενικότερα για το κλίμα συνεχούς αναβλητικότητας επί του συνόλου των εκατοντάδων χιλιάδων πλειστηριασμών, που υπερβαίνουν τις 700.000 περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες απόπειρες πλειστηριασμών, θα θέσουν αφενός τον πήχη των όποιων κοινωνικών αντιδράσεων, αλλά και το μέτρο των όποιων παρεμβάσεων, που μπορεί (;) η κυβέρνηση να πραγματοποιήσει, έστω και με λίαν προσωρινό χαρακτήρα.
Το δεύτερο μέτωπο, είναι αυτό της κοινωνικής στέγης και ειδικότερα των τεχνητών ελλείψεων κατοικιών προς ενοικίαση, καθώς οι περισσότεροι των ιδιοκτητών έχουν στραφεί στο Airbnb και όσοι δεν χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες, έχουν εξακοντίσει τα μισθώματα σε απλησίαστα ύψη και για οικογένειες και για φοιτητές. Μιλάμε για πρωτόγνωρες καταστάσεις εξωφρενικά υψηλών ενοικίων, με ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα να αρκεί: δυάρι ανακαινισμένο στα Εξάρχεια, ισόγειο, με ελάχιστο φως ημέρας, ενοικιάζεται με 800 ευρώ! Υπάρχουν βέβαια και πολύ χειρότερα παραδείγματα, με δυάρι στην Κυψέλη, δεύτερου ορόφου, επιπλωμένο λέει, που νοικιάζεται στα 1300 ευρώ.
Όταν ο βασικός μισθός σήμερα βρίσκεται στα 700 και κάτι ευρώ, πως μπορεί να ανταπεξέλθει μία οικογένεια, ακόμα και αν εργάζονται και οι δύο γονείς; Το θέμα αυτό, που σχετίζεται και με την κυβερνητική πρόθεση να ενισχύσει τα νέα ζευγάρια, μέσω του προγράμματος “Σπίτι μου”, αποτελεί ήδη μεγάλη μάστιγα και στην κυβέρνηση θα πρέπει να αντιληφθούν ότι μόνο και μόνο η αύξηση των κονδυλίων που προορίζονται για το πρόγραμμα αυτό, όχι μόνο δεν επαρκούν, αλλά μπορεί να επιφέρουν και το αντίθετο του αναμενομένου αποτέλεσμα, με τους ιδιοκτήτες, αντί να μειώνουν τα ενοίκια, να τα αυξάνουν, προσδοκώντας σε οφέλη από την κρατική αρωγή υπέρ γονέων και νέων ανθρώπων. Αλλά, παρά τα αντίστοιχα μέτρα που λαμβάνουν άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εδώ οι πλατφόρμες παραμένουν ανεξέλεγκτες, ακόμα και στα κέντρα των πόλεων.
Μήπως θα έπρεπε ακριβώς από την περίπτωσή τους να ξεκινήσουν κάποια πρακτικά μέτρα, υποχρεώνοντας φυσικά και τους ιδιοκτήτες σε ενοικιάσεις μέσω πλατφορμών για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα και κυρίως τους θερινούς μήνες, όπως ήδη συμβαίνει σε Βαρκελώνη, Παρίσι και αλλού;