Σε σοκ οι ζάμπλουτοι: Ξεμένουμε από…ακριβές σαμπάνιες
Για παρακμή ανάλογη αυτής που βίωσε η ανθρωπότητα πριν από έναν αιώνα στη δεκαετία του 1920 προϊδεάζει η φετινή ραγδαία άνοδος της κατανάλωσης πολυτελών ειδών από τους «λίγους και εκλεκτούς», ενώ την ίδια στιγμή η κρίση του κόστους ζωής βυθίζει συνεχώς όλο και περισσότερο κόσμο στη φτώχεια και την εξαθλίωση.
«Ξεμένουμε από ακριβές σαμπάνιες», θριαμβολόγησε νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα από τη Σιγκαπούρη ο διευθύνων σύμβουλος της Moët Hennessy, Φιλίπ Σάους, εξοργίζοντας αρκετούς που είναι υποχρεωμένοι αυτόν τον χειμώνα να επιλέξουν αν θα φάνε ή θα θερμάνουν το σπίτι τους. O επικεφαλής του τμήματος κρασιών και οινοπνευματωδών ποτών του γνωστού οίκου πολυτελών ειδών LVMH –εμπορεύεται μεταξύ άλλων και τις ακριβές σαμπάνιες Moët & Chandon, Dom Pérignon, Veuve Clicquot και Krug- υποστήριξε ότι η συσσωρευμένη ζήτηση μετά τη χαλάρωση των περιορισμών της πανδημίας προκάλεσε ξέσπασμα αγορών ακριβής σαμπάνιας από πλούσιους που θέλουν να διασκεδάσουν και να απολαύσουν ξανά τις ακριβές τους συνήθειες.
Αποτέλεσμα είναι η… εξάντληση αποθεμάτων ακριβής σαμπάνιας της εταιρείας. Η ζήτηση για σαμπάνιες είναι μάλιστα τόσο υψηλή που τα στελέχη της εταιρείας παρομοιάζουν πλέον την περίοδο αυτή με «roaring 20s», δηλαδή τη δεκαετία της ακραίας οικονομικής ευημερίας του 1920, χαρακτηριστικά της οποίας ήταν μεταξύ άλλων η πληθωρικότητα, ο υπερκαταναλωτισμός, η εμμονή της κοινωνίας με τον πλούτο και η κουλτούρα της υπερβολής.
Είναι η δεκαετία της εύκολης πίστωσης και της χρηματιστηριακής φούσκας που κατέληξε στο κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Υφεση και βέβαια η δεκαετία της ποτοαπαγόρευσης που εκτόξευσε τη χρήση του αλκοόλ στις ΗΠΑ και τα κέρδη λαθρεμπόρων και μαφίας.
Δεν είναι όμως μόνο τα ακριβά αφρώδη κρασιά που γίνονται ανάρπαστα σήμερα.
Οι εταιρείες ειδών πολυτελείας καταγράφουν άνοδο πωλήσεων σε όλα τα πανάκριβα προϊόντα τους, από ρούχα και τσάντες σχεδιαστών έως ακριβά ρολόγια και σπορ αυτοκίνητα. Η μητρική εταιρεία της Moet Hennessey LVMH, η μεγαλύτερη εταιρεία ειδών πολυτελείας του κόσμου, που εκμεταλλεύεται γνωστές εμπορικές επωνυμίες όπως οι Christian Dior, Stella McCartney, τα ρολόγια TAG Heuer και τα κοσμήματα Bulgari και Tiffany, ανακοίνωσε τον προηγούμενο μήνα άλμα 19% στις πωλήσεις του τρίτου τριμήνου. Η Kering, στην οποία ανήκουν οι Gucci, Balenciaga και Bottega Veneta, ανακοίνωσε αύξηση των πωλήσεών της στο ίδιο διάστημα κατά 14% ενώ η Hermès, της οποίας οι τσάντες Birkin μπορεί να κοστίζουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ η καθεμία, κατέγραψε άλμα του τζίρου της κατά 24% έναντι προβλέψεων των αναλυτών για 15%.
Οι εκτιμήσεις των τελευταίων είναι ότι η εκτόξευση των πωλήσεων πολυτελών ειδών θα συνεχιστεί τόσο φέτος όσο και τα επόμενα χρόνια ώς το τέλος της δεκαετίας. Συνολικά για φέτος αναμένουν ότι θα αγγίξουν το 1,45 τρισ. δολάρια, 21% υψηλότερα από πέρυσι.
Πίσω από αυτήν την άνοδο -ενώ την ίδια στιγμή η αγοραστική δύναμη της συντριπτικής πλειονότητας των καταναλωτών συρρικνώνεται και η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται στη στασιμότητα και την ύφεση- υπάρχει βέβαια μια σαφής υπερσυσσώρευση πλούτου στα χέρια των λίγων. Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι της υφηλίου αποκόμισαν συνολικά κέρδη μεγαλύτερα των 3 τρισ. δολαρίων. Ο αριθμός όσων εξ αυτών διαθέτουν περιουσία μεγαλύτερη των 50 εκατ. δολαρίων χτύπησε φέτος ρεκόρ στους 218.200.
Οι απανταχού κυβερνήσεις της υφηλίου όμως ουδόλως εξετάζουν το ενδεχόμενο να φορολογήσουν περισσότερο αυτήν την κοινωνική ομάδα για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων οικονομικών τους προκλήσεων. Αντίθετα κάποιες εξ αυτών επαναφέρουν την οριζόντια λιτότητα σε βάρος των πολλών για να μειώσουν το χρέος που συσσώρευσαν στη διάρκεια της πανδημίας και να διασφαλίσουν την αποδοχή των διεθνών κεφαλαιαγορών. Επιδοτούν έτσι τις ακριβές σαμπάνιες και τα «χρυσά λαρύγγια» που τις πίνουν ενώ την ίδια στιγμή φορολογούν το ψωμί… Πραγματική παρακμή.