Κρίση και στην παραγωγή ελαιόλαδου
Σε παρατεταμένη κρίση εισέρχεται πιθανότατα η παραγωγή ελαιόλαδου στην Ευρώπη, καθώς οι αλλεπάλληλοι καύσωνες, οι πλημμύρες και τα άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα «τσακίζουν» για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τις σοδειές. Σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος παραγωγής και εμφιάλωσης εκτοξεύουν τις τιμές, καθιστώντας το πολύτιμο για την ανθρώπινη υγεία προϊόν είδος πολυτελείας.
Η Ισπανία, η μεγαλύτερη παράγωγος ελαιόλαδου στον κόσμο, βρίσκεται σε τροχιά μιας δεύτερης κακής συγκομιδής, ενώ ανάλογες τάσεις εμφανίζουν Ιταλία και Πορτογαλία. Η χώρα της Ιβηρικής χτυπήθηκε αρχικά από ένα πρώτο κύμα καύσωνα την περασμένη άνοιξη, που επηρέασε αρνητικά την ανθοφορία των ελαιόδεντρων. Η συγκομιδή εκτιμήθηκε μετά τον καύσωνα ότι θα είναι μόλις 28% υψηλότερη από την περσινή, τη χειρότερη των τελευταίων περίπου δέκα ετών.
Η Ισπανία είναι υπεύθυνη για το 50% της παγκόσμιας καλλιέργειας ελιάς και σε μια κανονική χρονιά παράγει περί τα 1,3 εκατ. τόνους ελαιόλαδου. Το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιόλαδου προέβλεψε ωστόσο μετά τον ανοιξιάτικο καύσωνα ότι η φετινή της παραγωγή θα προσεγγίσει μόνο τους 850.000 τόνους από 660.000 πέρυσι. Καθώς η πρόβλεψη αυτή έγινε πολύ πριν από την τρέχουσα περίοδο υψηλών θερμοκρασιών, αρκετοί εκφράζουν ανησυχίες για το ενδεχόμενο ακόμη χαμηλότερης παραγωγής.
Το δεύτερο κύμα καύσωνα σε διάστημα μιας εβδομάδας αυτόν τον μήνα και οι υψηλές θερμοκρασίες πάνω από τους 40 βαθμούς σε κάποιες περιοχές της Νότιας Ισπανίας αναγκάζουν τα ελαιόδεντρα να ρίξουν τον άγουρο ακόμη καρπό τους προκειμένου να κρατήσουν κάποια υγρασία.
Αυτό συμβαίνει ενώ οι κάσες φέτος είναι στεγνές. Κάτι που σημαίνει ότι, σε αντίθεση με πέρυσι, τα αποθέματα ενδέχεται φέτος να μην επαρκέσουν για να καλύψουν τη ζήτηση ελαιόλαδου. Ακόμη και αν η Ισπανία καταφέρει να παράξει φέτος τους 850.000 τόνους που προβλέπει το Συμβούλιο, η αγορά θα παραμείνει σφιχτή και πιθανότατα ελλειμματική, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Προειδοποιούν μάλιστα ότι δεν αποκλείεται να σημειωθεί έλλειψη ελαιόλαδου στα σουπερμάρκετ ακόμη και τον Οκτώβριο καθώς τα αποθέματα του περασμένου έτους αναμένεται να εξαντληθούν -με βάση τους τρέχοντες ρυθμούς κατανάλωσης- έως τον Σεπτέμβριο, ενώ η φθινοπωρινή συγκομιδή δεν θα παράσχει νέο λάδι πριν από τον Νοέμβριο.
Ας σημειωθεί ότι οι οικονομολόγοι του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας εκτιμούσαν στο τέλος της άνοιξης πως η παγκόσμια παραγωγή θα αγγίξει την τρέχουσα περίοδο 2023/24 τα 3,2 εκατομμύρια τόνους, καταγράφοντας άνοδο 24% σε σύγκριση με την ιστορικά κακή συγκομιδή του 2022, και σε επίπεδο κοντά στον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας (3,14 εκατ. τόνοι). Σε αυτή την εκτίμηση είχε θεωρηθεί δεδομένη η άνοδος της παραγωγής στις χώρες της Ε.Ε. και την Τυνησία.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι του αμερικανικού υπουργείου είχαν προειδοποιήσει παράλληλα και για το ενδεχόμενο η παραγωγή να είναι χαμηλότερη ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η ξηρασία στη Μεσόγειο. Καθώς εκτός της Ισπανίας κακές σοδειές ενδέχεται να έχουν φέτος και η Ιταλία και η Πορτογαλία, οι αμφιβολίες για το αν αυτές οι προβλέψεις θα επαληθευτούν αυξάνονται. Στα αρνητικά θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι εκτιμήσεις ότι η Τουρκία δεν θα καταφέρει να έχει και φέτος τις υψηλές επιδόσεις της περσινής χρονιάς (421.000 τόνοι).
Οι εξελίξεις αυτές συνηγορούν σε περαιτέρω άνοδο των τιμών, οι οποίες σε επίπεδο χονδρικής έχουν αυξηθεί κατά 80% σε σχέση με έναν χρόνο πριν και έχουν σχεδόν εξαπλασιαστεί από τα τέλη του 2020. Πάρα τη μεγάλη άνοδο των τιμών αρκετοί παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πάντως ότι σε αυτή τη φάση κανείς δεν πλουτίζει.
Αιτία είναι το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, εργασίας και συσκευασίας που προκαλεί άνοδο του συνολικού κόστους παραγωγής εμφιαλωμένου λαδιού με ρυθμό ο οποίος δεν μπορεί να συγκριθεί με τις τιμές του προϊόντος στα ράφια των σουπερμάρκετ. Εκτιμάται δε ότι αν αυτό συνεχιστεί για καιρό ακόμη, οι μικροί παραγωγοί δεν θα αντέξουν.