Ο Στουρνάρας ξαφνικά ανακάλυψε τη διαφθορά

Ο Στουρνάρας ξαφνικά ανακάλυψε τη διαφθορά
62 / 100

Υστερα από δεκαετίες συμμετοχής του στα κοινά κι ενώ έχει διατελέσει και υπ. Οικονομικών, ξύπνησε τώρα και θέλει να την καταπολεμήσει!

Όψιμος πολέμιος της διαφθοράς και της παραοικονομίας ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο οποίος «θυμήθηκε», ύστερα από δεκαετίες συμμετοχής του στα κοινά, ότι ελάχιστα έχουν γίνει στη χώρα για αυτό, κι ενώ ο ίδιος έχει διατελέσει κατά το παρελθόν υπουργός Οικονομικών. Ο Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο του διαπιστώνει ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά τον δείκτη αντίληψης της διαφθοράς, σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021.

Παράλληλα, η παραοικονομία στην Ελλάδα εκτιμάται σε πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας ότι διαμορφώνεται σε επίπεδα αντίστοιχα των αναπτυσσόμενων και όχι των ανεπτυγμένων χωρών.

Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, το μέγεθος της αυτοαπασχόλησης καταδεικνύεται ως ο πιο σημαντικός παράγοντας του μεγέθους της παραοικονομίας.

Επιπλέον, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και -παρά τη σημαντική πρόοδο- τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις, όπως η γήρανση του πληθυσμού». Τονίζει επίσης ότι πρόσθετη πρόκληση για τις μελλοντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σχετίζεται με τη σημαντικά αυξημένη εξοπλιστική δαπάνη των προσεχών ετών λόγω της παρατεταμένης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Επαναλαμβάνοντας όσα είχε πει στο πρόσφατο παρελθόν, ο κεντρικός τραπεζίτης προειδοποιεί εκ νέου το πολιτικό σύστημα να είναι προσεκτικό στα δημοσιονομικά εν όψει των εκλογών, σημειώνοντας ότι η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων εντείνει την ανάγκη για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών (ειδικότερα της ενέργειας).

Η οικονομική πολιτική είναι λοιπόν αντιμέτωπη με ένα δίλημμα μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε μια επίμονη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps).

Ο διοικητής της ΤτΕ παραδέχεται ότι υπάρχει ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων στήριξης των ευάλωτων, καθώς, όπως τονίζει, η αύξηση του κόστους της ενέργειας και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα.

Αναφέρει, μάλιστα, ότι ως συνέπεια του υψηλού και επίμονου πληθωρισμού, αυξάνονται οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και για μέτρα στήριξης που θα περιορίζουν τις απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Δεδομένου ότι ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει αναλογικά περισσότερο τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες του πληθυσμού, τα μέτρα στήριξης κρίνονται αναγκαία.

Ωστόσο, όπως τονίζει, αυτά θα πρέπει να είναι στοχευμένα και προσωρινά στο πλαίσιο του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, καθώς η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει περιοριστική κατεύθυνση, ώστε να δράσει συμπληρωματικά με τη νομισματική πολιτική, συμβάλλοντας στην κάμψη του πληθωρισμού και ταυτόχρονα να διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις αποφασιστούν (για παράδειγμα στον κατώτατο μισθό) θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες της οικονομίας, να μην τροφοδοτούν περαιτέρω την άνοδο του πληθωρισμού και συνολικά να μην υπονομεύουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε όρους ανταγωνιστικότητας την τελευταία δεκαετία.

ΠΗΓΗ