Το τέλος χαρτοσήμου απλώς άλλαξε όνομα και ψηφιοποιήθηκε

Το τέλος χαρτοσήμου επιβλήθηκε σχεδόν έναν αιώνα πριν με τον νόμο 4755/1930. Στη συνέχεια το πεδίο εφαρμογής του διευρύνθηκε με εκατοντάδες περιπτώσεις, υποπεριπτώσεις και εξαιρέσεις καθώς και με πληθώρα, κατά περίπτωση και υποπερίπτωση, συντελεστών. Με δεδομένη τη μεγάλη ταλαιπωρία, το τεράστιο διαχειριστικό κόστος αλλά και τις τριβές που προκαλεί μεταξύ πολιτών, επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ, θα περίμενε κανείς την πλήρη κατάργησή του, ειδικά από μια κυβέρνηση μεταρρυθμιστών.
Γράφει ο Βασίλης Μασσέλος, πρόεδρος Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος.
Σημειωτέον ότι η Ελλάδα είχε δεσμευτεί να αναθεωρήσει «έως τα τέλη Αυγούστου του 2014 τα τέλη επί συναλλαγών, μεταξύ των οποίων και το χαρτόσημο, με στόχο την αντικατάσταση των περιπτώσεων που προκαλούν στρεβλώσεις με πιο αποτελεσματικούς φόρους».
Η χώρα μας είχε αναλάβει την υποχρέωση να αποφασίσει, σε συνεννόηση με την τρόικα, «ποια τέλη πρέπει να μειωθούν, να καταργηθούν ή να αντικατασταθούν» έως τον Σεπτέμβριο του 2014 και να έχει ψηφίσει τον σχετικό νόμο έως τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Αυτό δεν έγινε και δέκα χρόνια μετά το χαρτόσημο, πλήρες στρεβλώσεων, πολυπλοκότητας και σε πολλές περιπτώσεις έλλειψης λογικής, ακόμα και εάν λάβει κανείς υπόψη μόνο τον εισπρακτικό στόχο, απλώς άλλαξε όνομα και ψηφιοποιήθηκε.
Με δεδομένη τη δημοσιονομική στενότητα θα μπορούσε να είχε προκριθεί αποκλειστικά η διατήρησή του στην περίπτωση των ενοικίων που είναι και η βασική πηγή εσόδων από αυτό. Αντί αυτού στην πραγματικότητα, χωρίς καμία ουσιαστική αξιολόγηση (όπως αυτή που είχαμε υποσχεθεί στην τρόικα), το αιωνόβιο και λίαν παρωχημένο χαρτόσημο, έπειτα από κάποιες φαινομενικά πολυπληθείς αλλά πρακτικά ήσσονος σημασίας αλλαγές, μετονομάστηκε σε «ψηφιακό τέλος συναλλαγών». Διατηρείται για παράδειγμα η επιβάρυνση ύψους 0,3 τοις χιλίοις επί των επιταγών τις οποίες οι επιχειρήσεις ενεχυριάζουν στις τράπεζες για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κανείς γιατί το κράτος πρέπει να εισπράττει φόρο –έστω και με πολύ χαμηλό συντελεστή– από μια τέτοια συναλλαγή και γιατί π.χ. να μην τον επιβάλλει και στις επιταγές ή στις συναλλαγματικές που κατατίθενται προς είσπραξη.
Ομοίως επιβάλλεται ηλεκτρονικό χαρτόσημο και στις περιπτώσεις άφεσης χρέους. Είναι προφανές ότι οι περισσότερες εξ αυτών συνδέονται με μεγάλη οικονομική δυσχέρεια από πλευράς δανειολήπτη/οφειλέτη, γεγονός που καθιστά πολύ άστοχη την πρόσθετη επιβάρυνσή του. Ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη ότι στα νομικά πρόσωπα η άφεση χρέους φορολογείται κανονικά ως εισόδημα.
Ομοίως η επιβάρυνση με ηλεκτρονικό τέλος συναλλαγής της μεταβίβασης επιχειρήσεων, παρά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται, περιορίζει την ελευθερία αλλά και τη συχνότητα αυτού του είδους των συναλλαγών. Η επιλογή του οικονομικού επιτελείου στερείται σκοπιμότητας γιατί η εμπορική κινητικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα επωφελής για την οικονομία και το κοινωνικό σύνολο. Γενικά οι φόροι εκτός από τον προφανή εισπρακτικό σκοπό τους, λειτουργούν ως εργαλεία που υποκινούν θετικές ή αρνητικές, για την κοινωνία και την οικονομία, συμπεριφορές από πλευράς πολιτών και επιχειρήσεων. Ετσι, π.χ., η επιβολή ψηφιακού τέλους στα έπαθλα και στα βραβεία δεν μοιάζει να είναι καλή ιδέα. Ειδικά εάν λάβει κανείς υπόψη ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν ετύγχανε ευρείας εφαρμογής.
Ομοίως η χαρτοσήμανση δανείων μεταξύ ιδιωτών προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε άτυπη συμφωνία μεταξύ των μερών, χωρίς να καταβάλλεται ποτέ χαρτόσημο αλλά με τους κινδύνους και τις στρεβλώσεις που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Τα παραδείγματα είναι δυστυχώς πολλά. Για μία ακόμα φορά το οικονομικό επιτελείο λειτουργώντας μυωπικά και ευθυνόφοβα δεν προχώρησε σε μεταρρύθμιση ουσίας. Φαίνεται ότι ούτε καν αξιολόγησε κάθε περίπτωση εφαρμογής του χαρτοσήμου ως προς τη σκοπιμότητά της, τις τυχόν στρεβλώσεις ή τις γενικότερες επιπτώσεις στην οικονομία.
Στη χώρα μας ψηφιοποιούμε κάθε γραφειοκρατική παθογένεια, φορτώνοντας ταυτόχρονα τις επιχειρήσεις με νέα ευφάνταστα ψηφιακά βάρη.
Στα σύγχρονα κράτη και στις καλά οργανωμένες επιχειρήσεις, πριν αυτοματοποιηθεί μια διαδικασία με τη βοήθεια της πληροφορικής, εξετάζεται η σκοπιμότητά της και κατά κανόνα αυτή επανασχεδιάζεται/επικαιροποιείται. Στη χώρα μας ψηφιοποιούμε κάθε γραφειοκρατική παθογένεια, φορτώνοντας ταυτόχρονα τις επιχειρήσεις με νέα ευφάνταστα ψηφιακά βάρη, χωρίς ποτέ να λαμβάνεται υπόψη το κόστος στις ίδιες και στην οικονομία γενικότερα. Οι παλαιότεροι στην πληροφορική έλεγαν garbage in, garbage out. Εν προκειμένω αντί να διορθώνουμε τα λάθη μας, τα ψηφιοποιούμε.