New York Times: Εκατοντάδες Δυτικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία

New York Times: Εκατοντάδες Δυτικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία
70 / 100

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία την περασμένη άνοιξη, μία πολύ μεγάλη ομάδα δυτικών εταιρειών δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει γρήγορα μία πολύ σημαντική αγορά. Η McDonald’s διέλυσε τις χρυσές πύλες της μετά από 32 χρόνια. Ο πετρελαϊκός κολοσσός BP κινήθηκε προκειμένου να εκχωρήσει τις ρωσικές επενδύσεις του. Η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία Renault πούλησε τα εργοστάσιά της για το συμβολικό ποσό τού ενός ρουβλίου…

Από την Liz Alderman/New York Times

Αλλά ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, εκατοντάδες δυτικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών μπλου τσιπ και μεσαίου μεγέθους από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δραστηριοποιούνται εκεί παρά τις κυρώσεις της Δύσης και τις θορυβώδεις εκστρατείες μποϊκοτάζ που πιέζονται από Ουκρανούς αξιωματούχους, καταναλωτές και ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ορισμένες εταιρείες, που αντιμετωπίζουν κατηγορίες ότι βοηθούν στη χρηματοδότηση της επιθετικότητας της Ρωσίας, ισχυρίζονται ότι μένουν επειδή οι πελάτες τους τις χρειάζονται. Μεταξύ αυτών είναι η Auchan, μία από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ της Γαλλίας, η οποία έχει κρατήσει ανοιχτά τα 230 καταστήματά της και επιμένει ότι σκοπεύει να μείνει στη Ρωσία. Ο γίγαντας λιανικής έχει προκαλέσει την οργή του Ουκρανού προέδρου, Volodymyr Zelensky, και πρόσφατα αντιμετώπισε νέες εκκλήσεις για μποϊκοτάζ μετά από μια αναφορά ότι η ρωσική θυγατρική της Auchan προμήθευε τρόφιμα στον στρατό της χώρας.

Η Auchan αρνήθηκε αυτούς τους ισχυρισμούς, αλλά δεν απολογείται για την παραμονή της στη Ρωσία και την Ουκρανία, όπου έχει επίσης καταστήματα, καθώς ισχυρίζεται ότι «καλύπτει τις βασικές ανάγκες τροφίμων του άμαχου πληθυσμού».

Άλλες εταιρείες έχουν περιορίσει τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία ή έχουν αναβάλει -προσωρινά τουλάχιστον- τις εξόδους τους, που ανακοινώθηκαν την περασμένη άνοιξη.

Ο φαρμακευτικός κολοσσός Pfizer σταμάτησε να επενδύει στη Ρωσία, αλλά συνεχίζει να πουλά μια περιορισμένη γκάμα προϊόντων, με τα κέρδη του να στέλνονται σε ανθρωπιστικές ομάδες της Ουκρανίας. Η Carlsberg, η τρίτη μεγαλύτερη ζυθοποιία στον κόσμο, προσπαθεί να βρει έναν αγοραστή για τις ρωσικές ζυθοποιίες της που θα προσφέρει ρήτρες επαναγοράς προκειμένου να επιτραπεί στην εταιρεία να επιστρέψει όταν τελειώσει ο πόλεμος.

Για πολλές εταιρείες, η έξοδος από τη Ρωσία ήταν πιο δύσκολη από το αναμενόμενο. Η Μόσχα τούς έχει δέσει τα χέρια, λένε, κραδαίνοντας την απειλή της εθνικοποίησης και άλλα εμπόδια. Οι επικεφαλής των δυτικών εταιρειών συχνά αναφέρουν ότι έχουν ευθύνη απέναντι στους μετόχους τους προκειμένου να βρουν αγοραστές που να παρέχουν κάποια αξία στα δισεκατομμύρια των περιουσιακών στοιχείων τους, αντί να τα παραδώσουν στη Μόσχα. Τέτοιες ανησυχίες ώθησαν τον γίγαντα καπνού Philip Morris να δηλώσει τον περασμένο μήνα ότι ενδέχεται να μην πουλήσει ποτέ τις ρωσικές δραστηριότητές του, παρά τις προσπάθειες να το πράξει.

Άλλοι δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν να παραδώσουν μερίδιο αγοράς σε εταιρείες από την Κίνα, την Τουρκία, την Ινδία ή τη Λατινική Αμερική, των οποίων οι κυβερνήσεις δεν αποτελούν μέρος του καθεστώτος κυρώσεων, και οι οποίες προσβλέπουν σε ακίνητα και μετοχικά μερίδια που αφήνουν οι αποχωρούσες δυτικές εταιρείες.

«Η Ρωσία ήταν μια μεγάλη αγορά για πολλές εταιρείες», είπε ο Olivier Attias, δικηγόρος στην August Debouzy, μια δικηγορική εταιρεία στο Παρίσι που συμβουλεύει μεγάλες γαλλικές εταιρείες με δραστηριότητες στη Ρωσία. «Η λήψη της απόφασης να φύγουν δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση και η διαδικασία της αποχώρησης αποδεικνύεται ακόμα πιο δύσκολη».

Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από το παντεπιστήμιο του Yale έδειξαν ότι από σχεδόν 1.600 δυτικές εταιρείες στη Ρωσία πριν από τον πόλεμο, περισσότερες από το ένα τέταρτο συνέχισαν να δραστηριοποιούνται πλήρως εκεί, με ορισμένες μόνο να αναβάλλουν τις προγραμματισμένες επενδύσεις τους. Ωστόσο, σε μια έρευνα που διεξήγαγε η Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου, το ποσοστό αυτό ήταν πιο κοντά στο 50%.

Αλλά μια άλλη μελέτη δείχνει το πόσο λίγοι έχουν διακόψει πλήρως τους δεσμούς τους, διαπιστώνοντας ότι κάτω από το 9% των περίπου 1.400 εταιρειών από την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, τη Βρετανία και τον Καναδά έχουν εκχωρήσει τη ρωσική θυγατρική τους μετά τον πόλεμο, αμφισβητώντας ουσιαστικά την προθυμία των δυτικών εταιρειών να αποχωρήσουν.

Παρά τις πολεμικές ενέργειες τους, οι ρωσικές αρχές ανησυχούν τώρα για το πλήγμα από τις κυρώσεις και για τη διατήρηση εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και θα προτιμούσαν να μην αποχωρήσουν οι δυτικοί επενδυτές, δήλωσε ο Dimitri Lavrov, ανώτερος συνεργάτης στο Nexlaw, μια δικηγορική εταιρεία της Γενεύης που συμβουλεύει πολυεθνικές στη Ρωσία.

Ένα προσχέδιο νόμου που κυκλοφορεί στη Ρωσική Δούμα θα επιτρέπει στους ξένους επενδυτές «να διατηρήσουν τόσο τα περιουσιακά τους στοιχεία όσο και την πραγματική παρουσία της επιχείρησής τους στη χώρα και τη δυνατότητα να επιστρέψουν στη Ρωσία σε περίπτωση που είχαν υποχρεωθεί σε αποχώρηση», πρόσθεσε ο Lavrov.

Η Auchan προσφέρει ένα παράθυρο στις επιπλοκές που οι δυτικές εταιρείες λένε ότι αντιμετωπίζουν. Από το ξεκίνημα του πολέμου, η ιδιωτική εταιρεία, η οποία είναι μέρος μιας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας λιανικής που ανήκει στη γαλλική οικογένεια Mulliez, επιμένει ότι το να κρατήσει ανοιχτά τα καταστήματά της στη Ρωσία ήταν απαραίτητο για την παροχή τροφής στους πολίτες της χώρας και τη διατήρηση της απασχόλησης για 29.000 εργαζόμενους.

Η Auchan ανέφερε ότι διέκοψε τις επενδύσεις στη Ρωσία αμέσως μετά τον πόλεμο, αφήνοντας τη ρωσική θυγατρική μια ξεχωριστή, αυτοσυντηρούμενη οντότητα. Το κλείσιμο της επιχείρησης, η οποία απέφερε 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ (3,4 δισεκατομμύρια δολάρια) σε πωλήσεις το 2021, ή το 10% των εσόδων της Auchan, θα είχε θεωρηθεί χρεοκοπία από Ρώσους αξιωματούχους, ισχυρίστηκε η εταιρεία, οδηγώντας σε πιθανή δίωξη τοπικών διευθυντών και την κατάσχεση εκατοντάδων σούπερ μάρκετ στα οποία είχε επενδύσει για περισσότερα από 20 χρόνια.

Ωστόσο, αυτό δεν έχει καθησυχάσει τους Ουκρανούς αξιωματούχους, οι οποίοι λένε ότι η Auchan και άλλες εταιρείες βοηθούν στη χρηματοδότηση του πολέμου της Ρωσίας με το να συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται εκεί. Ο Dmytro Kuleba, υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, κατηγόρησε πρόσφατα την Auchan στο Twitter ότι «εξελίχτηκε σε ένα πλήρες όπλο ρωσικής επιθετικότητας», μετά από έρευνα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde που αποκάλυψε ότι ορισμένοι υπάλληλοι της Auchan στη Ρωσία συγκέντρωσαν αγαθά που τους είχαν δοθεί ως δώρο, τα οποία στη συνέχεια στάλθηκαν στα ρωσικά στρατεύματα που πολεμούν την Ουκρανία.

Η Auchan απάντησε ότι είχε διεξαγάγει εσωτερική έρευνα και ότι ο χαρακτηρισμός των ευρημάτων ήταν παραπλανητικός. Η εταιρεία είπε ότι η παρουσία της στη Ρωσία δεν συνέβαλε στη διαιώνιση της εισβολής. «Η δουλειά μας είναι να ταΐζουμε τον πληθυσμό και να είμαστε κοντά στον πληθυσμό», δήλωσε ο Antoine Pernod, εκπρόσωπος της εταιρείας. «Επειδή μια μέρα θα έρθει η ειρήνη και θα είναι σημαντικό να είμαστε ακόμα στο πλευρό τους».

Οι εταιρείες που έχουν δεσμευτεί να αποχωρήσουν ισχυρίζονται επίσης σήμερα ότι η αλλαγή των ρωσικών κανόνων έχει καταστήσει δύσκολη (ή και αδύνατη) την έξοδο τους.

Μετά τις κυρώσεις της Δύσης, η Ρωσία αυστηροποίησε τους κανόνες εθνικοποίησης προκειμένου να συμπεριλάβει την «αφερεγγυότητα» ως έναυσμα. Οι ξένες εταιρείες μπορούν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία μόνο με έγκριση από το Υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας, κάτι που μπορεί να διαρκέσει από έξι έως 12 μήνες. Οι εταιρείες σε «στρατηγικούς» τομείς, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου και της τραπεζικής, χρειάζονται υπογραφή από τον Πρόεδρο Vladimir Putin.

Η Heineken ανέφερε ότι τέτοια εμπόδια έχουν καθυστερήσει τις προσπάθειές της για αποεπένδυση από τη ρωσική αγορά. Λίγο μετά την ανακοίνωση τον περασμένο Μάρτιο ότι θα σταματήσει να πουλά μπύρα Heineken στη Ρωσία, η εταιρεία είπε ότι «έλαβε επίσημες προειδοποιήσεις από τους Ρώσους εισαγγελείς» ότι μια απόφαση να αναστείλει ή να κλείσει τη ρωσική θυγατρική της θα θεωρηθεί σκόπιμη χρεοκοπία –ποινικό αδίκημα που θα μπορούσε έχει ως αποτέλεσμα την εθνικοποίηση.

Η ζυθοποιία, η οποία αντιμετωπίζει μποϊκοτάζ μετά από δημοσιεύματα μέσων ενημέρωσης ότι η ρωσική θυγατρική της συνεχίζει να πουλάει μπύρα Amstel και ότι παρουσίασε περισσότερα από 60 νέα προϊόντα πέρυσι, ανέφερε ότι οι υπάλληλοί της στη Ρωσία αναγκάστηκαν να διατηρήσουν τις πωλήσεις προκειμένου να αποτρέψουν την «αφερεγγυότητα» και την «πραγματική απειλή» της εθνικοποίησης. Η Heineken δήλωσε ότι αναμένει οικονομική ζημία περίπου 300 εκατομμυρίων ευρώ από την ενδεχόμενη έξοδό της από τη Ρωσία.

Επίσης, η BP έγινε πρωτοσέλιδο τρεις ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας, δεσμευόμενη να αποσυρθεί από το μερίδιο του σχεδόν 20% της Rosneft, της ρωσικής κρατικής εταιρείας πετρελαίου, μία απόφαση που είχε ως αποτέλεσμα μία επιβάρυνση 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα λογιστικά βιβλία της. Όμως, ένα χρόνο αργότερα, η εταιρεία δεν έχει ακόμη εγκαταλείψει τις μετοχές της. Κατηγόρησε μια «προγραμματισμένη διαδικασία», που περιορίζεται από τις διεθνείς κυρώσεις και τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία διαθέτει ουσιαστικά δικαιώματα έγκρισης όσον αφορά οποιονδήποτε αγοραστή.

Άλλες εταιρείες προσπαθούν να αφήσουν ανοιχτή την πόρτα για επιστροφή. Η Carlsberg σκοπεύει να πουλήσει τις ρωσικές της δραστηριότητες έως τα μέσα του 2023. Ωστόσο, ο διευθύνων σύμβουλος της ζυθοποιίας, Cees ‘t Hart, ανέφερε ότι η Carlsberg αναζητά μια ρήτρα επαναγοράς που θα της δίνει την ευκαιρία να επαναγοράσει τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

Για τη Renault, η πώληση των εργοστασίων της το περασμένο καλοκαίρι σε μια ρωσική κρατική οντότητα περιλάμβανε μια κρίσιμη ρήτρα που επιτρέπει στην αυτοκινητοβιομηχανία να επανεξετάσει την επιστροφή στις υπερσύγχρονες γραμμές συναρμολόγησης της σε έξι χρόνια. Στο μεταξύ, ο νέος Ρώσος ιδιοκτήτης λανσάρει ρωσικά αυτοκίνητα —κατασκευασμένα κυρίως με ανταλλακτικά που εισάγονται από την Κίνα.