Οι κεντρικές τράπεζες σκοπεύουν να οδηγήσουν την παγκόσμια οικονομία επικίνδυνα κοντά σε μια ύφεση.
Καθυστερημένη στο να προβλέψει τον χειρότερο πληθωρισμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και αργοπορημένη στη μάχη για την καταπολέμησή του, η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) και οι ομόλογές της ανά τον κόσμο δεν κρύβουν τώρα την αποφασιστικότητά τους να κερδίσουν τη μάχη ενάντια στις αυξανόμενες τιμές – ακόμη και με το κόστος να δουν τις οικονομίες τους να αναπτύσσονται πιο αργά ή ακόμη και να συρρικνώνονται.
Περίπου 90 κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια φέτος, ενώ οι μισές εξ αυτών τα αύξησαν κατά τουλάχιστον 75 μονάδες βάσης (0,75%) σε μία και μόνη συνεδρίαση. Πολλές το έχουν πράξει περισσότερες από μία φορές, σε εκείνο που ο επικεφαλής οικονομολόγος της Bank of America Ίθαν Χάρις χαρακτηρίζει “έναν διαγωνισμό του ποιος μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια πιο γρήγορα”.
Το αποτέλεσμα είναι η ευρύτερη σύσφιγξη νομισματικής πολιτικής εδώ και 15 χρόνια – μια αποφασιστική απομάκρυνση από την εποχή του φθηνού χρήματος που εγκαινιάστηκε μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, την οποία πολλοί οικονομολόγοι και επενδυτές θεωρούσαν ως μια νέα κανονικότητα. Το τρέχον τρίμηνο θα πραγματοποιηθούν οι μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες από το 1980, σύμφωνα με την JPMorgan Chase – κι αυτές δεν πρόκειται να σταματήσουν.
Πόνος
Μόνο αυτή την εβδομάδα, η Fed αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης για τρίτη φορά, ενώ ορισμένοι ζητούσαν αύξηση 100 μ.β., δεδομένου ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ξεπέρασε ξανά το 8% τον Αύγουστο. Η κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) ενίσχυσε το επιτόκιο αναφοράς της κατά 50 μονάδες βάσης. Σε αυξήσεις επιτοκίων προχώρησαν επίσης οι κεντρικές τράπεζες σε Ινδονησία, Νορβηγία, Φιλιππίνες, Σουηδία και Ελβετία, μεταξύ άλλων.
Καθώς πατούν φρένο στην οικονομία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρχίζουν να “σκοτεινιάζουν” και το κλίμα της ρητορικής τους, σε μια δημόσια παραδοχή ότι όσο υψηλότερα αυξάνουν τα επιτόκια για να καταπνίξουν τον πληθωρισμό, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να βλάψουν την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, δήλωνε τον Αύγουστο ότι η εκστρατεία του για τη χαλιναγώγηση των τιμών “θα προκαλέσει πόνο σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις”.
Η Isabel Schnabel, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει κάνει λόγο για “δείκτη θυσιών”, ορολογία που αποτυπώνει την απώλεια παραγωγής που θα χρειαστεί για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Η BoE φτάνει στο σημείο να προβλέπει ότι μια ύφεση στο Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι σε εξέλιξη μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και μπορεί να εκταθεί έως το 2024.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το νομισματικό φάρμακο θα προκαλέσει παρενέργειες. Το ερώτημα είναι: πόσο σοβαρές; Αναλυτές της BlackRock εκτιμούν ότι η επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2% της Fed θα σήμαινε βαθιά ύφεση και 3 εκατομμύρια περισσότερους ανέργους στις ΗΠΑ, ενώ η επίτευξη του αντίστοιχου στόχου από πλευράς ΕΚΤ θα απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική συρρίκνωση.
Στην αβεβαιότητα προστίθεται και η καθυστέρηση μέχρι οι επιπτώσεις των αυξήσεων επιτοκίων να εμφανιστούν την οικονομία, πέραν της σύνθεσης του σημερινού πληθωρισμού, μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από ενεργειακά και άλλα σοκ προσφοράς που οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να ελέγξουν.
Το υψηλότερο του αναμενομένου ποσοστό πληθωρισμού στις ΗΠΑ για τον Αύγουστο, που ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, οδήγησε τη χρηματιστηριακή αγορά στην πιο απότομη “βουτιά” της εδώ και πάνω από δύο χρόνια, λόγω των προβλέψεων για υιοθέτηση αυστηρότερης πολιτικής από πλευράς Fed. Ο δισεκατομμυριούχος διαχειριστής hedge fund Ray Dalio βλέπει την προοπτική μιας “βουτιάς” άνω του 20% στις αγορές μετοχών καθώς τα επιτόκια θα συνεχίζουν να αυξάνονται.
Αξιοπιστία
Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα προτιμούσαν φυσικά να δουν τις οικονομίες τους να συνεχίζουν να αναπτύσσονται, έστω πιο αργά αλλά σταθερά. Μπορεί κάποια στιγμή να κάνουν ελαφρώς πίσω από την επιθετική τους πολιτική προκειμένου να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν αυτό το αποτέλεσμα. Ωστόσο η πρωταρχική εστίασή τους αυτήν τη στιγμή είναι να αποφύγουν την επανάληψη του λάθους της δεκαετίας του 1970, όταν οι προκάτοχοί τους χαλάρωσαν πρόωρα την πίστη ως απάντηση στην επιβράδυνση των οικονομιών, χωρίς πρώτα να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Αυτή η ανησυχία στηρίζει την εκτίμηση ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να προχωρήσουν δυναμικά με τις αυξήσεις των επιτοκίων επειδή, εάν επιτραπεί στον πληθωρισμό να ευδοκιμήσει, θα διακινδύνευαν μεγαλύτερο οικονομικό πόνο μακροπρόθεσμα.
Η Anna Wong, επικεφαλής οικονομολόγος για τις ΗΠΑ στο Bloomberg Economics, εκτιμά ότι η Fed θα χρειαστεί τελικά να ανεβάσει το επιτόκιο αναφοράς στο 5% – μια δόση περαιτέρω σύσφιγξης που θα μπορούσε να κοστίσει στην αμερικανική οικονομία 3,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και να προκαλέσει περαιτέρω πλήγματα σε ήδη χτυπημένες αγορές.
Πίεση προς τους κεντρικούς τραπεζίτες ασκεί πιθανότατα και η επίθεση που δέχονται για την εσφαλμένη εκτίμησή τους σχετικά με τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές την εποχή της πανδημίας, μολονότι η επακόλουθη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν απρόβλεπτη και εκτροχίασε τις προβλέψεις τους χωρίς δική τους ευθύνη.
Ο Πάουελ πέρασε μεγάλο μέρος του 2021 περιγράφοντας το σοκ του πληθωρισμού ως “παροδικό”, ενώ ο ίδιος και οι συνάδελφοί του εισήλθαν στο 2022 προβλέποντας ότι τα επιτόκια θα χρειαζόταν να αυξηθούν μόνον κατά 75 μονάδες βάσης εντός του έτους. Η Fed έχει ήδη προχωρήσει σε τέσσερις φορές μεγαλύτερη αύξηση.
Τον περασμένο Νοέμβριο, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωνε ότι υψηλότερα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ ήταν απίθανα μέσα στο 2022, για να βρεθεί να τα αυξάνει κατά 75 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο και να εξετάζει το ενδεχόμενο να πράξει το ίδιο και τον Οκτώβριο.
Αυτή η ανάληψη δράσης φέρνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής αντιμέτωπους με πολλά διακυβεύματα στην προσπάθεια να κερδίσουν τη μάχη με τον πληθωρισμό.
“Η αξιοπιστία είναι το παν για τις κεντρικές τράπεζες και καταστράφηκε μέσω της λανθασμένης εκτίμησης περί παροδικού πληθωρισμού”, αναφέρει ο Rob Subbaraman, επικεφαλής οικονομολόγος στη Nomura Holdings. “Η ανάκτηση της αξιοπιστίας είναι η κορυφαία προτεραιότητά τους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ύφεση – αυτό είναι το μάθημα από τη δεκαετία του 1970”.
Χρόνος
Σε μια ένδειξη ότι οι επενδυτές αναμένουν ύφεση στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων του αμερικανικού Δημοσίου έχουν αυξηθεί περισσότερο από εκείνες των πιο μακροπρόθεσμων τίτλων, στη μεγαλύτερη διαφορά μέσα στον 21ο αιώνα, με ορισμένους traders ομολόγων να στοιχηματίζουν ότι η Fed λογικά θα χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική της στο δεύτερο μισό του 2023. Εν τω μεταξύ, ο S&P 500 οδεύει προς τις μεγαλύτερες απώλειές του σε επίπεδο έτους από το 2008.
Έρευνα της BofA μεταξύ διαχειριστών funds αυτόν τον μήνα διαπίστωσε ότι οι προσδοκίες για την παγκόσμια ανάπτυξη ήταν κοντά σε χαμηλά όλων των εποχών.
Ένας λόγος γι’ αυτή την ανησυχία είναι ότι η νομισματική πολιτική λειτουργεί με καθυστέρηση. Αποδυναμώνει πρώτα τις χρηματοπιστωτικές αγορές, στη συνέχεια την οικονομία και μόνο στο τέλος τον πληθωρισμό. Έτσι, οι επαναλαμβανόμενες γιγάντιες αυξήσεις επιτοκίων καθίστανται επικίνδυνες.
“Χρειάζεται χρόνος για να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός”, λέει ο Χάρις της BofA. “Αν αρχίσει κανείς να εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στον τρέχοντα πληθωρισμό ως τον κύριο δείκτη αναφοράς, θα καθυστερήσει να σταματήσει” τον κύκλο σύσφιγξης. Ο Χάρις βλέπει το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρωζώνη να πέφτουν σε ύφεση το δ’ τρίμηνο, καθώς το αυξανόμενο κόστος ενέργειας θα επηρεάσει τις οικονομίες αυτόν τον χειμώνα, ενώ αναμένει ύφεση στις ΗΠΑ το επόμενο έτος.
Η οικονομία των ΗΠΑ –και ειδικά η αγορά εργασίας– έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής εκπληκτικά ανθεκτική. Οι οικονομολόγοι, ωστόσο, σημειώνουν ότι αυτό σημαίνει απλώς πως η Fed θα πρέπει να πιέσει πολύ σκληρότερα προκειμένου να μετριάσει τη ζήτηση.
“Ο πληθωρισμός και η αγορά εργασίας έχουν αποδειχθεί πιο ανθεκτικές στα υψηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι ανέμενε η Fed”, αναφέρει ο πρώην αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ Donald Kohn. “Έτσι τώρα η Fed πρέπει να τα αυξήσει ακόμη περισσότερο”.
Μέχρι πρότινος, δεν φαινόταν παράλογο οι κεντρικές τράπεζες να συσφίγγουν τη νομισματική πολιτική τους. Ο πληθωρισμός βρισκόταν στα ύψη, οι αγορές εργασίας ήταν ισχυρές και τα επιτόκια κυμαίνονταν σε χαμηλά επίπεδα.
Ωστόσο, η διατήρηση της ισορροπίας γίνεται δυσκολότερη καθώς τα υψηλά επιτόκια αρχίζουν να “δαγκώνουν” τις οικονομίες, οι οποίες ήδη υποφέρουν από τους μετασεισμούς μιας –ακόμη υποβόσκουσας– πανδημίας και του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Το κόστος δανεισμού σε πολλές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, μετατρέπεται πια από τονωτικό σε περιοριστικό. Η εκτίναξη του δολαρίου πλήττει τις υπερχρεωμένες αναδυόμενες αγορές. Μια απότομη μείωση των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία αυξάνει τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη, καθώς οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη, τη στιγμή που η ύφεση πλησιάζει.
Ατύχημα
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εξακολουθούν να εκφράζουν την ελπίδα ότι μπορούν να πετύχουν το “κόλπο” της επιβράδυνσης του πληθωρισμού χωρίς να εκτροχιάσουν εντελώς την ανάπτυξη και ότι τελικά θα περιορίσουν τη νομισματική σύσφιγξη – απλώς όχι ακόμη.
“Πρέπει κάποια στιγμή να εξετάσει κανείς μια μέση λύση”, ανέφερε η πρόεδρος της Fed του Κλίβελαντ, Λορέτα Μέστερ, σε διαδικτυακή εκπομπή του MNI αυτόν τον μήνα. “Ωστόσο αυτό δεν αφορά το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Είναι μια σκέψη για το μέλλον”.
Η μονόπλευρη εστίαση στη μείωση του πληθωρισμού αυξάνει τις πιθανότητες η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες να το παρακάνουν και να οδηγήσουν τις οικονομίες τους σε “ατύχημα”.
Ο καθηγητής του Dartmouth College, David Blanchflower, πρώην υπεύθυνος χάραξης πολιτικής της BoE, ψέγει τους κεντρικούς τραπεζίτες των ΗΠΑ για “νοοτροπία κοπαδιού” χωρις ατομικές διαφοροποιήσεις στη λήψη αποφάσεων, ενώ τους κατηγορεί ότι βρίσκονται σε τροχιά πλήγματος σε μια αποδυναμωμένη οικονομία προκειμένου να καταπολεμήσουν έναν πληθωρισμό που ήδη αρχίζει να χάνει την ανοδική δυναμική του.
Περιπλέκοντας τους υπολογισμούς των κεντρικών τραπεζιτών, ο πληθωρισμός οφείλεται εν μέρει στην αύξηση του ενεργειακού κόστους, επί της οποίας έχουν ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αν και δεν απέτρεψε την ΕΚΤ ή την BoE από την αύξηση των επιτοκίων.
Οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο πιέζουν προς την ίδια κατεύθυνση και αυτό εντείνει τον κίνδυνο, σημειώνει ο Maurice Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
“Κινδυνεύουν να πολλαπλασιάσουν ο ένας τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής του άλλου”, λέει ο Obstfeld, ο οποίος είναι τώρα ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics. Επίσης, συμβάλλουν στην ανταγωνιστική ανατίμηση των νομισμάτων τους και, κατά τη διαδικασία, εξάγουν πληθωρισμό στο εξωτερικό, επισημαίνει.
Από το 1980 η παγκόσμια οικονομία έχει σημειώσει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,4%. Αυτή τη στιγμή, με τη νομισματική σύσφιγξη να προστίθεται στις επιβαρύνσεις από την πανδημία της Covid-19 και στον πόλεμο της Ρωσίας, ο Obstfeld βλέπει τον κίνδυνο να επιβραδυνθεί σε “κάπου κοντά στο 1%”.
Με άλλα λόγια, ο Kevin Warsh, πρώην μέλος του Δ.Σ. της Fed και σήμερα επισκέπτης συνεργάτης στο Ίδρυμα Hoover, τονίζει: “Υπάρχουν πια όλες οι προϋποθέσεις για μια παγκόσμια ύφεση”.