Η έννοια του “ευάλωτου καταναλωτή”, όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, προσδιορίζει εκείνους τους καταναλωτές που συγκεντρώνουν ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που τους τοποθετούν σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των υπόλοιπων όσον αφορά την ικανότητα διαπραγμάτευσης, σύναψης και διαχείρισης της συμβατικής τους σχέσης με προμηθευτές. Τέτοιοι καταναλωτές είναι, για παράδειγμα, οι οικονομικά ασθενείς, τα άτομα περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας ή μειωμένων συναλλακτικών δεξιοτήτων, οι ηλικιωμένοι και οι ανήλικοι, οι έχοντες σοβαρά προβλήματα υγείας (σωματική, ψυχική ή νοητική αναπηρία), οι κάτοικοι απομακρυσμένων ή δυσπρόσιτων περιοχών, κ.λπ.
Ωστόσο, τα δραματικά γεγονότα και οι εξελίξεις που όλο και συχνότερα παρατηρούμε να συμβαίνουν γύρω μας ευλόγως μας κάνουν να αναρωτιόμαστε, εάν ο παραπάνω ορισμός είναι επαρκής στη σύγχρονη εποχή. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:
Η ανάγκη περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19 επέβαλε τη λήψη έκτακτων περιοριστικών μέτρων στις φυσικές συναλλαγές από την Πολιτεία, οδηγώντας τους καταναλωτές στον μονόδρομο του ηλεκτρονικού εμπορίου για την προμήθεια των αγαθών που είχαν ανάγκη. Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, αλλά και τις ετήσιες εκθέσεις του Συνηγόρου του Καταναλωτή, η έλλειψη εξοικείωσης πολλών εκ των καταναλωτών με την ασφαλή χρήση του διαδικτύου και η περιορισμένη γνώση για τα δικαιώματά τους κατά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές τούς άφησε έκθετους σε αθρόα φαινόμενα παραπλάνησης και εξαπάτησης από επιτήδειους προμηθευτές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση για να πλουτίσουν, εισπράττοντας ανεπιστρεπτί χρήματα για προϊόντα που ποτέ δεν απέστειλαν. Επίσης, η αναστολή συμβάσεων εργασίας οδήγησε σε μείωση εισοδημάτων και σε συνεπαγόμενη αδυναμία εξόφλησης καθημερινών και πάγιων οικονομικών υποχρεώσεων των καταναλωτών, με προφανείς τις αρνητικές συνέπειες που προκαλεί η συσσώρευση χρεών.
Το φορτηγό πλοίο που το 2021 προσάραξε για μέρες στη Διώρυγα του Σουέζ, εμποδίζοντας τη διέλευση άλλων πλοίων από το κομβικό αυτό σημείο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις για τη μαζική μεταφορά αγαθών οδικώς από την Ασία στην Ευρώπη, επηρέασε καταλυτικά την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα: Προκλήθηκαν μεγάλες καθυστερήσεις τόσο στις αφίξεις αγαθών, με αποτέλεσμα να ανατραπούν σημαντικά οι προγραμματισμένοι χρόνοι παράδοσης παραγγελιών, όσο και στη μεταφορά εξαρτημάτων και ανταλλακτικών για προϊόντα που συναρμολογούνται και κατασκευάζονται στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να πληγούν καίρια οι γραμμές παραγωγής (ιδίως, αυτοκινήτων και ηλεκτρονικών συσκευών). Σε συνδυασμό και με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου, αφού από το συγκεκριμένο σημείο διέρχονται και δεξαμενόπλοια, οι καταναλωτές υπέστησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις βαριές συνέπειες όχι μόνο της καθυστέρησης ή της έλλειψης αγαθών, αλλά και της ακρίβειας της αγοράς.
Η πρόσφατη πλημμύρα “Daniel”, εκτός από βιβλικές καταστροφές, προκάλεσε επίσης τεράστιες ζημιές σε μεγάλο μέρος του ζωϊκού κεφαλαίου και της αγροτικής παραγωγής (περίπου του 20-25%) της χώρας. Η ζημιά αυτή, σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις, θα χρειαστεί τουλάχιστον πέντε χρόνια για να αποκατασταθεί στα προ της καταστροφής επίπεδα, ενώ στο μεσοδιάστημα μία τέτοια κατάσταση εγκυμονεί όχι μόνο σοβαρές ελλείψεις αγροτο-κτηνοτροφικών προϊόντων στην αγορά, αλλά και αύξηση των τιμών διάθεσής τους στον τελικό καταναλωτή, αφού η εγχώρια προσφορά (παραγωγή) δεν θα μπορεί να ικανοποιεί την αντίστοιχη ζήτηση.
Γίνεται αντιληπτό ότι οι αιτίες και οι συνθήκες που καθιστούν έναν καταναλωτή ευάλωτο σήμερα δεν περιορίζονται στον κλασικό νομικό προσδιορισμό που μέχρι τώρα γνωρίζαμε και εφαρμόζαμε, αλλά τείνουν να εκτείνονται περαιτέρω και να συμπεριλαμβάνουν νέες ευρύτερες υβριδικές απειλές (ατυχήματα, φυσικά φαινόμενα, επικίνδυνες υγειονομικές καταστάσεις, κ.λπ.) που με σφοδρότητα και ευκολία, όταν συμβούν, έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν αρνητικά τις ζωές του συνόλου των καταναλωτών. Η παγκοσμιοποίηση, δε, του εμπορίου, που δημιουργεί έντονες σχέσεις αλληλεξάρτησης, κάνει τις συνέπειες αυτών των απειλών ορατές σε πραγματικό χρόνο, πέρα και πάνω από εθνικότητες, πολιτισμούς, εθνικές οικονομίες και γεωγραφικά σύνορα.
Κατά συνέπεια, εάν η έννοια της “ευαλωτότητας” παραμείνει προσκολλημένη αποκλειστικά στον συνυπολογισμό των φυσικών χαρακτηριστικών ή της οικονομικής κατάστασης μεμονωμένων καταναλωτών, που τους κάνουν να μειονεκτούν έναντι άλλων, κινδυνεύει να θεωρηθεί ελλιπής ή αναχρονιστική στις μέρες μας, αφού δεν θα λαμβάνει υπόψη τις πεπερασμένες ιδιότητες της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, που εν τοις πράγμασι την κάνουν να υποτάσσεται σε συμβάντα απρόβλεπτου χαρακτήρα, υπέρτερης δύναμης και τόσο μεγάλης διάρκειας, έκτασης και κλίμακας, που είναι εξ ορισμού αδύνατο να αποφευχθούν ή παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλο βαθμό δυσκολίας στην αντιμετώπισή τους.
Από μία τέτοια σκοπιά, η προστασία των ευάλωτων καταναλωτών δεν θα πρέπει εφεξής να λογίζεται μόνο ως ζήτημα ενός στενού νομικού προσδιορισμού και στοχευμένων νομοθετικών εργαλείων για μεμονωμένες ομάδες πολιτών που τα έχουν αντικειμενικά ανάγκη, αλλά, κατά μία ευρεία έννοια, ως γενικό και επιβεβλημένο ζήτημα εκπόνησης και εφαρμογής κρατικών ή/και διακρατικών πρωτοκόλλων ετοιμότητας και διαχείρισης κρίσεων, οι οποίες, όπως συστηματικά αποδεικνύεται, εκτός από τις τεράστιες καταστροφές που προκαλούν σε διάφορα επίπεδα, επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις συνήθειες και τη συμπεριφορά όλων των καταναλωτών σε παγκόσμια κλίμακα, καθιστώντας τους, ως εκ τούτου, και αυτούς στην πραγματικότητα ευάλωτους.
Απαντώντας, λοιπόν, στο (ρητορικό) ερώτημα του τίτλου, ευάλωτοι καταναλωτές είμαστε πλέον όλοι!
* Ο Αριστοτέλης Σταμούλας είναι Διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας