Στουρνάρας: Ανεπαρκείς οι παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες μπροστά στην πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών
Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, χαρακτηριζόμενη από συχνές κρίσεις, πολυδιάστατα προβλήματα, έντονες αβεβαιότητες, παγκοσμιοποίηση και την άνοδο των κοινωνικών δικτύων, έχει καταστήσει τις παραδοσιακές πολιτικές ιδεολογίες, όπως η αριστερά και η δεξιά, ανεπαρκείς για να περιγράψουν τις σύγχρονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου «Παράδοξη Χώρα: Γιατί η Ελλάδα υστερεί σε σχέση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία και τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;» του Τάκη Παππά (Εκδόσεις Πατάκη), ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η διάκριση αριστερά-δεξιά φαντάζει πλέον αναχρονιστική. Αντιθέτως, στις σύγχρονες δημοκρατίες, η κρίσιμη διαφορά βρίσκεται μεταξύ φιλελεύθερων και λαϊκίστικων πολιτικών, όπως αποτυπώθηκε στην Ελλάδα με την κατάρρευση του δικομματικού συστήματος και την άνοδο νέων πολιτικών σχηματισμών το 2012.
Σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ο ρόλος των κομμάτων θα πρέπει να εστιάζει, κατά τον συγγραφέα του βιβλίου, στην «πολιτική και προγραμματική σύγκλιση και συλλογικότητα αλλά και στην ηθική αυτογνωσία». «Οι ίδιοι οι πολίτες, από την πλευρά τους, οφείλουν να απαιτούν από τα παραδοσιακά, αλλά και τα νέα κόμματα, έναν ελάχιστο βαθμό ανταλλαγής απόψεων KAI συγκλίσεων. Ακόμα και εάν αυτό απαιτεί θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως τροποποιήσεις του Συντάγματος, αυτές οι αλλαγές θα πρέπει να δρομολογηθούν τα επόμενα χρόνια», σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ, ενώ κατάληξε:
«Όσο ευρύτερες οι πολιτικές θεματικές επί των οποίων τα κόμματα καταφέρνουν να συμφωνήσουν, τόσο βελτιώνονται οι οικονομικές προοπτικές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ευημερίας. Άλλωστε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, τον οποίο ο συγγραφέας αναδεικνύει ως απαραίτητο πεδίο πολιτικής συναίνεσης, περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό και τη σύγκλιση απόψεων ως προς την κατεύθυνση που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εθνικές οικονομικές πολιτικές στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Δυστυχώς όμως σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά την παράδοση πολιτικών συναινέσεων και συνεργασιών, παρατηρείται άνοδος του αντισυστημικού λαϊκισμού, με την εμπιστοσύνη των πολιτών στις ικανότητες των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να υποχωρεί. Θα ήθελα να τονίσω ότι μια τέτοια πολιτική μεταστροφή προς ένα διχασμένο και κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα θα είχε καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Κλείνοντας, συμφωνώ απολύτως με την άποψη του συγγραφέα ότι η ανάγκη συναίνεσης στις αρχές του κοινοβουλευτισμού, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού ευρωπαϊσμού είναι αδιαπραγμάτευτη για την Ελλάδα. Τα κόμματα του λαϊκισμού στη χώρα μας αμφισβητούσαν παραδοσιακά τουλάχιστον ένα από αυτά τα τρία στοιχεία.
Ωστόσο, με την επώδυνη εμπειρία του 2015 και τη σταδιακή φθορά των λαϊκίστικων δυνάμεων, πλέον όλα τα “συστημικά” ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν αυτούς τους τρεις πυλώνες ως αυτονόητους. Αυτό το πρωτόγνωρο γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας.
Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.
Θα προσέθετα όμως, ότι η πολιτική συναίνεση πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, την δέσμευση δημοσιονομικής ευθύνης, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών, κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 2% του ΑΕΠ ετησίως.
Δεύτερον, την δέσμευση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή την διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων.
Τρίτον, την δέσμευση της οικονομικής σύγκλισης μέσα από το «κλείσιμο» του επενδυτικού κενού και της προώθησης των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και της αναβάθμισης των θεσμών.
Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής ατζέντας στη θεματολογία της».