Το καρτέλ των τραπεζών
Πέρασε στα «ψιλά των εφημερίδων», αλλά ίσως είναι από τις πιο σημαντικές ειδήσεις της χρονιάς. Οι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας ήρθαν σε συμβιβασμό με την Επιτροπή Ανταγωνισμού αποδεχόμενες ότι παραβίασαν το νόμο!
Του Αργύρη Αργυριάδη, δικηγόρος
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (προπαραμονή Χριστουγέννων) από τη στιγμή που συλλέχθηκαν αποδεικτικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν παράβαση των άρθρων 1 του ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο οριζόντιας σύμπραξης, οι τράπεζες εκδήλωσαν εγγράφως το ενδιαφέρον τους για διερεύνηση της δυνατότητας υπαγωγής τους στη Διαδικασία Διευθέτησης Διαφορών (δηλαδή να έρθουν σε μια εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς).
Ο ανωτέρω εξωδικαστικός συμβιβασμός είχε ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να πέσουν «στα μαλακά». Τους επιβλήθηκε πρόστιμο 41.756.180,10 ευρώ, το οποίο, όμως, αντιστοιχεί μόλις στο 2,5% των προμηθειών που έλαβαν. Δυστυχώς ουδείς από τις διοικήσεις των τραπεζών έδειξε την απαιτούμενη ευθιξία για να παραιτηθεί, αλλά ούτε και η κυβέρνηση (μέσω του ΤΧΣ) έσπευσε να αλλάξει διοικήσεις εκεί που μπορεί.
Η υπόθεση τελούσε σε καθεστώς έρευνας, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, είχαν δημιουργηθεί εύλογες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της ίδιας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, καθώς επί μακρόν ουδείς είχε πληροφορηθεί το αποτέλεσμα του αιφνιδιαστικού ελέγχου 80 στελεχών της Επιτροπής στα κεντρικά γραφεία των τραπεζών και της κατάσχεσης ακόμη και των προσωπικών υπολογιστών των διοικητικών στελεχών τους. Η έρευνα είχε προκληθεί σε μεγάλο βαθμό από καταγγελία, αλλά και στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (εφεξής «ΓΔΑ») στην αγορά της παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, και ειδικότερα στις επιμέρους αγορές της λιανικής και επιχειρηματικής τραπεζικής, της έκδοσης και αποδοχής καρτών, καθώς και στις αγορές διατραπεζικών συστημάτων, υπηρεσιών πληρωμών και ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Η έρευνα, λοιπόν, όπως ανακοινώθηκε κατέληξε ότι υπήρχε ανταλλαγή πληροφοριών και συνεπώς προσυνεννόηση των διοικήσεων των τραπεζών για την κατάρτιση του «τιμοκαταλόγου προμηθειών» στις ανωτέρω τραπεζικές συναλλαγές.
Πράγματι, όσοι έχουν επαφή με το τραπεζικό σύστημα, έχουν διαπιστώσει ιδίως τα τελευταία χρόνια ότι πλήθος συναλλαγών, πολλές εκ των οποίων πραγματοποιούμε είτε στο γκισέ των τραπεζών είτε μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής – όχι από επιλογή, αλλά στο πλαίσιο συμμόρφωσης με τη φορολογική νομοθεσία – έχουν υψηλές και πανομοιότυπες ανά τράπεζα προμήθειες. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει σήμερα και στο πλαίσιο των επιτοκίων καταθέσεων που όλως τυχαίως διαφοροποιούνται ελάχιστα (εάν όχι καθόλου) ανά τράπεζα.
Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Οι τράπεζες είναι οι μόνες παραβατικές επιχειρήσεις στη χώρα; Προφανώς όχι. Οι Τράπεζες, όμως, ασκούν εν πολλοίς δημόσια λειτουργία εμφανιζόμενες ως δημόσιες υπηρεσίες, με την έννοια τουλάχιστον του κοινωνικού ρόλου που διαδραματίζει η λειτουργία τους και της αντανακλάσεως της στην εθνική οικονομία (για το λόγο αυτό, άλλωστε, διασώθηκαν πολλάκις με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων).
Υποθάλπεται, έτσι, η δημιουργία αμφίδρομων σχέσεων προσφοράς και ζήτησης εμπιστοσύνης μεταξύ τραπεζών και πελατών τους. Αυτή καθ’ εαυτή, μάλιστα, η δυνατότητα της τράπεζας να επεμβαίνει σε ουσιώδεις περιουσιακές υποθέσεις του κάθε πελάτη της, προσφέροντάς του οικονομικές και άλλες διευκολύνσεις, προϋποθέτει από τη φύση της σχέση εμπιστοσύνης. Αυτή η σχέση εμπιστοσύνης – αμοιβαία, ιδιαίτερη, εντονότερη και ευρύτερη σε σύγκριση με την εμπιστοσύνη που διαπνέει κάθε άλλη κοινή διαρκή ενοχική σχέση – χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και διακηρύσσεται, μάλιστα, πανηγυρικά στα προοίμια των τραπεζικών γενικών όρων συναλλαγών. Αυτήν την εμπιστοσύνη θα έπρεπε οι τράπεζες να διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού. Και απλά «πιάστηκαν με τη γίδα στην πλάτη»… Καλή χρονιά!