Ταγίπ, καλώς να έρθεις όποιο βράδυ επιθυμείς
Ταγίπ, καλώς να έρθεις όποιο βράδυ επιθυμείς!
Έχω να πάω από παιδί σε στρατιωτική παρέλαση. Όταν με πήγαινε ο πατέρας μου στη Σαλονίκη. Ήταν κάτι σαν αυτονόητη συμμετοχή τότε σε μια γιορτινή υποχρέωση απέναντι στην πόλη και την ιστορία της.
Μετά, ανάγκες της ζωής, μας κατηφόρισαν στην Αθήνα, ήταν η εποχή της άφιξης της Χούντας και ό,τι θύμιζε το στράτευμα και τις παρελάσεις, καταχωρήθηκε στα απεχθή.
Γράφει ο Μιχάλης Κονιόρδος, καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Τα χρόνια κυλούσαν και παρατηρούσα τον πατέρα μου να παρακολουθεί από την τηλεόραση τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου και να «βγαίνει» από μέσα του μια περηφάνεια για αυτά που έβλεπε, ανάμεικτη με μια κριτική που ασκούσε στον βηματισμό και την εμφάνιση των πεζοπόρων τμημάτων, αν έκρινε πως κάτι δεν ήταν όπως θα έπρεπε.
Σχολίαζε επίσης τα διάφορα μηχανοκίνητα που συμμετείχαν στην παρέλαση. Είχε ζήσει ανάμεσα στο παιδί και στον έφηβο τον Πόλεμο και την Κατοχή, οι μνήμες ήταν ισχυρές, αλλά οι αναφορές και οι αφηγήσεις ήταν λίγες, ίσως γιατί ύψωνα πάντα ένα τοίχο αντίδρασης και σιωπής κι ήταν σαν να έπεφτε ανάμεσα μας μια σκιά, η σκιά της πεταλούδας:
Είχαμε διαφωνήσει πολλές φορές παλιά, με εκνεύριζε πολύ που, αν και ήμουνα μεγάλος πιά, αδυνατούσα να ολοκληρώσω το πορτραίτο του. Όταν το βρήκα, ήταν πια στα απόμαχα χρόνια της ζωής του. Το έγραψα πολλά βράδια σε χαρτιά διάφορα, ήταν σαν την λύση ενός προβλήματος που σε τυραννάει χρόνια. Το έγραψα πολλές φορές ως άνθρωπος που ασχολήθηκε χρόνια με το μολύβι και το χαρτί. Ο πατέρας μου, ο Στράτος, είχε μια ιδεολογία, την οικογένεια κι ένα μόνο πάθος, την αξιοπρέπεια. Αυτός ήταν ο πατέρας μου, όλα αυτά τα βρήκα πολύ αργά, όμως τα βρήκα, αυτός ήταν ο πατέρας μου.
Αυτή λοιπόν η αξιοπρέπειά του ερχόταν να συναντήσει την άλλη αξιοπρέπεια, αυτήν του «Όχι», ως στοιχείο της ταυτότητάς του. Στις παρελάσεις που παρακολουθούσε ψιθύριζε κάποια από τα εμβατήρια και κυρίως με μια φωνή όλο ανάμνηση και γλυκύτητα τα τραγούδια της Βέμπο.
Κι όταν φθάσαμε σ’ εκείνο το καλοκαίρι του ’74 με τους επίστρατους, τότε που, ενώ τα κουκουνάρια έσκαζαν τα μεσημέρια απ′ τη ζέστη σαν χειροβομβίδες, τα ραδιόφωνα παιάνιζαν εμβατήρια, η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού τροφοδότησε ιστορίες των παιδικών κατοχικών του χρόνων κι αφέθηκε στις διηγήσεις.
Πόσο κρατάει όμως ένα καλοκαίρι; Γιατί εκείνο ειδικά το καλοκαίρι φαινόταν ατελείωτο; Ίσως γιατί ένας πόλεμος φυσούσε από μακριά και έσερνε μαζί του κι έναν άλλο φόβο, αυτόν της ενηλικίωσης (μου).
Ήταν 20 Ιουλίου του 1974 όταν κηρύχτηκε γενική επιστράτευση. Αυτό δεν είχε συμβεί ούτε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940, που είχαν κληθεί υπό τα όπλα μόνο λίγες κλάσεις έφεδρων. Η μισή Ελλάδα βγήκε στο βουνό – όπως το 525 Τάγμα Πεζικού, άλλωστε – και η άλλη μισή έτρεχε πίσω της να τη συμμαζέψει…
Η ανηφοριά του Χρόνου έφθασε κάποτε στην παρέλαση – ντροπή του 2011, σε μια χώρα διχασμένη, στα όρια της εκτροπής και της ψυχικής αποσύνθεσης.
Στα χρόνια της περισυλλογής και της ανασύνταξης που ακολούθησαν, πολλές ήταν οι συζητήσεις που άνοιξαν για την σημασία των παρελάσεων, την σκοπιμότητά τους, την χρησιμότητά τους, το κόστος τους και το τι σηματοδοτούν τελικά.
Μέχρι που ήρθε και η χθεσινή(σ.σ. 28/10) εντυπωσιακή παρέλαση με τα οπτικοακουστικά εφέ, τις πτήσεις των Ραφάλ και το μήνυμα του πιλότου : «Είμαστε και θα παραμένουμε έτοιμοι. Τιμή σε εκείνους που φυλάττουν Θερμοπύλες».
Ή διαφορετικά ειπωμένο «Ταγίπ, καλώς να έρθεις όποιο βράδυ επιθυμείς».