Οι χαμηλοί μισθοί έφεραν τη «μεγάλη παραίτηση»

Οι χαμηλοί μισθοί έφεραν τη «μεγάλη παραίτηση»
63 / 100

Δεν έχει λήξει η «μεγάλη παραίτηση», όπως βάφτισαν ειδικοί και μη τις μαζικές παραιτήσεις εργαζομένων στη διάρκεια των πρώτων lockdowns και τη στροφή πολλών εξ αυτών σε άλλους τομείς και στην αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας και καλύτερων αμοιβών. Προκύπτει πως το 25% των εργαζομένων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση της PwC σχεδιάζει να αλλάξει δουλειά μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Πρόκειται για ποσοστό αυξημένο σε σύγκριση με το 19% που ήταν το αντίστοιχο κατά το περασμένο έτος.

Κύριος λόγος που επικαλούνται οι εργαζόμενοι είναι ότι δεν τους αρκούν τα χρήματα για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Οπως τόνισαν στο Reuters, είτε αγωνίζονται για να πληρώσουν κάθε μήνα τους λογαριασμούς τους είτε τις περισσότερες φορές δεν κατορθώνουν να τους πληρώσουν. Κι ενώ συνεχίζεται το κύμα της «μεγάλης παραίτησης», περίπου 42% των εργαζομένων που συμμετείχαν στην έρευνα της PwC για τις τάσεις του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού δήλωσαν ότι σχεδιάζουν να ζητήσουν αύξηση μισθού. Το κίνητρό τους είναι να αντεπεξέλθουν στο αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, που έχει εκτοξευθεί κατά 35% σε σύγκριση με το περασμένο έτος.

Σχολιάζοντας σχετικά ο Μοσχάν Σετί, υπεύθυνος της PwC για έρευνες ανθρώπινου δυναμικού, τόνισε πως «εν μέσω της εντεινόμενης οικονομικής αβεβαιότητας βλέπουμε το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό να ζητάει αυξήσεις αποδοχών, αλλά και κάποιο πιο ουσιαστικό νόημα στη δουλειά». Μόνο 38% των εργαζομένων δήλωσαν πως τους μένουν χρήματα για αποταμίευση στο τέλος του μήνα, ποσοστό σαφώς μικρότερο από το 47% που ήταν το αντίστοιχο το περασμένο έτος. Περίπου ένας στους πέντε απασχολείται σε περισσότερες από μια δουλειές, εκ των οποίων το 69% δήλωσε πως το κίνητρο είναι να εξασφαλίσει περισσότερο εισόδημα. Η έρευνα διαπίστωσε, άλλωστε, πως «ο στόχος, η νοοτροπία που επικρατεί στον επαγγελματικό χώρο και η δυνατότητά τους να συμμετέχουν παραμένουν καίρια ζητήματα για τους υπαλλήλους».

Το σημαντικότερο εύρημα της έρευνας είναι, όμως, ότι όσοι εργαζόμενοι αγωνίζονται να αντεπεξέλθουν οικονομικά δεν κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος, να επενδύσουν δηλαδή στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων και να προσαρμοστούν στην άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης.

Αντιθέτως, ανάμεσα στους εργαζομένους που είναι ικανοποιημένοι από τις αποδοχές τους, πάνω από το 1/3 εκτιμούν πως η τεχνητή νοημοσύνη θα αναβαθμίσει την παραγωγικότητά τους ενώ το 25% θεωρεί πως θα δημιουργήσει νέες επαγγελματικές ευκαιρίες. Οι νεότερες γενιές, πάντως –όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1981– εκτιμούν πως η τεχνητή νοημοσύνη θα έχει θετικό αντίκτυπο στη σταδιοδρομία τους σε χρονικό ορίζοντα πέντε ετών.

ΠΗΓΗ