Τι αναφέρει το νομοσχέδιο για τους servicers και τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό

Κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για την προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, τους servicers, τον εξωδικαστικό μηχανισμό και για τα μη τραπεζικά ιδρύματα. Πρόκειται για το νομοσχέδιο που φέρει τον τίτλο «Δάνεια: Διαφάνεια, ανταγωνισμός, προστασία των ευάλωτων -Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167, επανεισαγωγή του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ» και άλλες επείγουσες διατάξεις» του οποίου ο σκοπός είναι:
α) η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους διαχειριστές πιστώσεων και τους αγοραστές πιστώσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ (L 438),
β) η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς και ο ενισχυμένος έλεγχός της,
γ) η εν γένει προστασία των οφειλετών, και
δ) η ολοκλήρωση της διαδικασίας παροχής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις που είχαν υποβληθεί κατά τη δεύτερη φάση του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΗΣ» και η εξέταση νέων αιτημάτων που υποβλήθηκαν και από μη συστημικές τράπεζες.
Το νομοσχέδιο εισάγεται την Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου στις 4μμ προς επεξεργασία στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή.
Τι αλλάζει
Με το νομοσχέδιο αυτό δεν αλλάζει η φιλοσοφία της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης που παρουσιάσει αρχικά ο αρμόδιος υπουργός, Κωστής Χατζηδάκης. Στο εν λόγω νομοσχέδιο ενσωματώνεται ο «Ηρακλής ΙΙΙ» ο οποίος ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω μείωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων.
Σημειώνεται δε πως με το νομοσχέδιο αυτό γίνονται αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας των εταιριών διαχείρισης (servicers) κυρίως σε ότι αφορά τις σχέσεις τους με τους δανειολήπτες, βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό, ανοίγει ο δρόμος για τη χορήγηση δανείων – ακόμα και στεγαστικών – από μη τραπεζικά ιδρύματα (εταιρείες παροχής πιστώσεων) αλλά δίνεται και η δυνατότητα χρηματοδότησης και από τους servicers για την αναδιάρθρωση οφειλών.
Το νομοσχέδιο
Ακολουθεί ένα μέρος του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή. Αναλυτικά:
Σχέση με τον δανειολήπτη, γνωστοποίηση των μεταβιβάσεων και μεταγενέστερες γνωστοποιήσεις (άρθρο 10 Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ)
1. Οι αγοραστές πιστώσεων και οι διαχειριστές πιστώσεων υποχρεούνται στις σχέσεις τους με τους δανειολήπτες:
α) να ενεργούν καλόπιστα, δίκαια και επαγγελματικά,
β) να παρέχουν στους δανειολήπτες πληροφορίες που δεν είναι παραπλανητικές, ασαφείς ή ψευδείς,
γ) να σέβονται και να προστατεύουν τα προσωπικά στοιχεία και την ιδιωτική ζωή των δανειοληπτών,
δ) να επικοινωνούν με τους δανειολήπτες με τρόπο που δεν συνιστά παρενόχληση, καταναγκασμό ή αθέμιτη επιρροή. Οι υποχρεώσεις των άρθρων 4 και 5, των παρ. 2 και 3 του άρθρου 6 και των άρθρων 8 και 10 του ν. 3758/2009 (Α΄ 68) ισχύουν και για τους αγοραστές και διαχειριστές πιστώσεων.
2. Οι διαχειριστές πιστώσεων θεωρούνται δανειστές και προμηθευτές κατά την έννοια του ν. 2251/1994 (Α΄ 191) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περίπροστασίας καταναλωτή, με τον Κώδικα Δεοντολογίας, με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του ν. 4438/2016 (Α΄ 220), καθώς και με όλες τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που σχετίζονται με πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοδοτικά ιδρύματα της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
3. Επί μεταβιβάσεως των απαιτήσεων από συμβάσεις πιστώσεων, ο διαχειριστής πιστώσεων συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας που είχε ήδη ξεκινήσει από το στάδιο, στο οποίο ήταν πριν από τη μεταβίβαση.
4. Μετά από οποιαδήποτε μεταβίβαση των δικαιωμάτων πιστωτή στο πλαίσιο μιας σύμβασης πίστωσης, ή της ίδιας της μη εξυπηρετούμενης σύμβασης πίστωσης, σε αγοραστή
πιστώσεων, καθώς επίσης και όποτε ζητείται από τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων
ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που
αναφέρεται στις υποπερ. i)
ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, ή ο διαχειριστής πιστώσεων, αποστέλλει στον δανειολήπτη γνωστοποίηση που συντάσσεται σε γλώσσα σαφή και κατανοητή για το ευρύ κοινό, σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:
α) πληροφορίες για την πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας μεταβίβασης,
β) τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του αγοραστή πιστώσεων,
γ) μετά τον διορισμό του, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του διαχειριστή πιστώσεων ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή της οντότητας που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος,
δ) μετά τον διορισμό του, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την άδεια λειτουργίας του διαχειριστή πιστώσεων που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του παρόντος ή τα άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ,
ε) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου πιστωτικών υπηρεσιών του άρθρου 15,
στ) παρουσιαζόμενη με διακριτό τρόπο, αναφορά του σημείου επικοινωνίας με τον αγοραστή πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, με την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή την οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και
αβ) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 3 του παρόντος, ή με τον διαχειριστή πιστώσεων και, κατά περίπτωση, με τον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών, από τον οποίο μπορούν να
λαμβάνονται πληροφορίες όταν χρειάζεται,
ζ) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι,
προμήθειες και άλλες επιτρεπόμενες χρεώσεις,
η) δήλωση ότι εξακολουθεί να ισχύει όλη η σχετική νομοθεσία που αφορά ιδίως στην εκτέλεση των συμβάσεων, την προστασία των καταναλωτών, τα δικαιώματα του δανειολήπτη,
θ) την ονομασία, τη διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών, του κράτους μέλους στο οποίο ο δανειολήπτης έχει την κατοικία του ή την καταστατική του έδρα ή, αν σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο δεν έχει καταστατική έδρα, τα κεντρικά του γραφεία και στις οποίες ο δανειολήπτης μπορεί να υποβάλει καταγγελία, κατά τον λόγο της
αρμοδιότητάς τους.
5. Σε κάθε μεταγενέστερη γνωστοποίηση προς τον δανειολήπτη, ο αγοραστής πιστώσεων ή, όταν έχει ορισθεί για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης πιστώσεων, η οντότητα που
αναφέρεται στις υποπερ. i) ή iii) της περ. α) της παρ. 5 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2021/2167/ΕΕ ή η οντότητα που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 4
του άρθρου 3 του παρόντος, ή ο διαχειριστής πιστώσεων, περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στην περ. στ) της παρ. 4, εκτός αν πρόκειται για την πρώτη γνωστοποίηση μετά από τον διορισμό νέου διαχειριστή πιστώσεων, οπότε περιλαμβάνει και τις πληροφορίες που ορίζονται στις περ. γ) και δ) της παρ. 4.
6. Οι παρ. 4 και 5 ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων πρόσθετων απαιτήσεων για τις γνωστοποιήσεις.
7. Οι διαχειριστές πιστώσεων διαθέτουν ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης, μέσω του οποίου ο δανειολήπτης λαμβάνει άμεση ενημέρωση αναφορικά με την οφειλή του, η οποία περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:
α) πληροφορίες σχετικά με τα ποσά που οφείλει ο δανειολήπτης, με αναλυτική καταγραφή των ποσών που οφείλονται ως κεφάλαιο, τόκοι, προμήθειες, τυχόν άλλες χρεώσεις, καθώς και το ισχύον επιτόκιο,
β) την περιοδικότητα των δόσεων, το ύψος τους, την ημερομηνία πληρωμής κάθε δόσης, τοτρέχον υπόλοιπο, καθώς και τον λογαριασμό εξυπηρέτησης της οφειλής.
8. Το ηλεκτρονικό σύστημα της παρ. 7 επικαιροποιείται, ως προς τα στοιχεία των περ. α) και
β) της παρ. 7, τουλάχιστον κάθε πρώτη ημερολογιακή ημέρα εκάστου μηνός.
9. Η πρόσβαση του δανειολήπτη στο ηλεκτρονικό σύστημα προσωποποιημένης πληροφόρησης πραγματοποιείται επιγραμμικά (online) μέσω προσωπικών κωδικών
πρόσβασης που χορηγεί ο διαχειριστής πιστώσεων μετά από τη διαδικασία ταυτοποίησης του δανειολήπτη.
Τεκμαιρόμενη συναίνεση σε πρόταση αναδιάρθρωσης χρεών ευάλωτου οφειλέτη – Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 14 ν. 4738/2020
Στο άρθρο 14 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί υπογραφής και μορφών σύμβασης αναδιάρθρωσης, προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Για οφειλέτες που πληρούν τα κριτήρια του ευάλωτου, σύμφωνα με την περ. α) του άρθρου 217 και έχουν εκδώσει βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη, σύμφωνα με την περ. β) του
ίδιου άρθρου, τεκμαίρεται η συναίνεση του συνόλου των πιστωτών, επί της παραγόμενης αντιπρότασης πιστωτών, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2Α του άρθρου 71,
συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών φορέων, του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, η πρόταση ρύθμισης που προκύπτει στη βάση
της αντιπρότασης πιστωτών προσφέρεται μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας στον οφειλέτη εντός της προθεσμίας του άρθρου 16 και ο οφειλέτης δύναται να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει. Σε περίπτωση αποδοχής, υπογράφεται η αυτομάτως παραγόμενη σύμβαση αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14. Η άσκηση ανακοπής κατά της πρότασης ρύθμισης του προηγούμενου εδαφίου, επιτρέπεται εντός είκοσι (20) ημερών από την εξαγωγή της πρότασης ρύθμισης, ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Ειρηνοδικείου.
Λόγοι της ανακοπής είναι αποκλειστικά:
α) η ανακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει ο οφειλέτης, και
β) η μειωμένη ικανοποίηση της απαίτησης του πιστωτή σε σχέση με την ικανοποίηση που θα προέκυπτε από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεσή της και η επίδοση γίνεται εντός πέντε (5) ημερών από την κατάθεση της ανακοπής. Ως επίδοση προς τον οφειλέτη και τους λοιπούς πιστωτές νοείται και η υποβολή αντιγράφου της ανακοπής στην πλατφόρμα του μηχανισμού. Η ανακοπή συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και η απόφαση του Ειρηνοδικείου δεν υπόκειται σε έφεση.».
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ -Άρθρο 69! Αντικειμενικές προϋποθέσεις πτώχευσης – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 77 ν. 4738/2020
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 77 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί αντικειμενικών προϋποθέσεων για την κήρυξη πτώχευσης, τροποποιείται, ώστε το πτωχευτικό δικαστήριο να προσδιορίζει την ημερομηνία παύσης των πληρωμών και αν η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Πτώχευση κηρύσσεται εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών κατά την παρ. 2 του άρθρου 81.».
Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης – Τροποποίηση άρθρου 219, παρ. 2 άρθρου 222, παρ. 3 άρθρου 225 ν. 4738/2020
1. Στο άρθρο 219 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), περί μεταβίβασης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο
τέλος της περ. α) της παρ. 1 προστίθενται τέσσερα νέα εδάφια, β) στην παρ. 4 βα) στην περ. α επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ββ) το δεύτερο
εδάφιο της περ. β) αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 5 γα) στο πρώτο εδάφιο τίθεται ποσοστό για το τίμημα της μεταβίβασης σε σχέση με την εμπορική αξία, επί της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, και το άρθρο 219 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 219 Μεταβίβαση κύριας κατοικίας στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης 1. α) Σε περίπτωση που ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή σε περίπτωση που σε
βάρος της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, ο ευάλωτος οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα
μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης.
Το αίτημα περιλαμβάνει και τη χορήγηση συναίνεσης από τον ευάλωτο οφειλέτη στη διενέργεια αυτοψίας της κύριας κατοικίας του, εκ μέρους πιστοποιημένου εκτιμητή που ορίζεται από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, στο πλαίσιο της αποτίμησης που προβλέπεται στην παρ. 5.
Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης απορρίπτει το αίτημα για την απόκτηση της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη, εφόσον η έκθεση αυτοψίας του μηχανικού διαπιστώνει την ύπαρξη αυθαιρέτων κατασκευών ή αυθαίρετων χρήσεων στη συγκεκριμένη κύρια κατοικία, οι οποίες οδηγούν σε απαγόρευση μεταβίβασης και δεν μπορούν να τακτοποιηθούν, ή για την τακτοποίησή τους απαιτείται η συναίνεση συγκυρίων εξ αδιαιρέτου σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία.
Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης ευθύνεται αντικειμενικά έναντι του ευάλωτου οφειλέτη για κάθε σφάλμα του μηχανικού κατά τη σύνταξη της προαναφερθείσας έκθεσης αυτοψίας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της απόκτησης της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη από τον φορέα. Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης απαλλάσσεται επίσης από την υποχρέωση απόκτησης της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη, εφόσον ο μηχανικός εμποδίστηκε να εισέλθει στην κύρια κατοικία του ευάλωτου οφειλέτη και να διενεργήσει σε αυτήν αυτοψία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 225.
β) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω πτώχευσης του δικαιούχου, το τίμημα για τη μεταβίβαση του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον σύνδικο για τη διανομή στους πιστωτές, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου.
γ) Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, το τίμημα της μεταβίβασης του ακινήτου στο φορέα αποδίδεται από τον φορέα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
δ) Τα πάσης φύσης έξοδα μεταβίβασης καταβάλλονται από τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και παρακρατούνται από το τίμημα μεταβίβασης
2. Σε περίπτωση που η κύρια κατοικία ανήκει στον ευάλωτο οφειλέτη μόνο ως προς ιδανικό μερίδιο ή αν ο ευάλωτος είναι ψιλός κύριος ή επικαρπωτής, η άσκηση του δικαιώματος του παρόντος προϋποθέτει τη σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών, συμπεριλαμβανομένων των ψιλών κυρίων και επικαρπωτών.
3. Ειδικότερα, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος, ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου, υπό την
πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι λοιποί συγκύριοι ή, κατά περίπτωση, ο ψιλός κύριος ή επικαρπωτής αποδέχονται τη μίσθωση του ακινήτου από τον ευάλωτο, υπό τους όρους που
καθορίζει ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης, και παραιτούνται ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα επί του μισθώματος ή από τη δυνατότητα να προσβάλουν τη μίσθωση για οποιοδήποτε λόγο μέχρι τη συμβατική λήξη της. Η αποδοχή της παρούσας δεσμεύει και τους διαδόχους τους ανεξαρτήτως αιτίας.
4. α) Για τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος επί της κύριας κατοικίας, ο ευάλωτος οφειλέτης υποβάλλει στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης τα στοιχεία ταυτότητάς
του, το κατασχετήριο ή τα στοιχεία της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του, τους τίτλους ιδιοκτησίας που κατέχει και τη βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη. Ο φορέας επιβεβαιώνει τους τίτλους ιδιοκτησίας του δικαιούχου ως προϋπόθεση της αιτούμενης μεταβίβασης.
β) Αιτήσεις δεν γίνονται δεκτές εφόσον απέχουν περισσότερο από εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία του κατασχετηρίου εγγράφου ή της δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει τον ευάλωτο οφειλέτη σε πτώχευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. Κατά παρέκκλιση του χρονικού περιορισμού του πρώτου εδαφίου, για διάστημα έξι (6) μηνών από τη σύσταση του φορέα
απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο ευάλωτος οφειλέτης δύναται να υποβάλει αίτηση οποτεδήποτε υπό τους εξής όρους:
βα) αν εις βάρος του οφειλέτη έχει κινηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν επίκειται πλειστηριασμός του ακινήτου εντός των επόμενων δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, ή
ββ) αν ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου οφειλέτη, επί της κύριας κατοικίας, εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της πτωχευτικής
περιουσίας.
5. Το τίμημα μεταβίβασης ισούται προς το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της εμπορικής αξίας του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του οφειλέτη επί της κύριας κατοικίας σύμφωνα με την εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή. Τα έξοδα της εκτίμησης βαρύνουν τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος τον διορίζει. Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω
κατάσχεσης και η τιμή πρώτης προσφοράς είναι μεγαλύτερη από την εμπορική αξία, κατά την εκτίμηση του πιστοποιημένου εκτιμητή, σε ποσοστό ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το τίμημα μεταβίβασης καθορίζεται ως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του χαμηλότερου μεταξύ:
α) της τιμής πρώτης προσφοράς, και
β) της εμπορικής αξίας, σύμφωνα με την εκτίμηση άλλου πιστοποιημένου εκτιμητή που διορίζει με έξοδά του ο επισπεύδων πιστωτής.
6. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου επί της κύριας κατοικίας του, αφότου καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης στον υπάλληλο πλειστηριασμού, πέντε (5) το αργότερο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του πλειστηριασμού, ή στον σύνδικο, έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του εξαμήνου που ακολουθεί τη δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του. Η καταβολή του τιμήματος συνεπάγεται τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και τη ματαίωση του πλειστηριασμού, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου.».
2. Η παρ. 2 του άρθρου 222 του ν. 4738/2020, περί επαναγοράς της κύριας κατοικίας από τον ευάλωτο οφειλέτη, αντικαθίσταται, και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί και πριν από τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, με αντίστοιχη καταβολή από τον ευάλωτο οφειλέτη στον φορέα απόκτησης και
επαναμίσθωσης, αποκλειστικά του τιμήματος της παρ. 1.».
3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 225 του ν. 4738/2020 τροποποιείται, ώστε το τίμημα επαναγοράς του ακινήτου από τον οφειλέτη να βρίσκεται σε αντιστοιχία με το τίμημα απόκτησης του ακινήτου από τον Φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προσδιορίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα που αφορά τη μίσθωση της κύριας κατοικίας στον οφειλέτη και, ιδίως, το μίσθωμα και το τίμημα επαναγοράς από τον οφειλέτη, τις λοιπές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και του οφειλέτη, ως προς την κύρια κατοικία, τη μισθωτική σύμβαση και την υπερημερία του οφειλέτη, τις μισθωτικές του υποχρεώσεις, το καταβαλλόμενο ποσό κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς και τους λοιπούς όρους καταβολής του τιμήματος επαναγοράς, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας. Το οριζόμενο σύμφωνα με την απόφαση αυτή τίμημα επαναγοράς οφείλει να αντιστοιχεί στο τίμημα με το οποίο το ακίνητο αποκτήθηκε από τον φορέα κατά το ποσοστό επί της τιμής πρώτης προσφοράς ή της εμπορικής αξίας του που ορίζεται στην παρ. 5 του άρθρου 219, και να διασφαλίζει προς όφελος του φορέα εύλογη αναλογική συμμετοχή σε τυχόν υπεραξία του ακινήτου ή, σε περίπτωση όπου η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί σε σχέση προς την αξία του κατά τον χρόνο απόκτησής του από τον φορέα, την εύλογη αναλογική προσαρμογή του προς όφελος του οφειλέτη.»