Ο βουλευτής που ζητούσε “έκτακτη παροχή” αλά δικαστών και ο Τατούλης που ζητάει 280.000€ συν αποζημίωση για ηθική βλάβη
Δεν μπορούν να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις και οι βουλευτικές συντάξεις με την προσθήκη της «έκτακτης παροχής» που έχει χορηγηθεί με υπουργική απόφαση στους δικαστικούς λειτουργούς, αποφάσισε το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ολομέλεια) και απέρριψε αίτηση βουλευτή που ζητούσε να του χορηγηθεί η «έκτακτη παροχή» η οποία δόθηκε στους δικαστές, εισαγγελείς και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Tην ίδια στιγμή από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αναμένεται η έκδοση πιλοτικής απόφασης επί της αναίρεσης που έχει ασκήσει ο πρώην βουλευτής Αρκαδίας της ΝΔ Πέτρος Τατούλης και ζητάει διαφορές αποδοχών ύψους 281.900 ευρώ λόγω μη αναπροσαρμογής της αποζημίωσης των εκπροσώπων του κοινοβουλίου με αυτές των δικαστικών λειτουργών. Επίσης ζητάει και αποζημίωση 10.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της μη αναπροσαρμογής. Και είναι πιλοτική η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που θα εκδοθεί, καθώς εκκρεμούν όμοιες αιτήσεις με το αυτό αίτημα και άλλων βουλευτών.
Ελεγκτικό συνέδριο: Η περίπτωση αποβιώσαντος βουλευτή
Την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου την απασχόλησε περίπτωση συνταξιούχου βουλευτή, ο οποίος στο μεταξύ απεβίωσε το 2012 και την δίκη την συνεχίσουν οι κληρονόμοι του. Ο αποβιώσας βουλευτής ζητούσε την αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση τις αποδοχές του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν το 2006 με αποφάσεις του Μισθοδικείου και ανήλθαν στο ύψος των συνολικών αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Παράλληλα, ζητούσε από το Ελληνικό Δημόσιο, να του καταβληθεί, νομιμοτόκως, αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράνομη στέρηση των αυξημένων συνταξιοδοτικών παροχών του για το χρονικό διάστημα από 1.3.2004 έως 31.12.2007 οι οποίες ανέρχονται περίπου στο ποσό 165.000 ευρώ, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την μη αναπροσαρμογή της σύνταξής του.
Υποστήριζε, ακόμη, ότι η παράλειψη αυτή της μη αναπροσαρμογής της σύνταξής του παραβιάζει τις συνταγματικές επιταγές όπως και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Υπενθυμίζεται ότι σε εξουσιοδότηση του νόμου 3620/2007 εκδόθηκε το επόμενο έτος (2008) κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με την οποία καθορίστηκε «το ύψος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι όροι καταβολής έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων».
Η έκτακτη αυτή παροχή καταβλήθηκε τμηματικά σε μια πενταετία και υπολογίστηκε με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη) και τους συντελεστές, τις προσαυξήσεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μισθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του ΝΣΚ, ανά βαθμό.
Η παροχή αυτή φορολογήθηκε αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 25%, ενώ προβλέφθηκε ότι δεν θα επιβαρυνόταν με καμία άλλη κράτηση και ότι είναι ανεξάρτητη από το εκάστοτε ισχύον ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών.
Ελεγκτικό συνέδριο: Τι έκρινε η Ολομέλεια
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση του αποβιώσαντος βουλευτή, κρίνοντας ότι «η χορηγούμενη στους δικαστικούς λειτουργούς «έκτακτη παροχή» δεν συνιστά αύξηση των αποδοχών και συντάξεων αυτών, αφού «ουδόλως συνδέεται με το τότε ισχύον ειδικό μισθολόγιο στο οποίο, άλλωστε, δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή».
Αντίθετα, σύμφωνα με τους συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η επίμαχη παροχή «αποτελεί εναλλακτικό μέσο ικανοποίησης των αξιώσεων δικαστικών λειτουργών από την παράνομη παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να αναβαθμίσουν τις αποδοχές και τις συντάξεις των προέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων – και αναλόγως και των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας – στο ύψος των συνολικών αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων».
Συνεπώς, αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, «η επίμαχη έκτακτη παροχή δεν μπορεί να επηρεάσει αντίστοιχα αυξητικά το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και, κατ’ επέκταση, της βουλευτικής σύνταξης».
Συμβούλιο της Επικρατείας
Τον περασμένο Μάρτιο (19.3.2021) συζητήθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) η έφεση με την οποία ο κ. Τατούλης διεκδικεί για το χρονικό διάστημα 1.1.2004 έως 31.12.2007 το ποσό περίπου των 165.00 ευρώ.
Το ποσό αυτό το διεκδικεί ως διαφορά μεταξύ της βουλευτικής αποζημίωσης και των αποδοχών των δικαστών, όπως αυτές προσαυξήθηκαν με την «έκτακτη παροχή» που προβλέφθηκε με την εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου 3620/2007.
Επίσης, ζητάει το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναβαθμίσει την βουλευτική του αποζημίωση.
Ουρά στην «υπόθεση Τατούλη» είναι ανάλογες αιτήσεις μικρής ομάδας βουλευτών που έχουν κατατεθεί στο ΣτΕ (δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη αναμένοντας την έκδοση της απόφασης του κ. Τατούλη), με τις οποίες διεκδικούν διαφορές αποδοχών λόγω μη αναπροσαρμογής των μηνιαίων αποδοχών με αυτές των δικαστών. Οι βουλευτές προσέφυγαν στο ΣτΕ μετά από απόρριψη των αγωγών τους που έγινε από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.