Τα επιτόκια στις δανειακές συμβάσεις συμφωνούνται είτε σταθερά είτε, συνήθως, κυμαινόμενα. Στην περίπτωση των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να μην προσδιορίζεται με σαφήνεια ο τρόπος διακύμανσης του επιτοκίου.
Ο σχετικός όρος στη σύμβαση δανείου, στις περιπτώσεις αυτές, είτε παραπέμπει στη μονομερή κρίση του τραπεζικού ιδρύματος (στις παλαιότερες ιδίως συμβάσεις, ακόμη και στεγαστικών δανείων πολλές από τις οποίες είναι ακόμη ενεργές) είτε αναφέρεται σε διάφορους αόριστους παράγοντες επηρεασμού του επιτοκίου (συνήθως στις ανοικτές πιστώσεις), είτε αναφέρεται με σε συγκεκριμένους δείκτες, δίχως όμως η τράπεζα να δεσμεύεται για την εφαρμογή τους όταν αυτοί είναι ευνοϊκοί για τον δανειολήπτη (και πιο πρόσφατες συμβάσεις).
Της Μελίνας Μουζουράκη, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Στις περιπτώσεις των συμβάσεων με τους αδιαφανείς αυτούς όρους παρατηρεί κανείς ότι οι τράπεζες πράγματι δεν μείωναν τα συμβατικά επιτόκια όταν τα επιτόκια που αντικατοπτρίζουν το κόστος του χρήματος (ΕΚΤ, Euribor) ακολουθούσαν καθοδική πορεία. Εκμεταλλεύτηκαν την αδιαφάνεια των όρων προκειμένου να αποκομίσουν τεράστια οφέλη σε βάρος των δανειοληπτών, επιβαρύνοντας τους τελευταίους με υπέρμετρους ή και πολλαπλάσιους του νομίμου τόκους. Δεν είναι σπάνια η περίπτωση δανειολήπτες που έχουν λάβει την ίδια περίοδο το ίδιο είδος δανείου, και με την ίδια αφετηρία στο επιτόκιο, ο μεν ένας να έχει σήμερα ένα χαμηλό επιτόκιο, ο άλλος να πληρώνει τόκους με πολύ μεγαλύτερο επιτόκιο. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς, διαμαρτυρόμενοι για το υψηλό επιτόκιο, ενδεχομένως να έχουν σήμερα ένα καλύτερο επιτόκιο, ωστόσο, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν λόγω του υπέρμετρου στο παρελθόν εκτοκισμού ένα σημαντικά υψηλότερο υπόλοιπο οφειλής για το δάνειό τους.
Είναι γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, ιδίως με την Πράξη της 2501/2002 συνεισέφερε καθοριστικά στην αποκατάσταση της διαφάνειας στα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ωστόσο, και η ίδια, με ασαφείς στη συνέχεια αποφάσεις της και εγκυκλίους επέτρεψε ή ανέχτηκε πρακτικές αδιαφανούς διαμόρφωσης των κυμαινόμενων επιτοκίων. Ωστόσο, η διαφάνεια στη διαμόρφωση του επιτοκίου προκύπτει με ιδιαίτερα εμφαντικό και νομολογιακά εδραιωμένο τρόπο από το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Το τελευταίο μάλιστα, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, καλύπτει και τις περιπτώσεις των επαγγελματικών ή επιχειρηματικών δανείων. Είναι πλήθος οι αποφάσεις που εκδόθηκαν, ήδη από τα χρόνια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης μέχρι σήμερα που κρίνουν καταχρηστικούς τους εν λόγω αδιαφανείς όρους για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου.
Άλλωστε, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι το κόστος ενός δανείου δεν μπορεί να είναι αυθαίρετο και να διαμορφώνεται από την κρίση του ισχυρού μέρους. Είναι λογικό να μεταβάλλεται εφόσον και το κόστος του χρήματος μεταβάλλεται. Τράπεζα και δανειολήπτης θα πρέπει όμως, για να μην υπάρχει ο κίνδυνος της εκμετάλλευσης, να συμφωνήσουν με τη σύμβαση ένα κριτήριο, ένα δείκτη (ή και περισσότερους δείκτες, αρκεί να καθοριστεί η συμβολή του καθενός), με βάση τις διακυμάνσεις του οποίου θα γίνεται η αναπροσαρμογή. Τέτοιοι κατάλληλοι δείκτες είναι τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας ή τα διατραπεζικά επιτόκια. Πάνω στο επιτόκιο-δείκτης που επιλέγεται η κάθε δανειοδοτούσα τράπεζα προσθέτει το περιθώριο, με το οποίο διασφαλίζει το κέρδος της αλλά και αντιμετωπίζει τους κινδύνους της πίστωσης. Ο δανειολήπτης μπορεί να ελέγχει έτσι το κόστος του δανείου. Γνωρίζει ότι το κόστος αυτό μπορεί να αυξηθεί, όμως, μπορεί να αποβλέπει και σε οφέλη αν ο δείκτης της σύμβασής του έχει καθοδική πορεία.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης η εξυπηρέτηση των δανείων έχει καταστεί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων ακόμη πιο δύσκολη. Πολλοί δανειολήπτες επιδιώκουν να επιτύχουν μία αναπροσαρμογή των υποχρεώσεών τους με βάση τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Όσον αφορά τα παραπάνω δάνεια η μείωση της οφειλής δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια της τράπεζας αλλά υποχρέωσή της. Οι δανειολήπτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τη μείωση του υπολοίπου οφειλής ή την επιστροφή του μέρους που αδικαιολογήτως έχουν καταβάλλει.
Είναι εκατοντάδες οι περιπτώσεις των δανειοληπτών (επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα) που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη και δικαιώθηκαν. Σε περιπτώσεις που οι συμβάσεις δεν είχαν ένα αντικειμενικό δείκτη, τα δικαστήρια τον ενσωματώνουν ερμηνευτικά στη σύμβαση. Και στην περίπτωση που η σύμβαση δεν δεσμεύει για τη μείωση του επιτοκίου όταν ο δείκτης μειώνεται, τότε τα δικαστήρια τον αντιμετωπίζουν ως δεσμευτικό. Οι δανειολήπτες επέτυχαν, έτσι, την επιστροφή σημαντικών ποσών που είχαν καταβάλει ως πρόσθετους τόκους σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων με αδιαφανή όρο για τη διακύμανση του επιτοκίου ή, πάντως, επέτυχαν να μειώσουν το ύψος της οφειλής τους. Σε άλλες περιπτώσεις κατάφεραν να αμυνθούν, με την επίκληση της αδιαφανούς χρέωσης τόκων, από τις υπέρογκες αξιώσεις και τις σε βάρος τους διαταγές πληρωμής.
Σήμερα, σε αρκετές πράγματι περιπτώσεις, οι τράπεζες προβαίνουν σε ελαφρύνσεις που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την αποπληρωμή των δανείων. Η εν λόγω ελάφρυνση είναι επιβεβλημένη στις περιπτώσεις των δανειοληπτών που έχουν υποστεί τις συνέπειες της αδιαφανούς και καταχρηστικής διαμόρφωσης του επιτοκίου. Οι δανειολήπτες μπορούν, συνεπώς, να την απαιτήσουν. Εκείνο δε που πρωτίστως θα πρέπει να γνωρίζουν, εφόσον συντρέχουν τα παραπάνω, είναι ότι τη δικαιούνται. Έχουν λοιπόν το δικαίωμα να απαιτήσουν την επιστροφή των αδικαιολόγητων τόκων που έχουν καταβάλλει, να συμψηφίσουν τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές ή να μειώσουν το υπόλοιπο του δανείου τους.